Προφητείες του Γέροντα Αμβρόσιου της Μονής Δαδίου (+2 Δεκεμβρίου 2006) [Μέρος 3ο]
21 Μαΐου 2010
Συνέχεια από Μέρος 2ο
12) Η αμαρτία μπαίνει από τα αισθητήρια όργανα. Πρέπει να τη σταματάμε στο μυαλό με την προσευχή και με την ευχή.
Ο φθόνος είναι το χειρότερο αμάρτημα και δεν έχουμε ελαφρυντικά. Πρέπει να φεύγει από μέσα μας.
Και οι Άγιοι αμάρτησαν, αλλά αγίασαν. Ως άνθρωποι, κι αυτοί έπεσαν σε παραπτώματα, αλλά αγίασαν. (σελ. 214)
13) (Για κάποιον που υπέφερε από κατάθλιψη) Ακόμα δεν έχει τελειοποιηθεί ως προς την πίστη του. Όταν πιστέψουμε πραγματικά, μιλάμε στον Χριστό όπως σε φίλο, όπως στον πατέρα. Και τότε Αυτός θα συνομιλήσει μαζί μας. Ο Χριστός θα μας μιλήσει σε κάθε μας ζήτημα, είτε μέσω κάποιου άλλου είτε εσωτερικά θα μιλήσει και θα τον καταλάβουμε.
Ο Θεός δεν έχει άκρες.
Ο Θεός με ένα χάδι διορθώνει τα πάντα.
Εάν σφάλλουμε, ο Άγγελος-φύλακας φεύγει, κάθεται πιο πέρα στενοχωρημένος. Αλλά μ’ ένα «συγγνώμη», παιδί μου, όταν είναι από το βάθος της ψυχής μας, επιστρέφει.
Αυτοί που φεύγουν την εβδομάδα των Παθών πάνε κατευθείαν επάνω. Είναι ευλογημένος ο άνθρωπος πού πεθαίνει Σάββατο και κηδεύεται Κυριακή. Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι ανοιχτός. (σελ. 214)
14) Οι δαίμονες κάποιες φορές του εμφανίζονταν και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ήρθε σε αντιπαράθεση μαζί τους, προκειμένου να προστατέψει κάποιον άνθρωπο, μάλιστα κάποτε τον χτυπούσαν κιόλας. Αλλά αυτό δεν το αποκάλυπτε εύκολα. Για παράδειγμα, μια φορά του εμφανίστηκε ένας γιγαντόσωμος δαίμονας πού του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο και ο Γέροντας, ο οποίος τότε ήταν όρθιος και γερός, δεν δίστασε και του την ανταπέδωσε. Τα σημάδια των χτυπημάτων επάνω του μερικές φορές ήταν ορατά, σαν τότε που τον είχαν δαγκώσει στο δεξί χέρι, ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα, και ο μακαριστός Επίσκοπος Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος, ο οποίος το είδε, γύρισε και είπε σε ένα πνευματικό παιδί του που τον συνόδευε:
– Είδες τι του έχει κάνει ο σατανάς;
Μιαν άλλη φορά, όταν πλέον ήταν κατάκοιτος και δεν μπορούσε ούτε να εξομολογεί, ο γιατρός Θ. Ντούρος γύρευε Πνευματικό και ο Γέροντας τον εξομολόγησε, όμως τη νύχτα υπέφερε από τις επιθέσεις των δαιμόνων πού τον χτυπούσαν, γιατί πήρε επάνω του τις αμαρτίες του γιατρού. Αλλά όταν κάποτε ένα πνευματικό του παιδί του ζήτησε να τον συγχωρήσει που του έφερε τόση ταλαιπωρία μετά την εξομολόγηση, εκείνος τον ανέπαυσε:
– Αυτή είναι η δουλειά μου, παιδί μου, είπε. (σελ. 89)
15) Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ’ ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν. Στο αρχονταρίκι που κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής. Την ώρα που έπιναν τον καφέ, έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
– Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε. (σελ. 107)
16) Δύο χρόνια πριν την κοίμηση του, είχε πει σε ένα πνευματικό του παιδί που εκτιμούσε πολύ, όταν εκείνος του πρότεινε να τον πάει μια σύντομη βόλτα για να ξεσκάσει, λίγο μετά την έξοδο του από το «Αττικό» νοσοκομείο:
– Εγώ, Γιώργο, από εδώ πού είμαι πηγαίνω παντού. Τα βλέπω όλα.
Τα γνωστά περιστατικά είναι αποκαλυπτικά γι’ αυτό το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός, ιδίως κατά τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του. Για παράδειγμα, κάποια φορά αποκάλυψε ότι ήταν σε μια σπηλιά και έκανε λειτουργία με τους πρωτοχριστιανούς.
Τα πνευματικά του ταξίδια όμως, δεν αφορούσαν μόνο το παρελθόν. Μπορούσε να μεταφέρεται πνευματικά και να πληροφορείται για διάφορα πού συνέβαιναν και στο παρόν ή στο μέλλον. Μια φορά, για παράδειγμα, είχε εκμυστηρευτεί ότι ήταν στην Κρήτη και συλλειτουργούσε με έναν Ιερέα, αγαπημένο πνευματικό του παιδί, ήταν δε πολύ ευχαριστημένος από αυτό πού είχε ζήσει. (σελ. 124)
17) Όπως θα θυμούνται όλοι, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2004 κατέπεσε στη θαλάσσια περιοχή του Σιγγιτικού κόλπου, οκτώ ναυτικά μίλια από το Άγιον Όρος, το ελικόπτερο Σινούκ, το οποίο μετέφερε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο και τους 16 ανθρώπους που ήταν μαζί του, κληρικούς και λαϊκούς. Το ίδιο βράδυ ο Γέροντας ήταν σε μεγάλη προσευχή. Έβλεπε που είναι και πονούσε γι’ αυτό πού έβλεπε, γιατί το πρόσωπο του μαζευόταν και έκανε γκριμάτσες. Αποκάλυψε μόνο ότι οι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά, γιατί κατάλαβαν ότι πεθαίνουν και πολύ ταλαιπωρήθηκαν.
Κάποιος τον ρώτησε:
– Γέροντα, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο, σ’ αυτό το μέρος, και τόσο πολλοί;
– Τους μάζεψε όλους ο Θεός, παιδί μου, γιατί έτσι ήταν το θέλημα Του, απάντησε.
Αλλά έπειτα από κάποιες μέρες, όταν είχαν πάλι το θέμα αυτό στη συζήτηση, πρόσθεσε και τα εξής:
– Ο τρόπος που πεθάνανε τους πάει στον Παράδεισο όλους. (σελ. 124)