Μια ιστορία…
5 Ιουνίου 2010
Δύο άνδρες, και οι δύο σοβαρά άρρωστοι, ήσαν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.
Ο ένας άνδρας έπρεπε να ανακάθεται στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα ,γιατί μαζευόταν υγρό στα πνευμόνια του. Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου.
Ο άλλος έπρεπε να μένει όλη την ώρα ξαπλωμένος.
Μιλούσαν για ώρες . Μιλούσαν για τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στο στρατό…
Κάθε απόγευμα, όταν ο άνδρας δίπλα στο παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί, περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον «συγκάτοικό» του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο.
Ο άνδρας στο άλλο κρεβάτι άρχισε να ζει γι’ αυτή την ώρα, όπου μπορούσε να ανοιχτεί και να ζωογονηθεί και ο δικός του κόσμος από όλη τη δραστηριότητα και το χρώμα του κόσμου εκεί έξω.
Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια όμορφη λιμνούλα.
Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους.
Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης διακρινόταν στο βάθος.
Καθώς ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε όλα αυτά με θεσπέσιες λεπτομέρειες, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν όλο το γραφικό σκηνικό.
Ένα ζεστό απόγευμα, ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραψε μάλιστα και μία παρέλαση που περνούσε. Ο άλλος δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική – μπορούσε όμως να τη δει με τη φαντασία του ,καθώς ο φίλος του δίπλα στο παράθυρο την απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.
Πέρασε καιρός.
Ένα πρωί, η πρωινή νοσοκόμα βρήκε άψυχο το σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο. Είχε πεθάνει ειρηνικά στον ύπνο του.
Ξαφνιάστηκε και ειδοποίησε τους θεράποντες ιατρούς και πήραν τον άνθρωπο.
Αργότερα ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί αυτός δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή, και αφού σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο.
Σιγά, επώδυνα, εκείνος στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα να δει για πρώτη φορά του τον έξω κόσμο..
Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι.
Αντίκρισε μόνο ένα λευκό τοίχο.
Κάλεσε τότε με αγωνία τη νοσοκόμα και τη ρωτούσε τι θα μπορούσε να είχε οδηγήσει τον συγχωρεμένο συγκάτοικό του να περιγράφει τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο.
Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο.
« ‘Ίσως ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος » πρόσθεσε.