Μπροστά στον Κύριο ο τίμιος Πρόδρομος ήταν πράγματι ένα στρογγυλό μηδενικό.!
4 Ιουνίου 2010
Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου
Είχα την μεγάλη τύχη να ζήσω ένα χρονικό διάστημα σ’ ένα μοναστήρι. Και είπα, πως «είχα την μεγάλη τύχη», γιατί τα μοναστήρια συνήθως κρύβουν, πίσω από τους τοίχους τους, ανθρώπους αγίους, εξολοκλήρου αφοσιωμένους στο Θεό· ανθρώπους που ζουν την παρουσία του Χριστού και τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτό λοιπόν το μοναστήρι, την Ιερά Μονή Βελανιδιάς, κοντά στην Καλαμάτα, ζούσε τότε (το 1954) ένας μοναχός, που, εκτός από τα άλλα του χαρίσματα και τις άλλες πολλές του αρετές, είχε ένα μεγάλο και αρκετά ασυνήθιστο χάρισμα: το χάρισμα των δακρύων.
Ο πάτερ Πολύκαρπος έκλαιε. Προσευχόταν και έκλαιε. Ή μάλλον, συνεχώς προσευχόταν· και σχεδόν συνεχώς έκλαιε. Όλα τα λόγια των ιερών προσευχών και των τροπαρίων τον συγκινούσαν βαθύτατα. Ιδιαίτερα όμως συγκινιόταν, όταν στην Εκκλησία άκουγε να διαβάζεται το ιερό Ευαγγέλιο. Από την στιγμή, που ο παπάς άρχιζε να διαβάζει το άγιο Ευαγγέλιο, ο πάτερ Πολύκαρπος άρχιζε να κλαίει. Δεν το ήθελε. Κατέβαλλε, όπως μας έλεγε, πολλές προσπάθειες να το αποφεύγει-να συγκρατεί τα δάκρυα του· αλλά δεν τα κατάφερνε. Έκλαιε. Πάντοτε στο Ευαγγέλιο έκλαιε. Και πάντοτε, όταν η ανάγνωσή του ολοκληρωνόταν, σιγοψιθύριζε: Δόξα Σοι, Κύριε· δόξα Σοι.
Ο πάτερ Πολύκαρπος ήταν μια αγιασμένη ψυχή. Αλλά και κάθε άνθρωπος, που αγαπά τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, αισθάνεται βαθειά συγκίνηση κάθε φορά που ακούει το άγιο όνομά Του· και τί έκαμε για μας· και για τη σωτηρία μας. Και όσο πιο πολύ Τον αγαπά, τόσο πιο βαθειά είναι η συγκίνηση του. Και όταν Τον αγαπάει πολύ, τότε η χαρά του γι’ αυτό δεν μένει μόνο κρυμμένη μέσα στη καρδιά του, αλλά ξεχύνεται και παραέξω: στο στόμα, με λόγια δοξολογίας· και στα μάτια, με δάκρυα χαράς. Και τότε, στόμα, μάτια, καρδιά, νους, όλο μας το είναι, Τον δοξάζει και Τον ευχαριστεί. «Δόξα Σοι, Κύριε· δόξα Σοι». «Δόξα Σοι, τω δείξαντι το Φώς». «Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε· δόξα Σοι».
Όλο τον χρόνο μετά το Ευαγγέλιο ψάλλομε το:«Δόξα Σοι, Κύριε· δόξα Σοι». Την Μεγάλη Παρασκευή λέμε όχι «δόξα Σοι, Κύριε· δόξα Σοι», αλλά: «Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε· δόξα Σοι». Και πράγματι, όλα τα ευαγγελικά αναγνώσματα της ημέρας αυτής έχουν ένα ιδιαίτερο χρώμα. Όταν τα ακούμε δεν αισθανόμαστε μόνο γλύκα, αλλά και τρόμο. Και διερωτόμαστε: Πώς μακροθύμησε ο Κύριος; Πώς συγκρατήθηκε; Πώς δεν έριξε φωτιά; Πώς δεν έγινε κατακλυσμός; Πώς δεν ανετράπη το σύμπαν; Πώς δεν ήλθε η συντέλεια, πριν της ώρας της;
Και έχουμε δίκιο να απορούμε. Αφού εμείς μόλις και μετά βίας κατορθώνουμε να συγκρατούμε τα νεύρα μας. Σε περιπτώσεις που δεν θα άξιζαν τον κόπο, να γίνεται συζήτηση! Φθάνουμε μάλιστα μέχρι το σημείο, να θαυμάζουμε τον εαυτό μας, αν έτυχε και το καταφέραμε και συγκρατηθήκαμε!
1.Η μακροθυμία είναι μεγάλη αρετή· χάρισμα του Αγίου Πνεύματος.
Η μακροθυμία είναι πολύ μεγάλη και υψηλή αρετή. Είναι, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλατάς επιστολή του, χάρισμα του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Γι’ αυτό, όταν εμείς θαυμάζουμε τον εαυτό μας για τη μακροθυμία μας, γινόμαστε το λιγότερο κωμικοί! Γινόμαστε και γελοίοι! Όταν όμως μιλάμε για την μακροθυμία του Κυρίου, το πράγμα αλλάζει. Εδώ χρειάζεται, και να θαυμάζουμε· και να απορούμε! Γιατί ο Κύριος είναι «οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός· και μετανοών επί κακίαις». Η ελπίδα, ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για μακροθυμία εκ μέρους του Κυρίου, ότι μπορεί, ότι έχει λίγο ακόμη περιθώριο στη διάθεσή Του, να δείξει μακροθυμία, είναι για μας πάντοτε πολύ γλυκιά και πολύ παρήγορη. Μερικές φορές όμως αυτή η ελπίδα φαίνεται σαν να σβήνει. Σε τέτοιες περιπτώσεις εμείς πιστεύουμε, ότι η μακροθυμία Του θα πρέπει να εξάντλησε όλα τα περιθώρια της. Και να έχει πια μεταβληθεί δίκαια σε οργή και αγανάκτηση!
2.Περιπτώσεις, που χρειαζόταν πολλή μακροθυμία.
Ας ξαναφέρουμε στη μνήμη μας μερικές τέτοιες περιπτώσεις: Κάποτε έγινε ένα πάρτι, που, όπως σχεδόν όλα, ξεκίνησε καλά, αλλά δεν τελείωσε καλά! Επειδή σ’ αυτό, ένα παλιοθήλυκο χόρεψε καλά. Και μέσα στη παλαβομάρα του μεθυσιού και στο ξεφάντωμα, έλαβε για έπαθλο αυτό που ζήτησε: το κεφάλι ενός ανθρώπου· του πιο άγιου ανθρώπου επάνω στη γη: του τιμίου Προδρόμου! Τον αποκεφάλισαν, γιατί έτσι το ζήτησε ένα βρωμοκόριτσο· και έτσι το ήθελε ένας πορνόγερος! Και έφεραν την κεφαλή του τιμίου Προδρόμου, την «και αγγέλοις αιδέσιμον», στο πάρτι, στους μεθυσμένους· να την δουν, να χαρούν, να κάμουν κέφι! Και εκεί, μία μοιχαλίδα, η Ηρωδιάδα, για να τον εκδικηθεί που την έλεγχε, έβγαλε την βελόνα της και τον εκδικήθηκε! Του τρύπησε τη γλώσσα! Ποιά; Η μοιχαλίδα! Τίνος; Του Ιωάννου του Προδρόμου! Του ανθρώπου, για τον οποίον ο ίδιος ο Κύριος είπε, ότι ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ στον κόσμο άνθρωπος πιο άγιος από τον Ιωάννη.
Πώς ανέχτηκε τέτοιο πράγμα ο Θεός; «Πώς ου κατεφλέχθη η ασελγής ορχήστρια»; Ω της άφατου Σου ανοχής, φιλάνθρωπε! Μπορεί κανείς να φαντασθεί πιο μεγάλη μακροθυμία, από το να κάνουν τέτοια τερατώδη έργα, όντα ανάξια του ονόματος άνθρωπος, και ο Θεός να μακροθυμεί;
Πριν από λίγο καιρό συνέβη στην Αθήνα ένα γεγονός εξοργιστικό μαζί και σιχαμερό. Ένας νεαρός άρπαξε στην μέση ενός δρόμου πολυσύχναστου, από τα γένια έναν υπέργηρο παπά -θα ήταν τότε πάνω από ογδόντα- με κατάλευκη γενειάδα. Και τραβώντας την του φώναξε:
– Παπά, πες μου: τί έκανες για το λαό; Έστω, ότι ο παπάς δεν είχε κάνει απολύτως τίποτε «για το λαό».Έστω! Ποιός είχε διορίσει το νεαρό «προστάτη» του λαού; Από πού πήρε το θάρρος και το δικαίωμα; Και πώς ο ίδιος υπηρέτησε το λαό; Με το θράσος και την αναισχυντία του; Με την ιταμότητά του; Ή με τις επιδόσεις του στο να κάνει «έρωτα» (lονe);Ταρασσόμαστε από κάτι τέτοια γεγονότα. Ταρασσόμαστε πολύ. Η Εκκλησία όμως, δηλαδή οι ουράνιοι άγγελοι και οι δοξασμένοι άγιοι, ταράσσεται πιο πολύ για γεγονότα που γίνονται σε ανθρώπους αγίους σαν τον τίμιο Πρόδρομο. Και με το δίκιο της. Γιατί πραγματικά. Τί ήταν ο παπάς αυτός, όσο καλός και αν υποτεθεί ότι ήταν; Ένας άνθρωπος απλός και αμαρτωλός. Και τί ήταν ο άγιος Ιωάννης; Παρ’ όλο το ασύλληπτο ύψος της αγιοσύνης του, μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό, ένα στρογγυλό μηδενικό! Μη ταράσσεστε. Μην εκπλήττεστε. Μπροστά στον Κύριο ο τίμιος Πρόδρομος ήταν πράγματι ένα στρογγυλό μηδενικό. Θεός και Κύριος ο Χριστός. Πλάσμα και δούλος ο Πρόδρομος. Ήταν τέλειος και άγιος. Αλλά δεν έπαυε να είναι πλάσμα και δούλος. Και τόση ήταν η διαφορά, που τον χώριζε από τον Χριστό, ώστε, όπως είπε ο ίδιος, φωτισμένος από το Πνεύμα το άγιο, δεν ήταν άξιος ούτε να σκύψει να λύσει το κορδόνι του παπουτσιού του Κυρίου Ιησού Χριστού. Και ας επιτραπεί να παρατηρήσουμε, ότι τα λόγια αυτά, όσο και αν φαίνονται ταπεινωτικά, πραγματικά τον εξυψώνουν τον Πρόδρομο, αφού τον φέρνουν σε σχέση με τον Κύριο της Δόξας. Ναι, παρ’ ότι τόσο ταπεινωτικά, τον εξυψώνουν! Καλότυχος λοιπόν ο άνθρωπος, ο όποιος άνθρωπος, που έρχεται σε σχέση, σε κάποια σχέση, με τον Σωτήρα Χριστό!…
(Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου, «Η μακροθυμία του Κυρίου, Έκδ. Ι.Μ.Νικοπόλεως 2003)