Η Εκκλησία Πηγή Ζωής και Πολιτισμού
20 Απριλίου 2010
Ζούμε στην εποχή της μαζικής χειραγώγησης των ανθρώπων η οποία επιτυγχάνετε και με την ενημέρωση την οποία προσφέρουν ποικίλα οπτικοακουστικά μέσα με αποτέλεσμα να επιδρούν καθοριστικά στη διαμόρφωση των τάσεων και των ιδεολογιών των κοινωνιών παγκοσμίως. Γνωρίζοντας τα μέσα αυτή την καταλυτική δύναμή τους, την οποία φιλάρεσκα αποκαλούν «πρόοδο», μας ενημερώνουν επιλεκτικά, αν όχι διαστρεβλωμένα, επί παντός επιστητού προσβάλοντας έτσι αξίες, αμαυρώνοντας θεσμούς και καταρρακώνοντας υπολήψεις. Στόχος πολλές φορές αυτής «της προοδευτικής τους τακτικής» έχει γίνει και η Εκκλησία. Παρατηρείται στα δελτία ειδήσεων όπως και σε άλλες πηγές πληροφόρησης μια παρατεταμένη «ενημέρωση» και σκανδαλολογία σχετικά με παρεκτροπές που γίνονται στους κόλπους της Εκκλησίας. Αναμφισβήτητα οι όποιες παρεκτροπές από εκκλησιαστικούς φορείς είναι καταδικαστέες ως ζημιογόνες ψυχών και σωμάτων. Ωστόσο οι πολυπληθείς και πολυσήμαντες ζωτικές δυνάμεις και δραστηριότητες της Εκκλησίας τυγχάνουν της απόλυτης απαξίωσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Η ανυπολόγιστη πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική προσφορά της Εκκλησίας δεν απασχολεί τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ενώ τα όποια έκτροπα και «σικέ σκάνδαλα» ,γιατί υπάρχουν κι αυτά, γίνονται πρώτο θέμα και συντηρούνται στην επικαιρότητα επί εβδομάδες… Κι όταν ακόμη σε κάποιο έκτροπο(ή παρατυπία) υπάρξει κάθαρση ή αποκατάσταση της αλήθειας, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συνήθως το αγνοούν και…ή κωφεύουν ή παθαίνουν γλωσσοδέτη(βλέπε υπόθεση I.M. Βατοπαιδίου).
Δια μέσου των αιώνων η προσφορά της Εκκλησίας στο Έθνος μας και στον πολιτισμό γενικότερα έχει εκφραστεί ποικιλοτρόπως. Είναι πανθομολογούμενο ότι στην Εκκλησία του Χριστού οι Έλληνες βρήκαν αυτό που εναγωνίως έψαχναν και με τη φιλοσοφική τους σκέψη προσπαθούσαν να συλλάβουν: την αλήθεια για το Θεό, τον άνθρωπο, τον κόσμο. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αμέσως μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού στο προσκήνιο της ιστορίας έγινε η ιστορική σύνδεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Το Ελληνικό πνεύμα συζεύχτηκε με το Χριστιανικό χωρίς ωστόσο να αλλοιωθούν τα ιδιαίτερα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του καθενός.
Από τις πρώτες δεκαετίες της ιδρύσεώς της η Χριστιανική Εκκλησία στράφηκε αποκλειστικά στον Ελληνισμό για την εξάπλωσή της. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης γράφονται στα ελληνικά, ως όψιμη συνέπεια της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και φυσιολογική συνέχεια της μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης από τους Ο΄, όπως και τα περισσότερα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας. Πολύ σύντομα πολλοί Έλληνες ή Ελληνιστές έγιναν μέλη της, τα οποία ανήλθαν απρόσκοπτα ακόμη και στους ανώτατους βαθμούς της εκκλησιαστικής ηγεσίας της. Έλληνες ήταν ο Τίτος, ο Τιμόθεος, ο Λουκάς, ο Μάρκος κ.ά. Τούτο μάλιστα συνέβη όταν η Αποστολική Σύνοδος (48-49 μ.Χ.) με απόφασή της επέτρεψε την αποδοχή των Ελλήνων στις τάξεις της επειδή τους θεώρησε ισότιμα με τους Ιουδαίους μέλη της. Αλλά και ο ίδιος ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας, Χριστός, θεωρεί την πρώτη του συνάντηση με τους Έλληνες, ως την «ώρα», τον προκαθορισμένο δηλαδή από το σχέδιο του Θεού χρόνο, κατά τον οποίο θα δοξαστεί ο «Υιός του Ανθρώπου» (Ιωάν. ΙΒ΄ 20).
Ως εκ τούτου από τα πρώτα βήματά του ο Χριστιανισμός συνδέθηκε με τον Ελληνισμό. Τη σύνδεση αυτή, όπως είναι φυσικό διαπιστώνουμε σε πολλές εκδηλώσεις των πιστών, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσική κ.ά. Η ιστορική πορεία της Λατρευτικής Μουσικής, που ευθύς εξαρχής χρησιμοποίησε ο Χριστιανισμός, έμελλε να ταυτιστεί με το ελληνικό γένος, να ακολουθήσει τη μοίρα του και να παρακολουθήσει όλες τις ιστορικές δοκιμασίες του Ελληνικού Γένους-Έθνους συμπάσχοντας με αυτό και προσφέροντάς του ανυπολόγιστες υπηρεσίες και άφθονες δυνάμεις, σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικά μέσα.
Με αφετηρία λοιπόν την αρχαία ελληνική μουσική και χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα η εκκλησιαστική μουσική πορεύτηκε σε μια διαρκή εξέλιξη, που αποτελεί την αδιάσειστη απόδειξη της αδιάκοπης συνέχειας του Ελληνισμού και μας μεταβίβασε ένα ολόκληρο μουσικό σύστημα, που σήμερα προκαλεί το θαυμασμό των ειδικών. Ο επιφανής μακαριστός γέροντας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος έλεγε χαρακτηριστικά: «Πιστεύω ότι οι άγγελοι εις τον ουρανόν εάν επεθύμουν να ψάλλουν τον Τρισάγιον ύμνον εις κάποιο ανθρώπινον μέλος θα εχρησιμοποίουν την Βυζαντινήν Μουσικήν» αναγνωρίζοντας με την άποψή του τη μουσική υπεροχή της. Πράγματι είναι η Βυζαντινή μουσική, η ψαλτική τέχνη της Ορθόδοξης λατρείας, η Ιερή τέχνη του Θείου Δαμασκηνού, του Ρωμανού του Μελωδού, του Κουκουζέλη, του Κλαδά, του Πέτρου Λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου και πλειάδας εμπνευσμένων μεγάλων Βυζαντινών και μεταβυζαντινών μελουργών, έτσι όπως αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε κατά την υπερχιλιετή εξέλιξη του Βυζαντινού Πολιτισμού και έφθασε σε εμάς εξελιγμένη και εξηγημένη από χαρισματικούς διδασκάλους, μουσικολόγους, Πρωτοψάλτες, Λαμπαδαρίους, Δομεστίκους και άλλους σκαπανείς και μύστες της τέχνης αυτής, ιερωμένους και λαϊκούς.
H Βυζαντινή Μουσική για τον Έλληνα είναι φορέας νοήματος ζωής και λόγου ζωής· ενός θρησκευτικού νοήματος ζωής και του ελληνικού λόγου. Ο ελληνικός λόγος πλουτίστηκε απαράμιλλα με τα εκκλησιαστικά κείμενα και αιώνες τώρα τα εκκλησιαστικά κείμενα, ως λόγος Χριστού, γίνονται κτήμα του ελληνικού λαού. Η ελληνική γλώσσα ανθεί καθώς τα κείμενα ψάλλονται στην Εκκλησία και ο λόγος, που απηχεί το πνεύμα του Χριστού, μπολιάζεται με τη μουσική κατευθείαν στις ψυχές μας.
Σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής υπερχιλιετίας, διαπιστώνεται η διάρκεια και η ισχύς των ελληνιστικών παραδόσεων. Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές και θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, ο Κώστας Παπαϊωάννου, υπογραμμίζει: «Αυτό που οικοδομούσε την ενότητα των είκοσι διαφορετικών λαών που κατοικούσαν στην αυτοκρατορία ήταν η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη πίστη, και εάν το Βυζάντιο αποτελεί μια δεύτερη άνθηση του ελληνισμού, το καινούργιο μπόλι υπήρξε ο χριστιανισμός, που είχε ένα ανανεωτικό αποτέλεσμα κεφαλαιώδους σημασίας. Αλλά ο ελληνισμός μπόρεσε να δείξει τις πραγματικές του δυνατότητες, ακριβώς, μέσα από τον τρόπο που επεξεργάστηκε τη βυζαντινή ορθοδοξία».
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330 μ. Χ. υπήρξε η επιβεβαίωση της οικονομικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής υπεροχής της Ανατολής. Από την εποχή του Αλεξάνδρου, η Ανατολή και ο ελληνισμός είχαν συμπήξει συμμαχία.
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η εστία ενός πολιτισμού βαθιά σημαδεμένου από τον ελληνισμό. Αποτελούμενη από ελληνικό πληθυσμό και εξοπλισμένη με ένα Πανεπιστήμιο, θεματοφύλακα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, Οι βιβλιοθήκες της λέγεται ότι περιείχαν 120.000 τόμους όπου διατηρούνταν όλοι οι θησαυροί της αρχαίας ελληνικής σκέψης . Οι δρόμοι της, οι μορφές της, οι κήποι της, τα ανάκτορά της, τα περίφημα λουτρά του Ζεύξιππου, το ιπποδρόμιο, συνιστούσαν πραγματικά μουσεία όπου ευρίσκονταν συγκεντρωμένα τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Για χίλια χρόνια η αρχαία γλώσσα υπήρξε η γλώσσα των γραμμάτων. Ο ιστορικός Norman H. Baynes τοποθετεί τη βυζαντινή παράδοση στην άμεση συνέχεια του ελληνιστικού κόσμου και υποστηρίζει πως η παιδεία που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. «Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί». Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα, κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, τη φιλομάθεια και τον θαυμασμό για τον μεγάλο αιώνα της κλασικής Ελλάδος.
Τα μοναστήρια μαζί με τον ευσεβή λαό στάθηκαν οι θεματοφύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσης. Και μάλιστα, οι μοναχοί στα μοναστήρια με τις αντιγραφές αρχαίων χειρογράφων διέσωσαν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Στα δύσκολα χρόνια της ξενοκρατίας, όταν τα σχολεία έκλειναν ή υπολειτουργούσαν, η Εκκλησία συνέχιζε να προσφέρει παιδεία μέσα από τα μοναστήρια, το νάρθηκα και το ψαλτήριο… Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας φροντίζει επί τουρκοκρατίας να τονώνει το εθνικό συναίσθημα των ελληνοπαίδων ακόμη και με την προβολή ορισμένων αρχαίων προγόνων μέσω της αγιογραφίας. Ο τεκμηριωμένος και έγκυρος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικά : «Οι νάρθηκες – σχολεία λοιπόν των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρικών σοφών προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή… Άραγε η τόνωση της παλιάς αυτής συνήθειας κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας οφείλεται σε μια λατρεία των ένδοξων προγόνων από τους ξεπεσμένους επιγόνους, σ’ ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο;» (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, έκδοση Β’, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 1976). Δεν πρέπει να λησμονούμε την προσφορά των Εκκλησιαστικών κέντρων εκπαίδευσης με πανελλήνια εμβέλεια, όπως της Μεγάλης του Γένους Σχολής, της Αθωνιάδος, ακόμη και της ιστορικής Ριζαρείου σχολής. Αυτές και άλλες μικρότερης εμβέλειας αποτέλεσαν τις “μεγάλες τροφούς χιλιάδων πεπαιδευμένων ανδρών”, οι οποίοι ωφέλησαν πολλαπλά από τις θέσεις που κατέλαβαν στο Έθνος. Αποστομωτικά είναι και πάλι τα λόγια του μεγάλου ιστορικού Στήβεν Ράνσιμαν: «Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το Έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει».
Οι χαρές, οι γιορτές και οι παραδόσεις του λαού μας, οι αγώνες και οι αγωνίες του είναι ανέκαθεν στενά συνδεδεμένες με την Εκκλησία. Στα προαύλια των Εκκλησιών και στα εξωκκλήσια, διατηρούνται μέχρι σήμερα εκατοντάδες έθιμα απανταχού του Ελληνισμού!
Εξάλλου η Εκκλησία καθημερινά με την εθελοντική προσφορά της γίνεται όχι μόνο εστία και πηγή Ζωής με το έργο που επιτελούν οι πολύ καλά οργανωμένες Μητροπόλεις ή και μεμονωμένες ενορίες αλλά και σημαντικός φορέας διατήρησης και ανάπτυξης του πανάρχαιου πολιτισμού μας. Εκατοντάδες εκκλησιαστικά κέντρα-περιφερειακά και κοινοτικά- ανακουφίζουν καθημερινά χιλιάδες ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους από τους ξέφρενους ή και εξαντλητικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής και λειτουργούν ως ζεστές εστίες ζωής και πολιτισμού, σε μια εποχή αποχαύνωσης και αποπροσανατολισμού, με μια πολιτεία που αδιαφορεί εγκληματικά για την πολιτιστική της ταυτότητα και λησμονεί τις ζωηφόρες ρίζες της.
Μαθήματα παραδοσιακών μουσικών οργάνων, βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής, βυζαντινής ζωγραφικής, μαθήματα ενισχυτικής στήριξης σε αδύνατους ως προς τα μαθήματα μαθητές, συχνές εθελοντικές αιμοδοσίες, καθημερινά συσσίτια απόρων κ.λπ. πραγματοποιούνται από την Εκκλησία αφιλοκερδώς. Η Ιερή Μητρόπολη Λεμεσού π.χ. έχει καθιερώσει τα τελευταία χρόνια στις κατηχητικές της συνάξεις: πρωταθλήματα ποδοσφαίρου( Γυμνασίου-Λυκείου), διαγωνισμούς επιτραπέζιας αντισφαίρισης, μπιλιάρδου σκάκι και άλλων δραστηριοτήτων προσφέροντας στους νέους διέξοδο από την ασφυκτική πίεση που έχουν πλέον οι μαθητές (υπερφορτωμένο σχολικό πρόγραμμα κ.ά. ).
Εκτός όμως από τα προαναφερθέντα κοινωνικά έργα της Εκκλησίας, το σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο έργο της είναι, η δυνατότητα μετοχής στην Αλήθεια, στην ίδια την Πηγή της Ζωής, που είναι ο Χριστός. Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο Πιστός μέσω των μυστηρίων της, Μετάνοια-Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία κ. τ. λ.., έχει τη δυνατότητα να πετύχει τη θεία μέθεξη, να ζει δηλαδή ουκέτι αυτός αλλ’ εν αυτώ Χριστός και έτσι να φθάσει στην κατά χάρη Θέωση δια του ελέους του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού στον Οποίο ανήκει πάσα δόξα τιμή και προσκύνηση νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.
Βασική βιβλιογραφία:
– «Το Κρυφό Σχολειό: Μύθος ή Πραγματικότητα;» Εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1999.
– Ιωάννη Σ. Χριστοδούλου «Το μυστικό και η Βυζαντινή Μουσική», Λευκωσία χ.χρ.
– Κωνσταντίνος Γ. Ηλιάδης «Βυζαντινή Μουσική και ελληνικό – χριστιανικό πνεύμα», Αθήνα χ.χρ.
-Κώστας Παπαϊωάννου, «Η βυζαντινή ζωγραφική», Εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2005.
– Στήβεν Ράνσιμαν, «Το Βυζάντιο και εμείς», Άρδην τ. 57, Αθήνα 2005.
Σας ευχαριστώ,
Ένας Φοιτητής.