Οι ματωμένες μπότες
2 Ιουνίου 2010
Μια φορά κι έναν καιρό στα πολύ παλιά τα χρόνια ζούσε ένας βοσκός μαζί με δύο παιδιά και το παιδί του. Ζούσαν σε ένα μικρό καλύβι στην άκρη ενός παράξενου δάσους. Το δάσος αυτό δεν είχε δέντρα, αλλά τεράστια λουλούδια που υψώνονταν σε ύψος πολλών μέτρων πάνω από τη γη. Αν σήκωνες λίγο ακόμα το κεφάλι σου θα μπορούσες να δεις έναν υπέροχο ουρανό και…. ένα κοπάδι από γιγάντια πρόβατα, τόσο ψηλά που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα περισσότερα βουνά που ξέρω. Ήταν λογικό να υπάρχουν τόσο μεγάλα πρόβατα, επειδή κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να φάει τόσο μεγάλα λουλούδια.
Όπως είπα, ο βοσκός της ιστορίας μας ζούσε με το παιδί του και με δύο παιδιά. Τα παιδιά αυτά δεν τον είχαν δει ποτέ. Το μόνο που αισθάνονταν ήταν η ζεστασιά του. Αυτός πάντα τα άκουγε αλλά δε μπορούσε να στρέψει το στόμα του προς αυτά για να τους μιλήσει. Τα παιδιά αυτά έβλεπαν μόνο ότι υπήρχε από τα δεξιά του ανθρώπου αυτού και ποτέ δεν έμαθαν τι υπήρχε από τα αριστερά του. Πάντα άκουγαν ότι και ο βοσκός μας και τους δινόταν η ευκαιρία να κοιτάξουν το πάτωμα μόνο όταν τύχαινε να γονατίσει ο βοσκός μας. Όλα αυτά φαντάζομαι θα ακούγονται πολύ λογικά για κάποιον που έχει μάθει πως είναι να ζει κανείς στο δεξί αυτί κάποιου.
Κάποια μέρα τα γιγάντια πρόβατα άρχισαν να πετούν ψηλά στον αέρα. Κανείς δεν έμαθε και δε θέλησε να μάθει το πώς και το γιατί. Ο βοσκός τα κοιτούσε και στεναχωριόταν γιατί δε του άρεσε να τα βλέπει να κρύβουν τον ήλιο. Μία τεράστια μάζα από μάλλινα σύννεφα είχαν ζώσει ολόκληρη την περιοχή και κρατούσε μέσα της ακόμα και την παραμικρή φωτεινή ακτίνα. Όταν πείνασαν τα πρόβατα άρχισαν να φωνάζουν και οι φωνές τους έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο τρομακτική. Ένα δυνατός άνεμος άρχισε να τα φυσά. Τα πρόβατα άρχισαν να στροβιλίζονται σαν τεράστια βουνά που ξεχνούσαν να υπακούσουν στους νόμους της βαρύτητας. Ένα κενό δημιουργήθηκε στο κέντρο του στροβιλιζόμενου κοπαδιού. Ένας τεράστιο λύκος κατέβηκε και στάθηκε στο κέντρο αυτού του κενού ενώ τα πρόβατα συνέχισαν να στροβιλίζονται γύρω του. Οι αστραπές φώτιζαν το σκοτεινό τοπίο και οι βροντές έκαναν τα παιδιά στο αυτί του βοσκού να φωνάζουν από αγωνία.
Ήταν τόσο δυνατές οι φωνές των παιδιών που ο βοσκός έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να τα παρακαλά να σταματήσουν, αλλά αυτά δεν μπορούσαν να τον ακούσουν. Το παιδί του βοσκού τον πλησίασε και του χάιδεψε το κεφάλι. <<άστα πατέρα να φύγουν από το αυτί σου, άστα να χαθούν>>. <<Δε μπορώωω>> απάντησε αυτός <<Δε μπορώ να ζήσω χωρίς τα όμορφα λόγια τους>>. <<Μα πατέρα, δεν είναι αλήθεια όσα λένε, το μόνο που θέλουν είναι η ζεστασιά του αυτιού σου>>. <<Φύγε εσύ που δε μου έχεις πει ούτε έναν όμορφο λόγο. ΦΥΓΕ. ΦΥΓΕ. ΦΥΓΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ.>> Οι φωνές του πατέρα πάγωσαν τη θλιβερή ατμόσφαιρα και μια ακανόνιστη λύπη κυρίευσε την καρδιά του παιδιού του. <<Θα φύγω πατέρα>>.
Στην άκρη του δωματίου ένα ζευγάρι μαύρες γυαλιστερές μπότες μαρτυρούσε τη δική του ιστορία. Ο βοσκός κοίταξε το παιδί του να φεύγει, κοίταξε μερικές κηλίδες αίμα να στολίζουν τις κατάμαυρες μπότες και έβαλε τα κλάματα. Πώς είχε καταντήσει έτσι;
Το παιδί περπατούσε μόνο του πάνω σε ένα κόκκινο σύννεφο. Δεν είχε πάρει μαζί του τίποτα για να φάει και ήδη είχε αρχίσει να πεινάει από το πολύ περπάτημα. Από πάνω του πετούσε συνέχεια ένα τεράστιο γαλαζοπράσινο πουλί με μακριά καφετιά μύτη. Το πουλί κατάλαβε ότι πεινούσε και πέταξε να φέρει φαγητό. Εκεί που περπατούσε το παιδί είδε μπροστά του ένα καρβέλι ψωμί, έσκυψε και το πήρε. Ευχαρίστησε το Θεό για αυτό το θαύμα και ο Θεός ευχαρίστησε το πουλί και το πουλί το Θεό. Μετά από λίγο το παιδί άρχισε να διψά. Το πουλί κατάλαβε τη δίψα του και πέταξε μακριά. Σε λίγα μέτρα το παιδί βρήκε ένα μπουκάλι νερό. Το παιδί ευχαρίστησε το Θεό και ο Θεός το πουλί και το πουλί το Θεό. Για μέρες ολόκληρες το παιδί περπατούσε σε αυτό το πορφυρό δρόμο, αλλά πέρα από τον ίδιο το δρόμο δε κατάφερε να πάει πουθενά αλλού. Άρχισε να κλαίει για το αδιέξοδο που είχε βρεθεί. Το πουλί άκουσε το κλάμα του παιδιού και το άρπαξε από τους ώμους και πέταξαν μαζί στα σύννεφα. Το παιδί ευχαρίστησε το Θεό και ο Θεός του πουλί και το πουλί το Θεό.
Όταν άνοιξε τα μάτια του ο βοσκός το παιδί του είχε ήδη φύγει μακριά. Είχε σταματήσει να αστράφτει και να βροντά, αλλά τα πρόβατα συνέχιζαν να κρύβουν το φως του ήλιου. Ήξερε ο βοσκός ότι τα πρόβατα μπορούν να φάνε μόνο με το κεφάλι σκυφτό και αυτά όχι μόνο δεν είχαν σκύψει το κεφάλι, αλλά πετούσαν ψηλά στα άφταστα σύννεφα τραγουδώντας την πείνα και την ελευθερία τους. Έπρεπε να βρεθεί κάποιος να τα κατεβάσει, αλλιώς θα πέθαιναν. Κοίταξε για λίγο τις μπότες, μετά έκλεισε τα μάτια του και άκουγε τα όμορφα λόγια των παιδιών που ζούσαν στο αυτί του, δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο, δε κοιτούσε τίποτα άλλο, σκεφτόταν όμως πολλά και δεν ήθελε…..
Το παιδί συνέχιζε να πετά με το Θεόσταλτο πουλί προς το στόμα του γιγάντιου λύκου. Η αγωνία του παιδιού μεγάλωνε όσο πλησίαζαν το λύκο. Μπορούσε κάθε στιγμή να αφήσει το πουλί και να πέσει κάτω, αλλά πίστευε ότι αυτό ήταν η σωτηρία του γιατί ένιωθε ότι του το είχε στείλει ο Θεός για να το σώσει. Και έτσι δεν έκανε καμία κίνηση για να αποφύγει τα σαγόνια του γιγάντιου λύκου, που ετοιμάζονταν να τα κατασπαράξει.
Στην καλύβα του ο βοσκός πλησίασε τις μπότες και τις πήρε στα χέρια του κρατώντας τις με εμφανή συγκίνηση. Κοίταξε μέσα τους. Στον πάτο κάθε μπότας υπήρχε ένα μεγάλο καρφί. Θυμήθηκε το πόνο που ένιωθε όταν φορούσε τις μπότες και τις πέταξε μακριά. Μετά κοίταξε τις δύο μεγάλες τρύπες στα πόδια του. <<Δε μπορώ να κάνω άλλο το βοσκό σας, δε μπορώ>> αναφώνησε και έβαλε τα κλάματα.
Οι μπότες αυτές φτιάχτηκαν πριν πολλά, πολλά χρόνια στο δάσος των νεράιδων και των ονείρων. Αυτά τα γιγάντια πρόβατα πριν πολλά, πολλά χρόνια, όπως και τώρα βρέθηκαν χωρίς βοσκό γιατί ο καιρός των γιγάντων είχε τελειώσει και οι γίγαντες έφυγαν από τη γη αφήνοντας πίσω τους μόνο τους τρομερούς τους θρύλους και τα απίστευτα κατορθώματά τους. Χωρίς βοσκό τα πρόβατα πέθαιναν ένα, ένα και αν δε βρισκόταν ο βοσκός της ιστορίας μας δε θα υπήρχαν πια. Όταν τα έβλεπε να πεθαίνουν, ο βοσκός μας λυπήθηκε πάρα πολύ και αποφάσισε να πάει στο δάσος των νεράιδων και των ονείρων για να ζητήσει από τις νεράιδες του δάσους να τον κάνουν γίγαντα για να μπορεί να τα προσέχει και να τα φροντίζει. Οι νεράιδες τότε του είπαν ότι κάτι τέτοιο απαιτεί μια θυσία από τον ίδιο. Έπρεπε όση ώρα ήταν γίγαντας να τρέχει άφθονο το αίμα του. Του χάρισαν λοιπόν ένα ζευγάρι μπότες και του είπαν ότι κάθε φορά που επιθυμούσε να γίνει γίγαντας δεν είχε παρά να φορέσει τις μπότες αυτές. Ο βοσκός στην αρχή δε κατάλαβε τα λόγια της νεράιδας και πίστεψε ότι τελικά ήταν πολύ απλό να γίνει κάποιος γίγαντας, μετά όμως, όταν ένιωσε τα καρφιά να τρυπάνε τα πόδια του κατάλαβε ότι ήταν μεγάλη ευθύνη να είσαι ο γίγαντας βοσκός αυτών των γιγάντιων προβάτων. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έκανε το βοσκό τους. Τώρα δεν είχε το κουράγιο να τις ξαναφορέσει. Δεν είχε τη δύναμη να νιώσει για ακόμα μια φορά τα καρφιά να σχίζουν τη σάρκα του. Σίγουρα κάποιος έπρεπε να κατεβάσει τα πρόβατα στο χορτάρι για να μη πεθάνουν, αλλά ποιος;
Τα σαγόνια του λύκου έκλεισαν με δύναμη και άνοιξαν μια τρομερή πληγή πίσω από τη πλάτη του παιδιού. Το παιδί πόνεσε τόσο πολύ που η κραυγή του σκορπίστηκε σε ολόκληρο τον αέρα και έκανε το σκοτεινό ήλιο να σκοτεινιάσει ακόμα περισσότερο. Ο βοσκός αναγνώρισε τη φωνή του παιδιού του και έτρεξε έξω να δει…. και το είδε στα σαγόνια του λύκου. Έκανε να τρέξει να φορέσει τις μπότες για να το σώσει, αλλά τα παιδιά στο αυτί του άρχισαν να τον καθησυχάζουν και να του λένε όμορφα λόγια που τον ηρεμούσαν. Κάθισε σε μια πέτρα έκλεισε τα μάτια και άκουγε τα παιδιά στο αυτί του. Ο λύκος δάγκωσε ακόμα μια φορά το παιδί και αυτό γέμισε με αίματα που άρχισαν να στάζουν σαν βροχή πάνω από τον πατέρα του. Ο βοσκός είδε να πέφτουν στο χέρι του κηλίδες από αίμα, σήκωσε το κεφάλι του και είδε το παιδί του να ματώνει στα σαγόνια του λύκου. Χωρίς δεύτερη σκέψη πέταξε τα παιδιά από το αυτί του και έμπηξε με δύναμη τα πόδια του στις μπότες. Τα πόδια του μάτωναν και όσο περισσότερο μάτωναν τόσο περισσότερο μεγάλωνε το σώμα του βοσκό, ώσπου έγινε ένα πελώριος γίγαντας. Έτρεξε προς το λύκο και τον σκότωσε με τη γροθιά του. Πήρε στα χέρια του το παιδί του και ακούμπησε στη παλάμη του. <<πόσο μεγάλο λάθος έκανα>> ψιθύρισε <<συγχώρεσε με>>.
Ο βοσκός και το παιδί του χωρίς τα παιδιά κάθισαν να φάνει μαζί το πρωινό τους.
– Πατέρα τι θα κάνεις με τα πρόβατα;
– Θα φορέσω τα μπότες και θα τα κατεβάσω στο χορτάρι για να φάνε.
– Μα θα ματώσουν πάλι τα πόδια σου, θα πονέσεις.
– Γι αυτό είμαι βοσκός.
Ο βοσκός συνέχισε τα τρώει το φρεσκοψημένο ψωμί του και το παιδί σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε έξω. Πέρασε λίγη ώρα και μετά ο βοσκός το άκουσε να φωνάζει << Δε χρειάζεται να ξαναπονέσεις πατέρα θα τα κατεβάσω εγώ στο χορτάρι>>. Ο πατέρας του έτρεξε να το σταματήσει, αλλά πριν προλάβει να φωνάξει τίποτα το παιδί κάρφωσε με δύναμη τα πόδια του στις δύο μπότες. Οι νεράιδες είδαν τη θυσία του παιδιού και δε το άφησαν να νιώσει πόνο, αλλά ούτε έγινε γίγαντας. Ήταν τόσο μεγάλη η θυσία του παιδιού που δε χρειάστηκε να κατέβουν τα πρόβατα γιατί ολόκληρος ο κάμπος ανυψώθηκε στον ουρανό. Ο ουρανός γέμισε με λουλούδια, κόκκινα, κίτρινα, μοβ, όλα τα χρώματα και ο ήλιος έλαμψε ξανά γεμίζοντας ζεστασιά το λιβάδι του ουρανού. Από τότε τα πρόβατα δε χρειάστηκαν άλλο βοσκό γιατί το λιβάδι των ονείρων τα ακολουθούσε παντού. Έτσι ο βοσκός και το παιδί του μπόρεσαν να ζήσουν μια ήρεμη ζωή με… πολύ μικρότερα προβατάκια.
Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Από το blog Ζήσε σε ένα παραμύθι