Μοναχού Αρσένιου Βατοπαιδινού: Εις τον Βίον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (Μέρος 5ο)
27 Απριλίου 2010
VatopaidiFriend: Με αφορμή την εορτή του αγίου Γεωργίου, σας παρουσιάζουμε από το αρχείο μας ένα υπέροχο δείγμα της άγνωστης (στον πολύ κόσμο) πνευματικότητας του π. Αρσένιου Βατοπαιδινού. Πρόκειται για μια θαυμάσια εξιστόρηση του βίου του αη-Γιώργη με πολλές βαθιές πνευματικές σκέψεις και διδαχές.
Συνέχεια από Μέρος 4ο
Φλεγόμενος από τον πόθο να μαρτυρήσει για την αλήθεια, έσπρωχνε δεξιά και αριστερά το πλήθος για να φθάσει γρήγορα μπροστά στον βωμό που ήταν ο αυτοκράτορας. Έκπληξη και ταραχή, όχι λίγη, προκάλεσε η παρουσία του. Η τελετή σταμάτησε, ανησυχία με απορία δημιουργήθηκε και ο Γεώργιος σαν να παράβλεπε τον αυτοκράτορα, είπε προς το πλήθος: «Γιατί φίλοι θυσιάζετε τις ψυχές σας στους δαίμονες; Μέχρι πότε θα βρίσκεστε στο σκοτάδι της αθεΐας, εκουσίως θα κλείνετε τα μάτια της ψυχής σας και δεν θέλετε να κοιτάζετε στο φως τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό; Ελάτε κοντά Του, νικήστε τον θάνατο, ατενίστε στο άχρονο φώς, γίνετε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δαίμονες σκοτεινοί είναι τα σεβάσματά σας και στην αιώνια φωτιά θα σας στείλουν. Θεός αληθινός είναι ο Χριστός, ο Θεός μου, ο οποίος θα συνδοξάσει και θα χαρίσει αιώνια ζωή, σ’ αυτούς που τον πιστεύουν». Στην συνέχεια στράφηκε προς τον βασιλιά και του είπε: «Πρόσεξέ με καλά βασιλιά και ταυτόχρονα πίστεψε στον Θεό μου, που με έσωσε από το μηχάνημά σου που κατασκεύασες για να με θανατώσεις».
Η δόξα του προσώπου του Γεωργίου που έλαμπε από το θεϊκό φώς, η επίγνωση του φρικτού μαρτυρίου που ο ίδιος ο βασιλιάς παρακολούθησε, δεν τον άφηναν να πιστέψει ότι αυτός είναι ο Γεώργιος. «Ποιός είσαι άνθρωπε»; είπε σαν ναρκωμένος. «Ποιός είσαι που τόλμησες να προκαλέσεις τόση ταραχή την ώρα της θυσίας»; Και ο Γεώργιος είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος που σας έχω ήδη μιλήσει για την αληθινή πίστη, αλλά κι αυτή την στιγμή, βεβαιώνω την δύναμη του αληθινού Θεού μου με την ζωντανή παρουσία μου. Ο Θεός μου, σώζει αυτούς που τον πιστεύουν, όχι μόνο από τα χέρια των ανόμων αλλά και από αυτό τον ίδιο τον θάνατο και από κάθε θάνατο».
Ο βασιλιάς τον πρόσεχε καλύτερα και έλεγε: «Μήπως είναι το φάντα¬σμά του και μας κοροϊδεύει»; Κι ο Μαγνέντιος έλεγε: «Όχι κάποιος άλλος θα είναι που του μοιάζει». Πώς μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Γεώργιος μετά από τέτοιο φρικιαστικό θάνατο ήταν ζωντανός και υγιής μπροστά τους σε διάστημα λίγων ωρών, και ενώ αυτοί θυσίαζαν για να γιορτάσουν την νίκη τους; Ο Γεώργιος διέκοψε και πάλι την απορία τους και είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος, ο δούλος και φίλος του Χριστού μου. Μην αμφιβάλλετε μεταξύ σας για μένα· καλύτερα πιστέψτε χωρίς ενδοιασμούς, γιατί είναι παντοδύναμος και τους νεκρούς ακόμη ζωοποιεί και τους χαρίζει την ανάσταση».
Οι ηγεμόνες έμειναν εμβρόντητοι. Οι στρατηλάτες τους όμως Ανατόλιος και Πρωτολέων που είχαν παρακολουθήσει τα γενόμενα με πολύ πλήθος κόσμου, έλεγαν μεταξύ τους ότι αυτός είναι ο Γεώργιος και ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός. Αυτή η ομολογία τους ήταν αρκετή για να διατάξει ο βασιλιάς να αποκεφαλιστούν, με όσους πίστεψαν, έξω από την πόλη, πράγμα που έγινε.
Όμως και η γυναίκα του βασιλιά, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, που είχε παρακολουθήσει τα γεγονότα, είπε προς τον βασιλιά: «Κι εγώ πιστεύω τον Χριστό σαν Θεό, όπως ο Γεώργιος μας είπε». Κι ο Μαγνέντιος της είπε: «Γιατί καταφρο¬νείς τους θεούς για χάρη ενός σταυρωμένου ανθρώπου»; Βέβαια ήταν γνωστό σ’ αυτούς και οι ίδιοι το εφάρμοζαν, να σκοτώνουν δηλαδή, μεταξύ των άλλων, τους κακούργους με σταυρικό θάνατο. Η Αλεξάνδρα του είπε: «Ανώτερα πράγματα μας έδειξε ο Γεώργιος για τον Εσταυρωμένο· οι θεοί σας είναι άξιοι κάθε καταφρονήσεως».
Πολλές συγχρόνως συγκλητικές γυναίκες πίστεψαν, βλέποντας την πνευματική δόξα του Γεωργίου και το θάρρος της βασίλισσάς τους. Τότε ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να ρίξουν τον Γεώργιο μέσα σε λάκκο με σβησμένο ασβέστη, ώστε αφού μείνει τρεις μέρες εκεί, να μή βρεθούν ούτε τα οστά του.
Έγινε όπως διέταξε, και οι φύλακες φρουρούσαν τον λάκκο. Πέρασαν τρεις μέρες και ο βασιλιάς διατάζει να πετάξουν ότι απέμεινε από τα οστά του για να μην τα προσκυνούν οι Χριστιανοί. Πλήθος όμως κόσμου περικύκλωσε τον λάκκο περιμένοντας με αγωνία να δούν τί απέγινε ο Γεώργιος. Τον είχαν δεί τόσες φορές να νικάει τον θάνατο, που μέσα τους πίστευαν ότι πάλι ζωντανό θα τον δούν. Κι έτσι έγινε! Ο Γεώργιος ήταν τελείως υγιής και δοξασμένος, που προκάλεσε τα πλήθη σε ζητοκραυγές, σαν να παρακολουθούσαν πλέον έναν τιτάνιο αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου, Χριστού και δαιμόνων, του Γεωργίου και του βασιλιά ως εκπροσώπων τους.
Η φήμη διαδόθηκε γρήγορα. Η βασίλισσα, γεμάτη από θεϊκό έρωτα, κατέφθασε στον τόπο και κήρυττε άφοβα τον Χριστό σαν αληθινό Θεό. Και από τον λαό, όλο και περισσότεροι πίστευαν.
Ο βασιλιάς ζήτησε να του φέρουν τον Άγιο και του είπε: «Είμαι σε απορία, ποιός επιτέλους σε κρατάει ζωντανό;». «Γνωρίζω –είπε ο Γεώργιος– ότι αν σας πώ την αλήθεια δεν θα πιστέψετε. Η Θεία Γραφή λέει για σας ότι η σοφία σε κακότεχνη ψυχή δεν εισέρχεται. Γι’ αυτούς όμως που είναι γύρω από σας και πιστεύουν, θα πώ ότι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, με φυλάει από κάθε βάσανο, όπως φυλάει και κάθε πιστό. Να λοιπόν, σας το ξαναλέω!».
Απορούσε ο βασιλιάς με ποιό φρικτό θάνατο, θα μπορούσε να νικήσει επιτέλους τον «αθάνατο» αυτό νεαρό, που τον είχε ρεζιλέψει τόσες φορές. Ξεπήδησε τότε ένας μάγος που λεγόταν Αθανάσιος και είπε στον βασιλιά, προκειμένου να αποσπάσει την εύνοιά του: «Διάταξε βασιλιά, να τον ποτίσω ένα δηλητηριώδες ποτό που μόλις το πιεί, θα κοπούν τα σπλάγχα του και με φρικτούς πόνους θα πεθάνει μπροστά μας». «Κάνε γρήγορα –τού λέγει ο βασιλιάς– διότι με έχει ταλαιπωρήσει με τα περίεργα που κάνει. Και για να βεβαιωθούμε για την ενέργεια του δηλητηρίου που λές, να βγεί από την φυλακή ένας κακούργος και να πιεί αμέσως από αυτό, για να βεβαιωθούμε μήπως κι εσύ κάνεις κάτι υπέρ του Γεωργίου». Πότισαν τον κακούργο και σχεδόν αμέσως έπεσε σπαράζοντας στην γή, άφριζε και έβγαζε αίμα από το στόμα, μέχρι που πέθανε ελεεινά μέσα σε αφόρητους πόνους.
Χάρηκε ο Διοκλητιανός και είπε στον Γεώργιο: «Έφθασε ο καιρός του θανάτου σου άθλιε. Τώρα θα ελεγχθούν οι προηγούμενες μαγείες σου». Διατάζει τον Αθανάσιο να δώσει στον Γεώργιο το φάρμακο. Όλοι κοίταζαν με φόβο και λύπη προς τον μάρτυρα. Αυτός όμως άρπαξε κυριολεκτικά το δηλητήριο, το σταύρωσε με πίστη και θάρρος και είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που είπες σ’ αυτούς που Σε πιστεύουν, ότι κι αν ακόμα πιούν κάτι θανατηφόρο δεν θα τους βλάψει, δείξε και τώρα την δύναμή σου». Ήπιε όλο το δηλητήριο όπως κάποιος πολύ διψασμένος πίνει νερό και ενώ περίμεναν όλοι να πάθει ότι και ο κακούργος, ο Γεώργιος είπε: «Μάταια κουράζεσαι βασιλιά! Μάθε ότι ούτε δηλητήρια, ούτε φωτιά και θηρία, ούτε τροχοί και μαστίγια, ούτε οποιοδήποτε άλλο μαρτύριο επινοήσεις, θα με χωρίσει από τον Χριστό μου».
Ο Αθανάσιος και πολύ πλήθος κόσμου, βλέποντας τον κακούργο νεκρό και τον Γεώργιο υγιέστατο να μιλάει με τέτοια αφοβία στον βασιλιά, είπαν: «Αλήθεια, τί άλλο είναι αυτό, παρά παρουσία της θεότητος του Χριστού που έσωσε τον Γεώργιο. Ας ξεχάσουμε τις πλάνες των ειδώλων. Ο Θεός του Γεωργίου είναι αληθινός και ζωντανός ανάμεσά μας».
Ο θυμός του βασιλιά ξεπέρασε κάθε όριο. Διατάζει πάραυτα τον θάνατο του Αθανασίου και όσων τόλμησαν να πούν ότι ο Χριστός είναι Θεός και γυρνώντας μανιασμένος λέει στον Γεώργιο: «Εγώ θα διαλύσω τα σοφίσματα και τις μαγείες σου». Διέταξε τότε να φέρουν σιδερένια παπού¬τσια γεμάτα καρφιά, τα έκαψαν ισχυρά στην φωτιά, τα φόρεσαν με μανία στα πόδια του Γεωργίου, κρατώντας τα με λαβίδες και τον έστειλε να κλειστεί στην φυλακή.
Έβλεπε κανείς την προθυμία του μάρτυρα, διέκρινε τον θεϊκό του ζήλο, αλλά αδυνατούσε προς στιγμή να περπατήσει από τους πόνους. Τότε με ρόπαλα τον κτυπούσαν να περπατήσει· δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια του. «Τρέχε Γεώργιε» είπε και ταυτόχρονα ψέλλισε: «Κύριε, Κύριε σώσέ με στην θλίψη μου. Εσύ είσαι η καταφυγή μου, για το όνομά σου πάσχω. Γνωρίζεις την προθυμία της ψυχής μου και του σώματός μου την αδυναμία. Μή με εγκαταλείπεις, να μην πούν οι άθεοι αυτοί, πού είναι ο Θεός του Γεωργίου; Να μην πεί ο διάβολος ότι έγινε ισχυρότερος από Σένα». Και πάλι απάντηση με φωνή δόθηκε από τον Θεό στην ψυχή του: «Θάρρος Γεώργιε, μαζί σου είμαι». Ακουσε την φωνή αυτή και ταυτόχρονα πήρε πνευματική δύναμη, ώστε να περπατήσει μέχρι την φυλακή με τα φοβερά αυτά υποδήματα.
Και πάλι το πρωΐ στο δικαστικό βήμα ο βασιλιάς του είπε: «Με πολύ θράσος υπομένεις τα βάσανα· μέχρι πότε θα αντέξεις;». Και ο Γεώργιος του είπε: «Εγώ βέβαια, δέχομαι αντιλήψεις της χάριτος του Θεού μου και κάνω υπομονή με την δύναμή του, έτσι που τα βασανιστήριά σου να τα θεωρώ παιχνίδια μικρών παιδιών. Εσύ όμως είσαι πνευματικά τυφλός και παιχνίδι στα χέρια των δαιμόνων· ποιά είναι η ελπίδα σου να λατρεύεις αναίσθητα και κωφά ξόανα για θεούς; Καλύτερα να ντρέπεσαι να ονομάζεις θεούς αυτούς που έζησαν με πορνείες και φόνους και τώρα βρίσκονται στην άσβεστη φωτιά, που περιμένει κι όσους τους σέβονται».
Συνεχίζεται…