Ο άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος
24 Απριλίου 2010
Μαρτύρησε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας στις 24 Απριλίου 1796
Ο άγιος ζούσε στην περιοχή της Μαγνησίας μαζί με τον πατέρα του, τον χατζή Κανέλλο, ο οποίος ήταν γενικός επιστάτης στα κτήματα, στα κοπάδια και τα τσιφλίκια ενός σπουδαίου και μεγάλου αγά του Καρά Οσουμάνογλους στο χωριό Γιαγιά Κιόι .
Λόγω της θέσης του ο πατέρας του αγίου ήταν γνωστός σε όλους τους Τούρκους της περιοχής, σημαντικούς και ασήμαντους, είχε θάρρος μαζί τους και εκείνοι τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση.
Ενώ λοιπόν ζούσε μαζί με τον πατέρα του στην υπηρεσία εκείνου του αγά , αρραβωνιάστηκε , με την άδεια του πατέρα του, μια σεμνή και ενάρετη νέα, με την οποία σχεδίαζε να στεφανωθεί την Κυριακή του Θωμά. Ο Νικόλαος ήταν τότε είκοσι δύο ετών.
Επειδή έπρεπε να βγάλει τις άδειες, πήγε στην πόλη της Μαγνησίας, με την άδεια πάντα του πατέρα του και του αγά, τον οποίο υπηρετούσαν. Πηγαίνοντας στη Μαγνησία φορούσε τούρκικα παπούτσια και κόκκινο φέσι , ξεθαρρεύοντας λόγω της υπηρεσίας του στον αγά, πράγμα που απαγορευόταν όμως στους Ρωμιούς , οι οποίοι φορούσαν άσπρο κάλυμμα κεφαλής.
Όταν τον είδαν οι υπηρέτες του Μουσελίμη, ανώτατου αξιωματούχου, ντυμένο έτσι, μολονότι γνώριζαν σε ποιού σπουδαίου αγά την υπηρεσία ήταν και γνώριζαν επίσης και τον πατέρα του, χωρίς να διστάσουν καθόλου τον έπιασαν και τον έφεραν στον αφέντη τους.
Ο μουσελίμης καμώθηκε πως δεν τον γνωρίζει και του είπε :
Η ενδυμασία σου είναι τούρκικη και δεν επιτρέπεται να την φοράει άνθρωπος άλλης πίστεως. Εκτός αν κατάλαβες πως η πίστη μας είναι αληθινή και ήρθες έτσι ντυμένος για να γίνεις Τούρκος.
Ο Νικόλαος κατάλαβε την πανουργία του μουσελίμη και χωρίς να δειλιάσει , με γενναιότητα του απάντησε :
Εγώ αυτά τα ρούχα τα φορώ με τη δική σας άδεια αφού ο πατέρας μου είναι στην υπηρεσία σας.
Ήταν εξάλλου γνωστός και στον μουσελίμη.
Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο πασάς διέταξε τους υπηρέτες του να τον δείρουν λίγο και με ελαφρές ξυλιές, για να δείξει πως τον λυπάται , θέλοντας να τον ελκύσει στη θρησκεία του.
Ο άγιος , αντιλαμβανόμενος τα σχέδια του μουσελίμη, με τη σοφία που ο Χριστός δίνει σε όσους ομολογούν μπροστά στους τυράννους, έμεινε σταθερός στην πίστη του, δεχόμενος με ευχαρίστηση τους ραβδισμούς.
Για δεύτερη φορά άρχισε ο πασάς με ήμερο τρόπο να τον παρακινεί να γίνει μουσουλμάνος. , αν θέλει να γλυτώσει τα βάσανα. Ο άγιος, αγωνιστής πλέον της αλήθειας, με μεγαλύτερη γενναιότητα του απάντησε :
Μάθε ότι εγώ δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ την πίστη μου , όχι μόνο με ραβδισμούς αλλά ακόμη κι αν με θανατώσεις με επώδυνο θάνατο.
Τότε θύμωσε ο πασάς και πρόσταξε να τον δείρουν δυνατότερα. Έπειτα σκέφτηκε ότι ούτε έτσι θα μπορέσει να του αλλάξει τη γνώμη. Έβαλε κι άλλους ομοθρήσκους του να τον παρακινήσουν. Υποσχέθηκε πως αν αλλαξοπιστήσει θα του δώσει πολλά και μεγάλα αξιώματα, δώρα και τιμές, πράγματα ελκυστικά , ιδιαίτερα στους νέους. Ο γενναίος όμως μάρτυς του Χριστού δεν ελκύστηκε καθόλου από αυτά ούτε λυπήθηκε τη νεότητά του, ούτε σκέφτηκε πως θα στερηθεί τους γονείς του , τα αδέλφια του, πολύ δε περισσότερο την αρραβωνιαστικιά του. Αλλά σαν να μην ήταν από σάρκα και από αίμα, σαν να βρισκόταν πάνω από τα υλικά πράγματα , τα καταφρονούσε και φώναζε με παρρησία :
Εγώ μπροστά στα μάτια μου έχω τον θάνατό μου και την πίστη μου δεν πρόκειται να την αρνηθώ με κανένα τρόπο.
Τότε για τρίτη φορά ο πασάς διέταξε να τον δείρουν με σκληρό τρόπο και πάλι έπιασε να τον πιέζει ,με όσους τρόπους ήξερε, να τουρκέψει. Όσο εκείνος προσπαθούσε, τόσο περισσότερο ο άγιος φώναζε. :
Το να αρνηθώ τον Χριστό μου είναι πράγμα αδύνατο.
Τελικά βλέποντας ο πασάς τη σταθερότητα του μάρτυρος , διέταξε να τον χτυπήσουν σκληρότατα στην κοιλιά. Τον χτύπησαν τόσο που τον άφησαν μισοπεθαμένο. Έτσι αναίσθητο τον πέταξαν στη φυλακή.
Μέσα στη φυλακή ευρισκόμενος ο μακάριος Νικόλαος , ευχαριστώντας ολόψυχα τον Κύριο, διότι αξιώθηκε να πάθει για το όνομά Του, μετά από τρεις ημέρες παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού και έλαβε τον αμάραντο και λαμπρό του μαρτυρίου και της αθλήσεως στέφανο.