Η Λεμονιά, η μητρυιά του Παρασκευά του Αναγνώστη
14 Μαΐου 2010
Μάτωνε η καρδιά του καθώς ξεφύλλιζε το τεφτέρι των αναμνήσεων. Η Αλήθεια, πόσες φορές η σκληρή μοίρα ορθώθηκε αδυσώπητη στο δρόμο της ζωής του και τον ανάγκασε να ξεστρατήσει απ΄ αυτόν! Θυμόταν, θυμόταν κι αναστέναζε βαθειά ο Παρασκευάς. Γενέτειρα του ήταν ο Μανταμάδος. Από μικρός στερήθηκε το χάδι της μητέρας του Ελένης, πού έφυγε για την άλλη ζωή όταν αυτός ήταν ακόμη βρέφος. Ο πατέρας του, ο Ηλίας, ξαναπαντρεύτηκε με μια ευγενική ψυχή, τη Λεμονιά, πού αγκάλιασε σαν δικό της παιδί τον Παρασκευά και τον μεγάλωνε με στοργή και αγάπη περισσή. Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν ο πατέρας του έφυγε κι αυτός στον ουρανό για ν’ ανταμώσει την πρώ¬τη του γυναίκα, την Ελένη. “Εμεινε μόνος ο Παρασκευάς με την μητρυιά του στο φτωχικό σπιτάκι, πού τους άφησε ο πατέρας. Κι ήταν παιδί ακόμα, στης άνοιξης τα χρόνια, όταν η μητρυιά του αναγκάστηκε να τον ξενητέψει.
Από την παιδική του ηλικία είχε διαμορφώσει ένα εξαίρετο χαρακτήρα, γεμάτο ανθρωπιά και θερμή πίστη προς τον Θεόν. Προστάτη του άγιο ένιωθε τον Αρχάγγελο Μι¬χαήλ. Γι΄ αυτό η χαρά του ήταν να πηγαίνει καθημερινά στην εκκλησία του και πολλές φορές να βοηθάει τον Ιερο¬ψάλτη -όπως μπορούσε- με τη γλυκεία του φωνή. Ο ιερέ¬ας κι οι προύχοντες του χωριού συνέχαιραν τη Λεμονιά για το ήθος και την ευλάβεια του μικρού Παρασκευά.
Δυστυχώς αυτοί οι έπαινοι έκαναν τους συνομηλίκους του να ζηλέψουνε. Κι ένας απ΄ αυτούς δεν δίστασε να τον συκοφαντήσει στην τουρκική αστυνομία ότι το πάθος του για το χριστιανισμό τον έκανε να βλασφημά το Μωάμεθ. Δεν υπήρχε χειρότερη συκοφαντία για να τον συλλάβουν οι Τούρκοι και να τον υποβάλουν σε μαρτύρια.
Μόλις πληροφορήθηκε η Λεμονιά τον κίνδυνο πού διέ¬τρεχε το ορφανό -πού ο Θεός της εμπιστεύθηκε- χωρίς χρο¬οτριβή έσπευσε να το φυγαδεύσει με μια ψαρόβαρκα στα αντικρινά νησιά, τα Μοσχονήσια. Κι έμεινε μόνη κι έρη¬μη, αφού είχε την ατυχία να χάσει πρόωρα και το σύντροφο της ζωής της. Ζούσε πλέον με την ελπίδα του γυρισμού του Παρασκευά… Δυστυχώς όμως! Εκείνη η πονεμένη γυ-ναίκα εγκατέλειψε το μάταιο κόσμο λίγο μετά τον πρώτο ‘ διωγμό των Μοσχονησιωτών. Τότε κάποιοι πρόσφυγες πού ίήρθαν στη Λέσβο, την πληροφόρησαν ψευδώς ότι τον Παρασκευά τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον σκότωσαν. Αυτή από τον καημό της έπεσε στο κρεβάτι και μέσα σ΄ ένα μήνα πέθανε. Προηγουμένως όμως κάποιος συγχωριανός της, τήν έπεισε να του γράψει την περιουσία της. Της υποσχέθηκε ότι θα την γηροκομούσε, αφού ο γιός της είχε πιά σκοτωθεί και άλλον συγγενή δεν είχε. Το πίστεψε η καλόκαρδη Λεμονιά και την ίδια βραδιά έκανε τη διαθήκη επάνω του, αφήνοντας απ΄ έξω το μισοχαλασμένο σπιτάκι της, το οποίο με το χρόνο ερειπώθηκε και έγινε ακατοίκητο… Τα θυμόταν όλα αυτά ο Παρασκευάς και έσφιγγε την καρδιά του. Τα χείλη του μόνο δοξολογία στον Θεό είχαν μάθει να προφέρουν όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Θυμό¬ταν επίσης την πρώτη φορά πού πέρασε στη Μικρασία. Ήταν μια κατασκότεινη νύχτα όταν ξεμπαρκάρησε στο Μοσχονήσι. Κι ήταν σαστισμένος, σαν το ανήμπορο χελιδονάκι στ΄ απρόσμενό του πέταγμα, σαν το σπουργίτι μέ¬σα στη μπόρα χωρίς φωλιά. Κούρνιασε σε μια γωνιά της παραλίας για να περάσει τη νύχτα.
Το πρωΐ μερικοί σπλαχνικοί Μοσχονησιώτες τον περιμάζε¬ψαν. Τον φιλοξένησαν μερικές μέρες στα σπίτια τους. Μα σαν έμαθαν την αιτία για την οποία έφυγε από τη Λέσβο, τον οδήγησαν αμέσως στο μοναστήρι των Ταξιαρχών για περισσότερη σιγουριά. Ο πατήρ Μιχαήλ Προβέτζας τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά σαν στοργικός πατέρας.
Και βρήκε εκεί το ορφανεμένο παιδί το απάνεμο λιμά¬νι για να γαληνέψει η τρικυμισμένη του ψυχή. Εργατικός και φιλότιμος καθώς ήταν, εργαζόταν ακούραστος σε οποι¬αδήποτε εργασία του ανέθετε ο Γέροντας. Κι όταν μεγάλωσε έγινε ο επιστάτης του μοναστηριού, ο φροντιστής και ιεροψάλτης. Τον καμάρωνε ο Γέροντας και τον προόριζε για ιερέα. Γι΄ αυτό και φρόντισε προηγουμένως να τον παντρέψει με μια μικροανεψιά του, ευσεβέστατη κοπέλα, την Ειρήνη. Μα η σκληρή μοίρα δεν άφησε να εκπληρωθεί αυτή η διάπυρη λαχτάρα όλων τους. Η θύελλα του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου τους γκρέμισε όλα τα όνειρα. Και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος τους τάκανε συντρίμμια!
Πάντα είχε την επιθυμία ο Παρασκευάς να επισκεφθεί τη γενέτειρά του, το Μανταμάδο. Και να τώρα πού ξανάρθε κοντά της σαν το διωγμένο πουλί με σπασμένες τις φτε¬ρούγες και την καρδιά πληγωμένη.
Το πρόβλημα της επιβίωσης ορθώνεται απειλητικά μπρο¬στά του. Και τώρα πιά δεν είναι μόνος. Έχει ολόκληρη οικογένεια για να συντηρήσει. Αναστενάζει βαθειά. Κι ενώ το στεναγμό της καρδιάς του συντονίζει το κύμα πού ξεψυχάει βογγώντας στην ακρογιαλιά, στυλώνει το βλέμ¬μα του στον ουρανό και μια θερμή ικεσία στέλνει σ΄ Εκείνον, πού είναι ο προστάτης των φτωχών και των κατατρεγμένων. Και βρίσκει την απανεμιά η τρικυμισμένη του ψυχή. Η εμπιστοσύνη του στη Θεία Πρόνοια του αναπτερώνει τις ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Έτσι, με την καρδιά ανά¬λαφρη παίρνει το δρόμο του γυρισμού για το φτωχικό τους.
Πηγή: Βασιλική Ράλλη, Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού τρης Ανατολής Αληθινές ιστορίες από την καταστροφή, § Παρασκευάς Αναγνώστης ο άνθρωπος του Θεού, §§ Μνήμες ζωής, Εκδόσεις Άγιος Αρσένιος, Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» Βατοπαίδι Χαλκιδικής, Α΄έκδοσις, Μάϊος 2007