Ιστορικό της Αγια-Σοφιάς
27 Μαΐου 2010
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αρχικά, στην τοποθεσία αυτή, έχτισε έναν σχετικά μικρό ναό. Αργότερα αυτόν τον ναό, τον μεγάλωσε ο γιος του Κώνστας (εγκαινιάστηκε το 360 μ.Χ.). Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, ο λαό εξοργισμένος για την εξορία του Αγίου Ιεράρχου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έκαψε το ναό (404 μ.Χ.). Τον ξανάκτισε (413/415 μ.Χ.) ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’, αλλά πάλι κάηκε, αυτή την φορά από τους στασιαστές, κατά τη «Στάση του Νίκα» (532 μ.Χ.).
Μόλις αποκαταστάθηκε η τάξης, αμέσως ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) αποφάσισε να χτίσει νέο, αλλά ασύγκριτα πιο ευρύχωρο και μεγαλοπρεπέστερο ναό. Γι’ αυτό τον λόγο ανέθεσε στον μαθηματικό Ανθέμιο τον Τραλλιανό, και τον αρχιτέκτονα Ισίδωρο το Μιλίσιο, τα σχέδια του ναού αφιερωμένο στην «Του Θεού Σοφία». Ακόμα, αναγκάστηκε ν’ απαλλοτριώσει και ν’ αποζημιώσει όλα τα γύρω οικοδομήματα.
Συγκέντρωσε ότι πιο πολύτιμα και σπάνια υλικά βρήκε, απ’ όλη την -τότε γνωστή ως- οικουμένη: Πράσινα μάρμαρα από την Κάρυστο, ροδόχροα με λευκές φλέβες από τη Φρυγία, ανοιχτόμαυρα με γαλάζιες φλέβες από το Βόσπορο, κόκκινα με λευκά στίγματα από τη Θήβα της Αιγύπτου, και μάρμαρα με διάφορους άλλους χρωματισμούς από διάφορες περιοχές.
Αλλά και το διακοσμητικό υλικό ήταν πρώτης τάξης: οι πολύτιμες πέτρες, το χρυσάφι, και το ασήμι κρατούσαν την πρώτη θέση.
Κτίσιμο και περιγραφή του ναού
Οι εργασίες του ναού, ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου 532 και τελείωσαν στις 27 Δεκεμβρίου 537 (δηλαδή, 5 χρόνια, 10 μήνες και 4 ημέρες , οπότε και έγιναν τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας. Για το χτίσιμο εργάστηκαν 10.000 εργάτες και τεχνίτες, ενώ ο ίδιος ο Ιουστινιανός επέβλεπε την πορεία των εργασιών και το συνολικά κόστος για το χτίσιμο, έφτασε τα 360 εκατομμύρια χρυσές δραχμές.
«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργο επιτελέσας. Νεκίκηκά σε, Σολομών!» αναφώνησε –κατά την παράδοση– με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ο Ιουστινιανός όταν πρωτοαντίκρυσε το επιβλητικό εσωτερικό με το άπλετο φωτισμό. Από τα 100 παράθυρα και τα 1.000 καντήλια το φως ν’ αντανακλά στους 107 κίονες από λευκά και πολύχρωμα μάρμαρα με εξαιρετικά κιόκρανα και μαζί με τον πλούσιο διάκοσμο, φαντασθείτε, τι θαυμαστή! τι εκπληκτική! τι απερίγραπτη! υπερκόσμια ατμόσφαιρα παρουσίαζε! Προσθέστε τώρα και 525 κληρικούς που ορίστηκαν να υπηρετούν την «Μεγάλη Εκκλησιά» και ψάξτε να βρείτε κοσμητικά επίθετα για να περιγράψουν αυτό το «θαύμα»!!! Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν το ναό επίγειο ουρανό ή δεύτερο στερέωμα «αγγέλων την των χειρών του Θεού ποίησιν».
Ο Ιουστινιανός, για να γιορτάσει όλος ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης τα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας, διέταξε και σφάξανε χίλια βοοειδή, δέκα χιλιάδες αρνιά, εξακόσιες αίγες, χίλια χοιρίδια και είκοσι χιλιάδες όρνιθες και όλα αυτά, παρασκευάστηκαν και μοιράστηκαν στον κόσμο που πανηγύριζε.
Σχετικά με την εξυπηρέτηση των ναών αναφέρεται ότι μόνο η Αγία Σοφία, επί Ιουστινιανού, είχε χίλιους κληρικούς. Τον έβδομο αιώνα είχαν περιοριστεί σε εξακόσιους και η Νεαρά του Ηρακλείου αναφέρει:
- Πρεσβυτέρους 80
- Διακόνους 150
- Διακόνισσες 40
- Υποδιακόνους 70
- Αναγνώστες 160
- Ψάλτες 25
- Θυρωρούς 75
Μπορεί λοιπόν να σχηματίσει κανείς μια ιδέα του πλήθους που εξυπηρετούσε τις εκκλησίες, αν αναλογισθεί ότι τον ενδέκατο αιώνα μόνο στην Αντιόχεια υπήρχαν 1.200 εκκλησίες και 360 μοναστήρια. (Πάνου Ζαμβακέλλη: Εισαγωγή στη Βυζαντινή ζωγραφική).
Η Αγία Σοφία είναι ορθογώνιο οικοδόμημα 78,16 μέτρων μήκους και 71,82 πλάτους. Ο τρούλος, σε ύψος 54 μέτρων, γεννά το αίσθημα ότι αιωρείται. Στηρίζεται πάνω σε τέσσερις πεσσούς που σχηματίζουν τετράγωνο και συνδέονται μεταξύ τους με τόξα. Η διάμετρός του είναι 31 μέτρα και έχει στη βάση του 40 παράθυρα. Οι πεσσοί κρύβονται πίσω από δύο κιονοστοιχίες που χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη, με αποτέλεσμα να φαίνονται μόνο τα γιγάντια τόξα.
Ο γυναικωνίτης βρίσκετε στον δεύτερο όροφο του ναού. Ο εσωνάρθηκας με το κύριο μέρος του ναού επικοινωνεί με 9 πύλες, απ’ αυτές οι τρεις μεσαίες ονομάζονται βασιλικές, ενώ η μεσαία είναι πιο πλατειά και πιο ψηλή.
Μπροστά στον εξωνάρθηκα υπήρχε μία μεγάλη αυλή, εκεί βρισκόταν η φιάλη του εξαγνισμού μια καρκινική (= φράση που διαβάζεται και αντίστροφα) επιγραφή που έγραφε: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα.
Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας κατέρρευσε το Μάη του 558, και ξανακτίσθηκε από τον Ισίδωρο, συνώνυμο ανιψιό, του αρχιτέκτονα της. Αργότερα πάλι, το 867 συγκεκριμένα, ράγισε ο τρούλος μετά από σεισμούς, και τον επισκεύασε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’. Όμως την μεγαλύτεροι συμφορά συνολικά που βρήκε την Αγία Σοφία, ήταν το 1204 όταν οι Φράγκοι κυρίεψαν και λεηλάτησαν την Πόλη.
Σήμερα η Αγία Σοφία έχει συληθεί και ως ένα βαθμό παραμορφωθεί. Εξωτερικά έχουν προστεθεί τέσσερις μιναρέδες και εσωτερικά έχουν καλυφθεί τα μωσαϊκά με σοβά. Το 1935 μετατράπηκε σε μουσείο.
Ψηφιδωτά
Το Αμερικάνικο Βυζαντινό Ινστιτούτο το 1930 ανέλαβε την εργασία για την αποκάλυψη των ψηφιδωτών, σπουδαιότερα απ’ αυτά είναι:
α) «Ένθρονος Θεοτόκος» να κρατά αγκαλιά τον Χριστό, και οι αυτοκράτορες Ιουστινιανός και Μέγας Κωνσταντίνος αριστερά και δεξιά να της προσφέρουν ο ένας το ναό και ο άλλος την Πόλη. Είναι ψηφιδωτό του 10ου αιώνα και βρίσκετε στο τύμπανο του τόξου της Νότιας Πύλης του νάρθηκα.
β) «Ένθρονος Χριστός» να προσκυνείται από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ (886-912). Αριστερά, μέσα σε στηθάριο, βρίσκετε δεομένη η Θεοτόκος και δεξιά άγγελος Κυρίου. Βρίσκετε στο τύμπανο του τόξου της Κεντρικής Πύλης του εσωνάρθηκα. Είναι ψηφιδωτό του 10ου ή 11ου αιώνα (υποθέση του γράφοντος).
γ) «Ένθρονος Χριστός» με τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο (1042-1055) και Ζωή (1028-1055) να προσφέρουν δώρα, που προφανώς αποθανατίζει τις δωρεές του Μονομάχου, οι οποίες σύμφωνα με τον ιστορικό Σκυλίτζης, εξασφάλισαν την καθημερινή τέλεση της λειτουργίας που γινόταν μόνο Σάββατα, Κυριακές και μεγάλες εορτές, από έλλειψη προσόδων. Η εικόνα βρίσκετε στο νότιο υπερώο (γυναικωνίτη) και είναι ψηφιδωτό του 1044 (11ου αι.). Στα κεφάλια των μορφών αυτού του ψηφιδωτού (Εικ. 2), τα οποία αντικατέστησαν τα κεφάλια παλαιότερου ψηφιδωτού που παρίστανε την αυτοκράτειρα Ζωή και τον πρώτο της σύζυγο Ρωμανό Γ΄ Ανάργυρο εκατέρωθεν του Χριστού σε ανάμνηση προγενέστερης δωρεάς στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, παρατηρείτε και η ζωγραφική τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την τέχνη της περιόδου μεταξύ των ετών 1040 και 1070.
δ) «Θεοτόκος βρεφοκρατούσα» ανάμεσα στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β΄ τον Κομνηνό (1118-1143) και Ειρήνη την Ουγγαρέζα με ξανθά μαλλιά και φωτεινά μάτια (Εικ. 3) να προσφέρουν δώρα, βρίσκετε στο υπερώο (γυναικωνίτη) και είναι ψηφιδωτό περίπου του 1118 (12ου αι.).
ε) Παράσταση της «Δεήσεως» (Εικ. 4) βρίσκετε όπως και τα δύο προηγούμενα ψηφιδωτά (γ΄ και δ΄) στο υπερώο (γυναικωνίτη) και είναι ψηφιδωτό του 1261 (13ου αι.), για το οποίο μάλιστα πιστεύεται ότι ήταν αφιέρωμα στη μεγάλη εκκλησία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου μετά την ανάκτηση της Πόλης.
Μεγάλος ακόμα αριθμός ψηφιδωτών απομένει ν’ αποκαλυφθεί.
Στα σφαιρικά τρίγωνα υπήρχαν Σεραφείμ και στον τρούλο σταυρός, που περιβαλλόταν με στεφάνι.
Στη κόγχη του ιερού παράσταση με την Παναγία να κρατά τον Χριστό, και οι δύο Αρχάγγελοι κοντά της (χρονολογείται περί το 867).
Στα τύμπανα των πλαγίων τόξων υπήρχαν ολόσωμες μορφές αγίων, προφητών κ.λπ. σήμερα σώζονται του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και των Αγίων Ιγνατίων, νεοτέρου και του Θεοφόρου.
Επίλογος
Στα 1000 χρόνια -μέχρι την άλωση της Πόλης (29 Μαΐου 1453) από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή- ο ναός της Αγίας Σοφίας γνώρισε πολλές δόξες.
Εκεί γινόταν τα επινίκια μετά την θριαμβευτική επιστροφή τον αυτοκρατόρων από πολέμους, εκεί στέφθηκαν αυτοκράτορες, εκείνο το έδαφος της πάτησαν οι Πατριάρχες Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο θρυλικός Γρηγόριος Ε’ και τόσοι… τόσοι πολλοί άλλοι.
Σήμερα αν και κατέχετε η Αγια-Σοφιά από τους τούρκους, αν και ως ένα βαθμό έχει παραμορφωθεί με τους μιναρέδες κ.λπ. αφού οι τούρκοι την μετέτρεψαν σε τζαμί αρχικά και την λειτουργούν ως μουσείο σήμερα, δεν έπαψε να είναι για τους Ορθοδόξους, Έλληνες και μη, η «Μεγάλη Εκκλησιά» μας.
Οι προσκυνητές, επισκεπτόμενοι την Αγια-Σοφιά ως τουρίστες σκύβουν και φιλούν το χώμα της, που πάτησαν πλήθος Αγίων Πατέρων και Ιερέων, ευσεβέστατων αυτοκρατόρων και εκατομμυρίων λαού που λειτουργήθηκαν σ’ αυτό το κόσμημα, νιώθοντας μέσα τους την φωνή του λαϊκού θρύλου «…πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι».
Συνεχίζεται…