Συνέντευξη με τον Μητροπολίτη Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς για τον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο
8 Μαΐου 2010
Κ.Ι.: «Τά άνω φρονείτε, μή τά επί της γης», μας παροτρύνει ο απόστολος των εθνών Παύλος στην προς Κολασσαείς επιστολή του. Και μας εξηγεί: «Άπεθάνετε γάρ, καί ή ζωή υμών κέκρυπται σύν τω Χριστώ εν τω Θεώ” όταν ό Χριστός φανερωθή, ή ζωή υμών, τότε καί ύμεϊς σύν αύτω φανερωθήσεσθε έν δόξη».
Αυτά μου έρχονται στο νου, μιμνησκόμενος των αγίων Γερόντων, για τους οποίους ο Θεός αξίωσε εμάς τους ελαχίστους να ομιλούμε και να γράφουμε, προς δόξαν Κυρίου.
Μια άλλη μεγάλη Γεροντική μορφή του αιώνα μας υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος, Καθηγούμενος της ιεράς κοινοβιακής Μονής της Ζωοδόχου Πηγής στη Λογγοβάρδα της νήσου Πάρου.
Για τον πατέρα Ζερβάκο έχουμε μια σύντομη, αλλά σημαντική μαρτυρία από το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραθαλάσσιας κ. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς.
Α.Ρ.: Υπήρξε μεγάλη μορφή, θαυμάσιος άνθρωπος.
Πήγα και τον επισκέφθηκα στο μοναστήρι, που έκτισε στη Λογγοβάρδα της Πάρου. Μέσα στο δωμάτιο του είχε ετοιμάσει και τον τάφο του’ στη μια μεριά του δωματίου του ήταν το κρεβάτι του και στην άλλη μεριά ήταν ο τάφος του.
Τον ρώτησα γιατί είχε φτιάξει τον τάφο του και μου απάντησε:
-Σ’ όλη μου την ζωή, προσπάθησα να μην επιβαρύνω κανένα. Τώρα, που γέρασα, δεν ξέρω πότε θα με πάρει ο Θεός. Γι’ αυτό έφτιαξα μόνος μου τον τάφο μου κι ελπίζω ότι τόσο τουλάχιστον κέρδισα στη ζωή, ώστε να με μεταφέρει κάποιος από το κρεβάτι μου στον τάφο μου. Αν θα γνώριζα την ώρα που θα πέθαινα, αντί να πέσω στο κρεβάτι, θα έπεφτα στον τάφο, για να μην επιβαρύνω ούτε και σ’ αυτό τους πλησίον μου.
Κ.Ι.: Είναι πολύ σπουδαία πράγματα αυτά, που ακούμε.
Α.Ρ.: Είναι πράγματι πολύ σημαντικό αυτό. Ο άγιος ζητά από τον εαυτό του πολλά, αλλά δεν ζητά τίποτε από τους άλλους.
Κ.Ι.: Οι άγιοι ζητούν μόνο από το Θεό το έλεος του, ενώ όλοι εμείς οι άλλοι συνεχώς ζητούμε ο ένας από τον άλλο, αντί να δίνουμε.
Α.Ρ.: Ακριβώς, αυτοί οι άγιοι άνθρωποι δεν ζητούν, παρά μόνο δίνουν.
Κ.Ι.: Γι’ αυτό κι εμείς θα πρέπει, σ’ όλη τη διάρκεια του βίου μας, ν’ αγωνιζόμαστε, ο καθένας στο μέτρο των δυνάμεων του και, φυσικά, με τη χάρη του Θεού, να γίνουμε, όπως μας παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του, «συμπολΐται των αγίων καί οικείοι τοΰ Θεοΰ, έποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων καί προφητών, δντος ακρογωνιαίου αύτοϋ Ίησοΰ Χριστού».
Α.Ρ.: Μια φορά, που εξομολογήθηκα στον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο και του είπα ένα λογισμό μου, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση πώς αντιμετώπισε το θέμα ως πνευματικός. Μου είπε:
-Αδελφέ πάτερ Αμφιλόχιε, ο άλλος είναι η εικόνα του Θεού. Επιτρέπεται ν’ αμαρτήσουμε εναντίον της εικόνας του Θεού, έστω και με λογισμό;
Κ.Ι.: Συγκλονιστικό αυτό.
Α.Ρ.: Ναι. Ποτέ δεν θα είχα σκεφτεί ν’ αντιμετωπίσω μ’ αυτό τον τρόπο τον αμαρτωλό λογισμό εναντίον κάποιου. Και θυμάμαι αυτό, που έλεγε ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς: «Στον άλλο να πηγαίνεις με τα πόδια της περιστεράς». Να τον πλησιάζεις, δηλαδή, όπως το περιστέρι, απαλά, μαλακά, διότι ο πλησίον σου έχει τους φόβους του, έχει τις θλίψεις του. Έχει ήδη έτσι αρκετό βάρος’ να μην παίρνει κι άλλο βάρος από σένα».
Κ.Ι.: Όπως το Αγιο Πνεύμα, που ήρθε υπό μορφή περιστεράς.
Α.Ρ.: Ναι, ακριβώς αυτό.
Κ.Ι.: Ο Κύριος μας είπε να είμαστε «ακέραιοι ώς αί περιστεραί». Διαβάζουμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος είπε στους μαθητές του: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ώς πρόβατα εν μέσω λύκων’ γίνεσθε ουν φρόνιμοι ώς οί όφεις καί ακέραιοι ώς αί περιστεραί».
Α.Ρ.: Στην Αθήνα όταν βρισκόμουν, φίλος μου και πνευματικό μου στήριγμα ήταν ο μακαριστός πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στον οποίο και εξομολογούμην. Πήγαινε εκεί και ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος, υπέργηρος και μιλούσε στο εκκλησίασμα μετά τη Θεία Λειτουργία. Ο λόγος του κυλούσε όπως το ήρεμο ποτάμι. Κι ένιωθες ότι ο λόγος του δεν έβγαινε από το νου του, αλλά από την ψυχή του’ ήταν το απόσταγμα της ζωής του.
Όταν τον είδα στη Λογγοβάρδα της Πάρου, στους Αγίους Πάντες, όπου ασκήτευε, καθώς μας μιλούσε, τον αισθάνθηκα ως τον πατριάρχη της νήσου. Κι από τότε μέχρι σήμερα, κάθε φορά που τον σκέφτομαι, έτσι τον σκέφτομαι1 ως πατριάρχη της Πάρου.
Κ.Ι.: Πολύ ωραία εικόνα αυτή. Κι ήταν πράγματι πατριάρχης της Πάρου, αφού έσωσε τόσους ανθρώπους εκεί από το θάνατο. Στην Πάρο μέχρι σήμερα θυμούνται πολύ έντονα το γεγονός αυτό, το οποίο υπήρξε ένας ακόμη λόγος για να θεωρούν το Γέροντα Φιλόθεο ως ιερό πρόσωπο. Θ’ αφηγηθώ αυτό το ιστορικό γεγονός, όπως το αφηγήθηκαν και σ’ εμένα άλλοι.
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, οι αγωνιστές της Αντίστασης έκαναν μια δολιοφθορά στην Πάρο. Ο Γερμανός διοικητής των Κυκλάδων, που πήγε στην Πάρο για να κάνει τις ανακρίσεις, διέταξε να του πάρουν εκατόν πενήντα νέους, κυρίως, ανθρώπους, τους οποίους θα εκτελούσε.
Πραγματικά συγκεντρώθηκαν αυτοί οι εκατόν πενήντα άνθρωποι. Και το γεγονός έγινε ακόμη πιο τραγικό, διότι είπαν στους προέδρους των κοινοτήτων να διαλέξουν εκείνοι αυτούς τους ανθρώπους. Να σκεφτούμε τη θέση ενός κοινοτάρχη μέσα σ’ ένα χωριό, να πρέπει να διαλέξει αυτούς, που θα εκτελούσαν οι Γερμανοί. Αναγκάστηκαν τότε οι κοινότητες να βάλουν κλήρο για το ποιος θα πήγαινε.
Μαζεύτηκαν, λοιπόν, αυτοί οι εκατόν πενήντα άνθρωποι, οι οποίοι συνελήφθησαν από τους Γερμανούς, κλείστηκαν στις φυλακές και περίμεναν σε λίγες μέρες την εκτέλεση τους. Και, βέβαια, ξεσηκώθηκαν οι αρχές, ο δήμαρχος, η Εκκλησία, οι πάντες, να παρακαλούν το Γερμανό διοικητή. Ανένδοτος αυτός. Πήγαν τότε στον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, ο οποίος είχε πολλά πνευματικά τέκνα του ανάμεσα στους επιλεγέντες για εκτέλεση.
Κάλεσε, λοιπόν, ο πατήρ Φιλόθεος το Γερμανό διοικητή στο μοναστήρι του, για να τον φιλοξενήσει. Πήγε ο διοικητής με τη συνοδεία του. Έφαγαν όλοι μαζί, μίλησαν για το μοναχισμό και για πολλά άλλα θέματα. Κι όταν άρχισε να μαλακώνει κάπως ο Γερμανός, του είπε ο πατήρ Ζερβάκος: «Ξέρετε, εμείς οι Ορθόδοξοι στα μοναστήρια συνηθίζουμε, όταν έχουμε κάποιο φιλοξενούμενο, να πηγαίνουμε μέσα στην εκκλησία και να κάνουμε μια παράκληση για την υγεία τη δική του και της οικογένειας του. Αν θέλετε, δώστε μου τα ονόματα της οικογένειας σας, που είναι στη Γερμανία, να κάνουμε μια παράκληση εδώ». Έδωσε ο Γερμανός τα ονόματα, πήγαν στην εκκλησία και, πραγματικά, έκαναν την παράκληση.
Ο Γερμανός βγήκε πολύ σκεπτικός από την εκκλησία και, όταν ήταν έτοιμος να φύγει, γύρισε και είπε: «Θέλω να ξεπληρώσω αυτές τις περιποιήσεις, που μου κάνατε. Μπορείτε, λοιπόν, να μου ζητήσετε μια χάρη, την οποία θα σας κάνω. Αλλά η χάρη αυτή να μην είναι η αίτηση για την απελευθέρωση των κρατουμένων. Αυτοί θα εκτελεστούν. Ο,τιδήποτε άλλο μου ζητήσετε, θα το κάνω». «Πριν σας ζητήσω ο,τιδήποτε», είπε ο πατήρ Ζερβάκος, «θέλω να μου δώσετε το λόγο της στρατιωτικής σας τιμής ότι θα κάνετε αυτό, που θα σας πω». «Έ-
χετε το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής», απάντησε ο Γερμανός. Του είπε τότε ο πατήρ Φιλόθεος: «Θέλω να βάλετε κι εμένα ανάμεσα στους εκατόν πενήντα και να εκτελέσετε εμένα πρώτο».
Ο Γερμανός βρέθηκε στο δίλημμα ή να σκοτώσει το Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο ή ν’ αφήσει και τους άλλους, γιατί, χωρίς να του το ζητήσει άμεσα ο πατήρ Φιλόθεος, έμμεσα αυτό ζήτησε. Κι είχε δεσμευτεί με το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ο Γερμανός. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να υπογράψει την απόλυση και των εκατόν πενήντα Παριανών.
Πραγματικά κάθε φορά, που θυμούμαι αυτό το γεγονός, συγκλονίζομαι, διότι είναι όντως αυτό, που λέγει το Ευαγγέλιο, ότι ο καλός ποιμήν θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων.
Αυτή την ημέρα τη γιορτάζουν ακόμη στην Πάρο, ως την επέτειο της σωτηρίας των εκατόν πενήντα εκείνων ανθρώπων, οι οποίοι μεγάλωσαν, έκαναν οικογένειες, έχουν εγγόνια και δισέγγονα, χωρίς ποτέ να ξεχνούν ότι οφείλουν τη ζωή τους και την ευτυχία τους, τις ανθρώπινες χαρές, στο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, ο οποίος πραγματικά έθεσε τον εαυτό του υπέρ του ποιμνίου του.
Ως κατακλείδα θα θέλαμε ν’ αναφέρουμε, για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν, ότι ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος υπήρξε και ένας από τους σημαντικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς του αιώνα μας. Έγραψε πολύ ωραία βιβλία, τα οποία αξίζει να διαβάσουμε, γιατί πάρα πολύ έχουμε να ωφεληθούμε από τη μελέτη τους <1>.
Σημείωση:
1. Δίνουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το εξαίρετο βιβλίο του Γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου Ο Οδοιπόρος -Μια ευσεβής οδοιπορία από της επιγείου πατρίδος έως της ουρανίου Ιερουσαλήμ:
«Ωσαύτως είς τους πειρασμούς, τας θλίψεις, τους κινδύνους, τας στενοχώριας, να καταφεύγης διά της προσευχής προς τον Θεόν ζητών βοήθειαν’ δύνασαι όμως να βάζης και μεσίτας προς τον Θεόν διά τα αιτήματα σου την Κυρίαν Θεοτόκον και πάντας τους αγίους, οίτινες, επειδή έχουν χάριν και παρρησίαν προς τον Θεόν, δύνανται να σε βοηθήσωσιν’ αλλά και οι πνευματικοί αδελφοί και φίλοι είς τας θλίψεις και πειρασμούς δύνανται να μας βοηθήσωσι, παρηγορήσωσι και ανακουφίσωσι’ διά τούτο ο ανωτέρω σοφός Σειράχ λέγει είς την σοφίαν του’ ‘ει κτάσαι φίλον, εν πειρασμώ κτήσαι αυτόν… φίλος πιστός φάρμακον ζωής’, είς δε το έργον της αγάπης και της φιλαδελφείας μιμήθητι τους αγίους, αυτόν τον ίδιον Χριστόν, όστις ήλθεν εις τον κόσμον ουχί διά να διακονηθή, αλλά να διακονήση και κατεδέχθη να πλύνη τους πόδας των μαθητών του, του πλάσματος του, ο διδάσκαλος, ο ποιητής και πλάστης των απάντων!! Μιμήθητι τον ανωτέρω Οδοιπόρον και καθώς εκείνος ηγάπα να επισκέπτεται και να περιποιήται τους ασθενείς, ούτω και συ αγάπα πάντα άνθρωπον και ιδίως τους πτωχούς και δυστυχείς, οι οποίοι δεν έχουν τα μέσα ούτε είς ιατρούς να υπάγωσιν, ούτε φάρμακα να αγοράσωσιν ούτε τρόφιμα έχουσι’ τούτους εξαιρετώτερα των άλλων να επισκέπτησαι, να τους παρήγορης και εάν είσαι είς θέσιν να τους βοηθής υλικώς’ εάν δεν είσαι, τότε να τους βοηθής πνευματικός με λόγους ωφελίμους’ να έχουν δηλ. θάρρος, πίστιν, ελπίδα, μεγαλοψυχίαν, υπομονήν, και καρτερίαν είς τας θλίψεις των και ασθενείας διό να έχωσι μεγάλον μισθόν είς τους ουρανούς διά την υπομονήν των. Να τους προτρέπης να εξομολογηθώσι, να μεταλάβωσι των αχράντων μυστηρίων, να ενθυμώνται τον θάνατον και την κόλασιν. Επειδή ο άνθρωπος συνίσταται εκ δύο ουσιών, από σώμα υλικόν και φθαρτόν και από ψυχήν άυλον και αθάνατον, το μεν σώμα έχει ανάγκην βοηθείας υλικής, η δε ψυχή βοηθείας πνευματικής. Όσην λοιπόν διαφοράν έχει η ψυχή από το σώμα, τόσην διαφοράν έχει και η πνευματική βοήθεια και ελεημοσύνη από την σωματικήν. Στοχάσου λοιπόν, αγαπητέ μοι, πόσον μέγα καλόν εστίν η ελεημοσύνη, την οποία εμακάρισεν ο Κύριος ειπών’ ‘Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται’. Κατά δε την δευτέραν αυτού παρουσίαν θα είπη είς τους δικαίους και εξαιρετικώς είς τους ελεήμονας’ την ελεημοσυνην την οποίαν εκάματε είς τους πτωχούς αδελφούς μου, είς εμέ την εκάμετε. Έφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε’.
Εάν θέλης, αγαπητέ μου συνοδοιπόρε, να καθαρίσης τον εαυτόν σου από τας αμαρτίας, να όδευσης ευκόλως την στενήν και τεθλιμμένην οδόν και φθάσης είς την Βασιλείαν των ουρανών, εάν θέλης να πλησίασης είς τον Θεόν και ομοιωθής με αυτόν, μη παύσης την ελεημοσυνην την υλικήν, εάν είσαι εύπορος και την πνευματικήν, εάν δεν είσαι εύπορος από υλικά αγαθά. Το τάλαντον, όπερ έλαβες από τον πλουσιόδωρον Θεόν, φρόντισε να το αύξησης διά της αγάπης, της φιλαδελφείας, της ελεημοσύνης, της μεταδόσεως. Άρεσάτω σου η βουλή μου, ω βασιλεύ’, είπεν ο Δανιήλ προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ‘και τας αμαρτίας σου εν ελεημοσύναις λύτρωσαι, και τας αδικίας σου εν οικτιρμοίς πενήτων’. Ο δίκαιος σοφός παροιμιαστής λέγει’ ‘ελεημοσύναις και πΐστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτίαι’. Ο δίκαιος Τωβίτ’ “ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος”. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέγει’ ‘εν ουδενί άλλω άνθρωπος Θεώ ομοιούται, ως το ευ ποιείν… ευεργετών νόμιζε μιμείσθαι Θεόν’. Και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν ευαγγελίοις έφη. Αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπιζοντες και έσται ο μισθός υμών πολύς και έσεσθε υιοί του Υψίστου’ ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχάριστους και πονηρούς’ γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ υμών οικτίρμων εστί’. Διά της φιλοξενίας και της ελεημοσύνης ηξιώθη ο Αβραάμ να φιλοξενήση είς μορφήν τριών Αγγέλων την αγ. Τριάδα. Δι’ ο και ο θεοκήρυξ Απόστολος Παύλος παροτρύνει ημάς λέγων: ‘Της φιλοξενίας μη επιλανθάνεσθε, διά ταύτης γαρ έλαθόν τίνες ξενίσαντες αγγέλους’.
Περί της ελεημοσύνης λέγει και ο θείος Χρυσόστομος τα ακόλουθα. Αυτή μείζων η χάρις, ή νεκρούς ανιστά’ του γάρ εν τω ονόματι του Ιησού τους αποθανόντος εγείρειν, πολλώ μείζον τω πεινώντι τρέφειν τον Χριστόν. Ενταύθα μεν γαρ ου τον Χριστόν ευεργετείς’ εκεί δε αυτός σε και ο μισθός εν τω ποιείν ευ, ουκ εν τω πάσχειν ευ, ενταύθα μεν γαρ (επί των σημείων λέγω) αυτός οφείλεις τω Θεώ επί δε της ελεημοσύνης τον Θεόν οφειλέτην έχεις’. Βλέπεις, αγαπητέ μοι, πώς ο φιλάνθρωπος και πολεύσπλαγχνος Θεός και Πατήρ ημών ο ουράνιος διά να μας διευκολύνη και ομαλύνη την στενήν και τεθλιμμένην οδόν πόσους τρόπους και μέσα εφεύρε διά των οποίων ευκόλως και ακινδύνως δυνάμεθα να διαπλεύσωμεν το πολυκύμαντον πέλαγος της παρούσης ζωής, να βαδίσωμεν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν και να φθάσωμεν είς τους γαληνούς λιμένας της αιωνίου και ατελεύτητου ζωής και βασιλείας. Βάδιζε λοιπόν μετά προθυμίας μεγίστης την προς την άνω Ιερουσαλήμ άγουσαν οδόν, ευχαριστεί και δοξολογεί εκ καρδίας τον Κύριον και μη παύσης πάσας τας ημέρας της ζωής σου, άχρι τελευταίας αναπνοής σου, να τον υμνής, δοξάζης, ευχάριστης και να τον παρακαλής να σε φωτίζη και οδηγή είς το να ποιής το θέλημα του το άγιον και ούτω αξιωθής της αιωνίου και ατελεύτητου ζωής και βασιλείας’ ης γένοιτο πάντας επιτυχείν».
Πηγή: http://www.acapus.com/article.php?lang=1&cat1ids=153&cat2ids=6&cat3ids=216