Μοναχού Αρσένιου Βατοπαιδινού: Εις τον Βίον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (Μέρος 7ο)
29 Απριλίου 2010
VatopaidiFriend: Με αφορμή την εορτή του αγίου Γεωργίου, σας παρουσιάζουμε από το αρχείο μας ένα υπέροχο δείγμα της άγνωστης (στον πολύ κόσμο) πνευματικότητας του π. Αρσένιου Βατοπαιδινού. Πρόκειται για μια θαυμάσια εξιστόρηση του βίου του αη-Γιώργη με πολλές βαθιές πνευματικές σκέψεις και διδαχές.
Συνέχεια από Μέρος 6ο
Τέτοια απερίγραπτα σε μεγαλοσύνη γεγονότα, διαβάζουμε στους βίους των Αγίων Αποστόλων, όπως του Ιωάννη του Θεολόγου, του Πέτρου και του Παύλου κ.ά.. Θαυμάζει όμως κανείς την πόρωση και τον σκοτισμό του ηγεμόνα. Και μπορούμε να θυμηθούμε την παραβολή του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου στο Ευαγγέλιο, όταν ο πλούσιος μέσα από τις τιμωρίες παρακαλούσε να στείλει ο Θεός τον Λάζαρο στους ζωντανούς συγγενείς του, ο Πατριάρχης Αβραάμ του είπε: «Έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες· αν δεν ακούσουν σ’ αυτούς, ούτε και νεκρό αν δούν αναστημένο θα πιστέψουν».
Ο Διοκλητιανός θεώρησε μαγεία το γεγονός και ο Μαξιμιανός ζήτησε να ποτίσουν τον Γεώργιο, λιωμένο σε μεγάλη θερμοκρασία μολύβι «γιά να δούμε –είπε– αν μπορεί να νικήσει την εσωτερική φλόγα, όπως νίκησε την έξω». Όμως και πάλι τίποτε δεν συνέβη στον Γεώργιο και η απορία με τον θυμό, κατέκαιγαν τους ηγεμόνες.
Του έδεσαν μια πέτρα στον λαιμό, τον κρέμασαν ανάποδα σε ξύλο, άναψαν φωτιά και τον κάπνιζαν μέχρι το βράδυ που τον έκλεισαν πάλι στην φυλακή.
Την επομένη, τον έρριξαν σε ένα φοβερό χαλκούργημα, όπου κυριολεκτικά κατακόπηκε το σώμα του από το πλήθος των σπαθιών και μαχαιριών που υπήρχαν εκεί. Σ’ αυτή την φρικτή κατάσταση έθεσαν σε λεκάνη πλέον το σώμα του Αγίου και τον έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύκτα όμως αυτός ο ίδιος ο σαρκωθείς Χριστός, μέσα σε φως ουράνιας δόξας, στάθηκε δίπλα του και του είπε: «Έχε θάρρος Γεώργιε! Δεν έφθασε ο καιρός της μεταστάσεώς σου. Πρέπει να ανταγωνιστείς ακόμη τους βασιλείς της γής, μέχρι να καταβάλεις την ασέβειά τους. Και πολλά πλήθη πιστών θα μου προσφέρεις· και μετά θα σε πάρω κοντά μου· θα σε ενδύσω με την στολή της αφθαρσίας και θα κατακοσμήσω το κεφάλι σου με ολόφωτο δοξασμένο στεφάνι της δικής μου βασιλείας».
Η παράδοξη αυτή παρουσία του Κυρίου, του χάρισε αυτομάτως πλήρη υγεία, του έδωσε ευεξία και χαρά υπερβάλλουσα, είδε φανερά μπροστά του μέσα στο γλυκύτατο φως σαν αστραπή, τον Κύριο και άκουσε τα γεμάτα γλυκύτητα λόγια Του, έγινε κοινωνός της δόξας που του υποσχέθηκε, πρόσπεσε στα πόδια Του ευχαριστώντας με δάκρυα την τόση πολλή πατρική προστασία Του. Ο Κύριος όμως γεμάτος αγάπη τον ανασήκωσε, τον ευλόγησε με το δεξί Του χέρι και του είπε: «Έχε ανδρεία Γεώργιε· νίκησε μέχρι τέλους την μανία των βασιλέων». Αυτά είπε και εξαφανίστηκε. Ο μάρτυς όμως μέσα στην φυλακή, ήταν όλος μέσα στο φως και στην χαρά και η αγαλλίαση που του άφησε η παρουσία του Κυρίου ήταν ανέκφραστη.
Έμαθε και πάλι ο βασιλιάς ότι ο Γεώργιος στην φυλακή είναι τελείως υγιής και χαρούμενος και έμεινε άναυδος γεμάτος ταραχή και σύγχυση. Αισθανόταν ότι τα γεγονότα ήταν η συμφορά του και δεν γνώριζε με ποιό τρόπο ή τιμωρία θα μπορούσε επιτέλους να τον εξοντώσει, εφόσον τα συμβάντα ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα. Αγωνία, φόβος και θυμός τον κατέλαβαν. Ένιωθε την παρουσία του Μάρτυρα να γίνεται δήμιος της ζωής του. Βρίζοντας, έδωσε διαταγή να τον φέρουν και πάλι μπροστά του.
Η διαταγή εκτελέστηκε και ο Γεώργιος οδηγείται δέσμιος μπροστά στον αυτοκράτορα, αλλά για όποιον πρόσεχε την ψυχική του κατάσταση καταλάβαινε ότι υπήρχε κάτι ακατανόητο σε σχέση με τα γεγονότα. Πήγαινε πάλι σε κριτήριο, σε ύβρεις, σε τιμωρίες και θάνατο, αλλά όμως καμμιά ταραχή ή ανησυχία διακρινόταν στα μάτια του. Χαμογελούσε σαν να γνώριζε τί θα συμβεί. Φαινόταν να πηγαίνει σε γιορτή και χαρά παρά σε κριτήριο που θα έβγαζε σίγουρα απόφαση θανάτου. Και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
Ο βασιλιάς: «Μέχρι πότε θα υπερηφανεύεσαι για τις ραδιουργίες σου και δεν αλλάζεις γνώμη»;
Και ο Άγιος: «Έως ότου υπάρχει η κατ’ εικόνα Θεού ψυχή στο σώμα μου, δεν θα σταματήσω να ελέγχω την ασέβειά σου. Μην αναβάλλεις, κάνε γρήγορα, γιατί δεν θα έχεις μικρό αγώνα. Αγωνίζεσαι με μένα που αγαπώ τον Θεό και ο αγώνας αυτός είναι κατά του κεφαλιού σου και των κατάπτυστων θεών σου».
Αυτά τα λόγια, προκάλεσαν έκρηξη θυμού στον τύραννο και απάντησε: «Λοιπόν είναι ανάγκη να βγάλω την ψυχή σου από το σώμα σου γρήγορα, για να απαλλαγώ μεμιάς από τον αγώνα εναντίον σου και να έχω επιτέλους και γαλήνια ζωή»; Και η διαταγή ήταν να διχοτομηθεί με πριόνι.
Οι δήμιοι με λύσσα έφεραν σανίδες και με δύναμη τον πίεσαν για να του κόψουν το κεφάλι, αλλά ο ηγεμόνας Δαδιανός σηκώθηκε από την καθέδρα και είπε: «Παρακαλώ αθάνατε και μέγιστε βασιλεύ, δεν πρέπει να πεθάνει τόσο σύντομα ο δυσσεβής αυτός εδώ. Καλύτερα να τον λύσουν και να τον πετάξουν σε καζάνι με λιωμένο μολύβι· να συνεχίζει όμως από κάτω να καίει η φλόγα μέχρι να λιώσουν κι αυτά τα κόκκαλά του». Δέχθηκε ο βασιλιάς το αίτημά του και αφού τον έλυσαν, ετοίμασαν την τιμωρία.
Όταν το μολύβι έβραζε σαν υγρό, τον έδεσαν οι δήμιοι με χειροπέδες και προσπαθούσαν να τον πετάξουν στο καζάνι με το μολύβι. Εμποδίζονταν όμως από την δυνατή φλόγα. Ο Μάρτυρας μόλις τους είδε να απορούν και να δυσκολεύονται είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ που δημιούργησες τον σύμπαντα κόσμο και φύλαξες ακατάφλεκτους στο καμίνι τους οσίους Παίδες, κι έμένα αν και ανάξιο φύλαξέ με αβλαβή».
Οι χειροπέδες έπεσαν, έκανε τον σταυρό του και πήδησε μόνος μέσα στο καζάνι με θάρρος, όπως πέφτει κανείς σε νερό κατά την ώρα του καύσωνα. Για την πίστη του αυτή, άνεση παρά τιμωρία έγινε γι’ αυτόν το μαρτύριο, γιατί ο Κύριος έδειχνε ποιά είναι η πραγματική δύναμη του Σταυρού Του στα μέλη αυτού του μεγάλου αθλητή της ευσέβειας. Ο Γεώργιος δοξολογούσε μέσα στις φλόγες τον Κύριο. Όσοι όμως ήταν κοντά στην φωτιά, έπαθαν σοβαρά εγκαύματα από το μολύβι που τινάχθηκε. Και πάλι έκσταση και φόβος στους γύρω, ενώ ταυτόχρονα δυνατή βροχή έσβηνε την φωτιά και έκανε τους πάντες να φύγουν.