Μοναχού Αρσένιου Βατοπαιδινού: Εις τον Βίον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (Μέρος 8ο)
3 Μαΐου 2010
VatopaidiFriend: Με αφορμή την εορτή του αγίου Γεωργίου, σας παρουσιάζουμε από το αρχείο μας ένα υπέροχο δείγμα της άγνωστης (στον πολύ κόσμο) πνευματικότητας του π. Αρσένιου Βατοπαιδινού. Πρόκειται για μια θαυμάσια εξιστόρηση του βίου του αη-Γιώργη με πολλές βαθιές πνευματικές σκέψεις και διδαχές.
Συνέχεια από Μέρος 7ο
Μόνος έμεινε και πάλι ελεύθερος γυρνώντας στους δρόμους και στις πλατείες της πόλεως. Περισσότερο με την παρουσία του και λιγότερο με τα λόγια του, έπειθε τους πάντες –παρόλους τους διωγμούς– να γίνονται Χριστιανοί. Τα θαύματα που γίνονταν ανάμεσα στο πλήθος που τον προσήγγιζε ήσαν πολλά και εκπληρωνόταν σ’ αυτόν το ρητό της Σοφίας: «Η Σοφία στις διεξόδους των δρόμων υμνείται και στις πλατείες ο σοφός με παρρησία συμπεριφέρεται».
Έτσι, το μαρτύριο του Διοκλητιανού συνεχιζόταν και διέταξε και πάλι να τον συλλάβουν. Αυτός ο «αθάνατος» και «αήττητος», όπως του άρεσε να τον αποκαλούν, πολεμούσε να θανατώσει κάποιον που πέρασε τόσες πολλές φορές μέσα από τον θάνατο, χωρίς να πάθει τίποτε και ταυτόχρονα το ότι πολεμάει με κάποια ξένη υπερφυσική δύναμη που συμμαχούσε με τον Γεώργιο, τον είχε καταβάλει τελείως. Οι καθημερινές υποθέσεις της δημόσιας διοίκησης ήταν πολλές και η θλίψη ότι νικιέται συνεχώς από ένα νεαρό τελείως άοπλο, αυτός ο «αήττητος», σούβλιζαν εσωτερικά την ύπαρξή του.
Όταν ο Γεώργιος βρέθηκε και πάλι δεμένος μπροστά του, το βλέμμα του Διοκλητιανού ήταν τελείως ανήσυχο, ταραγμένο και σκοτεινό, αβυσσαλέο από οργή, που δεν μπορούσε να κορέσει το μίσος που κατοικούσε στην ψυχή του. «Όπως φαίνεται –τού είπε– επειδή ασχολούμαι πολύ με τις δημόσιες υποθέσεις, εσύ νόμισες, ότι επιμελούμενος άλλα πράγματα, δεν έχω την δυνατότητα να σε εξαφανίσω από την γή. Περιέρχεσαι λοιπόν και μας διασύρεις και πείθεις τους αφελείς να αφήσουν την πίστη των αθανάτων θεών και να πιστέψουν σ’ έναν Σταυρωμένο· εγώ όμως θα περιποιηθώ αμέσως την αυθάδειά σου». Διέταξε να τον ρίξουν κάτω, να τοποθετήσουν κάρβουνα στο κεφάλι του, μετά να τον κρεμάσουν σε ξύλο και να ξένουν με σιδερένια νύχια το σώμα του. Και ενώ ήδη φαίνονταν τα σπλάγχνα και τα κόκκαλα του σώματός του, διέταξε με δαδιά αναμμένα να κάψουν το σώμα του. Κι ενώ τα βασανιστήρια κρατούσαν για πολλή ώρα, ο νους του Μάρτυρα βρισκόταν με προσευχή μέσα στην καρδιά του και το Πνεύμα το Άγιο τον ανακούφιζε, ώστε ούτε αναστεναγμός δεν ακουγόταν. Σε κάποια στιγμή θεωρήθηκε και πάλι από όλους νεκρός. Δόθηκε διαταγή να βάλουν ότι απέμεινε σε ένα κοφίνι και να τον πετάξουν στο βουνό που λεγόταν «Ήλικας», ώστε να μή βρούν τίποτε από το λείψανό του οι Χριστιανοί.
Αυτό έγινε· και καθώς οι στρατιώτες γυρνούσαν από το όρος, έγινε σεισμός και βροχή. Πλύθηκαν και θεραπεύθηκαν οι πληγές του Μάρτυρα κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Να είσαι ανδρείος Γεώργιε, Εγώ είμαι μαζί σου». Σαν από ύπνο ξύπνησε υγιέστατος και με όλα τα μέλη του σώματός του άρτια· ευχαρίστησε θερμά τον Χριστό και με θάρρος και σπουδή κατέβηκε στην πόλη κι έφθασε στα ανάκτορα. Οι στρατιώτες που τον είχαν μεταφέρει, τον γνώρισαν. Έκθαμβοι διηγούνταν ο ένας στον άλλο τα γεγονότα και πίστευαν όλο και περισσότεροι. Ο Διοκλητιανός, για να σταματήσει τα γεγονότα, διέταξε αμέσως να θανατωθούν έξω στο βουνό, όσοι κατ’ εκείνη την ώρα πίστεψαν, πράγμα που έγινε και αναδείχθηκαν μάρτυρες.
Ο Γεώργιος και πάλι συλλαμβάνεται. Ο Μαγνέντιος είπε στον βασιλιά: «Είναι πολύ πείσμονες οι Χριστιανοί. Προσπάθησε καλύτερα, με ηπιότητα, κολακείες και δώρα να τον πάρεις με το μέρος σου». Ο Γεώργιος μυστικά προσευχόταν. Ο βασιλιάς άλλαξε τακτική: «Μα τον βασιλιά ήλιο του είπε και όλους τους θεούς, εάν πεισθείς σε μένα και θυσιάσεις στους θεούς, θα σε δοξάσω υπέρμετρα σ’ όλη την γή, θα σε κάνω συμβασιλέα, γιατί σ’ έχω εκτιμήσει βαθύτατα και δεν θέλω να χαθείς».
«Εάν είχα σκοπό να υποχωρήσω σ’ αυτές τις μάταιες υποσχέσεις σου, δεν θα έδινα τον εαυτό μου σε μύριους θανάτους. Τώρα μετά από τόσα βάσανα και τιμωρίες που έπαθα μπροστά σ’ όλη την Σύγκλητο, νομίζεις ανόητα ότι θ’ αφήσω την πίστη μου; Και γιατί έχω υποστεί τέτοια ατιμία, αν είχα σκοπό να πεισθώ στις κολακείες σου;».
«Επειδή τώρα σου συμπεριφέρομαι σαν πατέρας, όπως βλέπεις, ας είσαι χαριστικός προς εμένα, σαν στον πατέρα σου, και ξέχασέ τα όλα. Ορκίζομαι στους θεούς ότι με μεγάλα αξιώματα, δόξα και πλούτη θα σε τιμήσω· μόνο θυσίασε στους θεούς».
«Επειδή βασιλεύ, βλέπω την τόσο καλή σου για μένα διάθεση, θα κάνω κι εγώ ότι επιθυμείς. Θα ήταν αγνωμοσύνη να αθετήσω τέτοια φιλία· ας πάμε γρήγορα στους θεούς».
Ο βασιλιάς τινάχθηκε αγαλλόμενος, αγκάλιασε τον Γεώργιο και με πασίχαρη φωνή είπε δυνατά: «Ας ευφρανθούν οι θεοί· αγαλλιάσθε άνθρωποι· δέξου Απόλλων αυτόν που σε παρόργισε τόσο πολύ, τώρα δε μετανόησε γνήσια και επιστρέφει σε σένα». Αυτά είπε και έδωσε διαταγές να μαζευτεί στο ιερό όλη η Σύγκλητος, τα πιο τιμημένα στρατεύματα και οι κήρυκες να γυρίζουν στους δρόμους φωνάζοντας σ’ όλη την πόλη ότι: «Ο του Γαλιλαίου πρώην πιστός Γεώργιος, πηγαίνει στον μεγάλο Απόλλωνα να θυσιάσει».
Οι Χριστιανοί γεύθηκαν απερίγραπτη θλίψη και πένθος, οι ειδωλολάτρες γέμισαν από χαρά. Βγήκαν παράφορα στους δρόμους και φώναζαν: «Ο Απόλλων νίκησε! Βασίλευε στους αιώνες αυτοκράτωρ Διοκλητιανέ! Ζήτω η αυτοκρατορία των Ρωμαίων! Μεγάλοι οι θεοί του βασιλιά!».
Μπήκαν μέσα στον ναό του Απόλλωνα. Έγινε σχεδόν νεκρική σιγή και ο Γεώργιος προχώρησε μόνος μπροστά, απέναντι από το άγαλμα του Απόλλωνα. Τα πλήθη παρατηρούσαν με κομμένη την αναπνοή και ο Γεώργιος είπε στο άγαλμα κοιτώντας σταθερά προς αυτό: «Εσύ είσαι Θεός και εσένα πρέπει να σέβονται οι άνθρωποι»; Και αμέσως το δαιμόνιο που κρυβόταν πίσω από το άγαλμα, καιγόμενο από το Άγιο Πνεύμα είπε: «Δεν είμαι εγώ Θεός και κανένας δικός μου. Ένας είναι ο αληθινός Θεός και Υιός Του είναι ο Χριστός, διά του οποίου έγιναν τα πάντα. Εμείς είμαστε πριν άγγελοί του και τώρα σαν αποστάτες γίναμε δαίμονες και κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους να μας λατρεύουν σαν θεούς». Τα πλήθη έμειναν έκθαμβα και ο Μάρτυρας είπε: «Και εφόσον δεν είστε θεοί, γιατί σφετερίζεστε τιμή που δεν σας ανήκει και κοροϊδεύετε τους ανθρώπους να σας θεωρούν θεούς; Και πώς τολμάτε τώρα να μένετε εδώ, εφόσον μπροστά σας στέκομαι εγώ που έχω ονομαστεί δούλος Θεού και μέσα μου κατοικεί ο Χριστός, ο των όλων Θεός»;
Ταραχή μεγάλη και φοβισμένες δαιμονικές φωνές ακούστηκαν και σαν καπνός έφευγαν από τον ναό. Μετά ο Γεώργιος σταύρωσε τα αγάλματα, που έπεσαν πάραυτα και συντρίφθηκαν. Ο βασιλιάς έμεινε εμβρόντητος. Οι ιερείς όμως των ειδώλων άρπαξαν σαν λύκοι τον Μάρτυρα: «Σκότωσέ τον βασιλιά, σκότωσε τον μάγο· καθόλου μην τον λυπάσαι γιατί με τις μαγείες του εξαπάτησε τόσο κόσμο και τώρα σύντριψε και τους θεούς». Και ο βασιλιάς από την ντροπή και τα γεγονότα, αλλά και από τις φωνές των ιερέων, έγινε έξαλλος: «Βρωμερό κεφάλι και από κάθε ραδιουργία γεμάτο –είπε– δεν συμφώνησες να θυσιάσεις στον μεγάλο θεό Απόλλωνα»; Και ο Άγιος είπε: «Τέτοιους θεούς, που με ένα λόγο συντρίβονται στο έδαφος, δεν ντρέπεσαι να τους ονομάζεις θεούς; Δεν καταλαβαίνεις ότι θυσίασα τους θεούς σου στον επουράνιο Θεό μου; Γιατί δεν πείθεσαι τουλάχιστον στον θεό σας, που μαρτύρησε ότι είναι δαίμονες, αποστάτες που σας εξαπατούν, για να γίνεις φίλος Θεού; Τί παραλογισμός, τί τύφλωση, τί παράνοια είναι αυτή, ώστε να μην μπορείτε να δεχθείτε την αληθινή θεογνωσία; Αν σου έχουν μείνει ακόμα τίποτε ξόανα, δείξέ μου πόσα και πού είναι και μην έχεις φροντίδα· θα το φροντίσω εγώ».
Συνεχίζεται…