Η αναστάσιμη θεοεμπειρία στον Γέροντα Σωφρόνιο.
20 Απριλίου 2010
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (1896-11 Ιουλίου 1993) θεωρούσε την ανάσταση του Χριστού «το μεγαλύτερο από όλα τα γεγονότα του κτιστού κόσμου». Η ζωή του ήταν μια ζωή ποτισμένη από το αναστάσιμο πνεύμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι κοιμήθηκε εν Κυρίω το πρωί της Κυριακής της 11ης Ιουλίου 1993, κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας. Στις γραφές, που μας άφησε, συναντούμε πολλές αναφορές, που εκφράζουν την αναστάσιμη θεοεμπειρία του αγιασμένου αυτού Γέροντα του Έσσεξ Αγγλίας. Μας λέει χαρακτηριστικά: «όπου υπάρχει ολοκληρωτική πίστη, ελεύθερη από αστάθειες και αμφιβολίες, η χάρις του Αγίου Πνεύματος δίδει σ’ αυτούς που φλογερά μετανοούν και την πείρα της καταβάσεως στον άδη, και την πείρα του άδη της αγάπης, και της αναστάσεως της ψυχής, μέσα στα όρια της σωματικής ζωής». Βλέπουμε ότι σύμφωνα με τον Γέροντα Σωφρόνιο, προϋπόθεση για την ανάσταση της ψυχής, από αυτή τη ζωή, αποτελεί η «φλογερή μετάνοια», η οποία ορίζεται όχι απλώς μόνο ως νοητική πράξη, δηλαδή «ως στροφή του νοός», (….) αλλά συνοδεύεται «κατά φυσικό τρόπο από αίσθηση πικρίας για την αχρειότητα μας και από καρδιακή θλίψη για το χωρισμό μας από τον Άγιο Θεό». Φτάνει δε ο Γέροντας στην εξής αποκαλυπτική διαπίστωση: «Δεν υπάρχει οδύνη μεγαλύτερη από την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά οι πιο χειρότεροι απ’ όλους». Η πίστη στην ανάσταση του Χριστού νοηματοδοτεί κάθε ανθρώπινη δοκιμασία και με την προσευχή «ανάγει τη ψυχή στην απάθεια». «Χωρίς όμως πίστη (στην ανάσταση) κάθε δοκιμασία γίνεται σχεδόν παράλογη: στερείται νοήματος» (…) «σταδιακά σκοτώνει και σώμα και καρδία και νου, πριν ακόμη αυτά τελειωθούν στη γνώση του Θεού». Ο χριστιανός γνωρίζει «ότι βρίσκεται “σε πόλεμο” προς τον κοινό εχθρό όλων, το θάνατο. Στην ουσία ο άνθρωπος δεν έχει άλλον εχθρό. Παλεύομε για την ανάσταση, την προσωπική και κάθε άλλου συνανθρώπου». Η εκ νεκρών ανάσταση είναι ένα μυστήριο. «Μόνο κατά την ώρα της προσευχής ερχόμαστε μερικές φορές σε κατάσταση, που φανερώνονται σ’ εμάς εν μέρει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος». Παρακάτω παραθέτουμε μια συγκλονιστική μαρτυρία-αφήγηση του Γέροντα Σωφρόνιου, που περιγράφεται μια αναστάσιμη θεοεμπειρία που είχε ο άγιος, αφού, όπως ομολογεί, προηγουμένως «έπασχε εν τη μετάνοια του με όλη την ύπαρξή του»: «Και να, την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου (ίσως το 1924), το Φως με επισκέφθηκε μετά τη Θεία Μετάληψη και το αισθάνθηκα ως επαφή της Θείας αιωνιότητας με το πνεύμα μου. Ιλαρό, γεμάτο ειρήνη και αγάπη, το Φως παρέμεινε μαζί μου επί τρεις ημέρες. Διέλυσε το σκοτάδι της ανυπαρξίας, που στεκόταν μπροστά μου. Αναστήθηκα, και μέσα μου, μαζί μου, αναστήθηκε όλος ο κόσμος. Οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στο τέλος της ακολουθίας του Πάσχα ήχησαν με συγκλονιστική δύναμη: “Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος”. Καταπονημένος από το θέαμα του γενικού θανάτου, ανέζησα εκείνη τη στιγμή: Πραγματικά, και η ψυχή μου αναστήθηκε και δεν βλέπω πλέον κανένα νεκρό…. Εάν τέτοιος είναι ο Θεός, πρέπει το συντομότερο να εγκαταλείψω τα πάντα και να επιζητήσω μόνον την ένωση μαζί Του». Σε κάποιο άλλο σημείο θα ταυτίσει ο Γέροντας αυτό το Φως («το υπερκόσμιο») με το άκτιστο Φως της θείας Μεταμορφώσεως και θα μας διδάξει: «Η κάθοδος αυτού (του Φωτός) σ’ εμάς δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο: αποκάλυψη ουρανίων μυστηρίων», για να συμπεράνει: «Χωρίς αυτό το Φως η γη θα παρέμενε εκτός της αληθινής θεογνωσίας. Βάσει της προσωπικής μου πείρας, επέτρεψα στον εαυτόν μου να ονομάσει το Φως αυτό Φως αναστάσεως. Με τον ερχομό αυτού του Φωτός το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται στη σφαίρα όπου δεν υπάρχει θάνατος». Συνεχίζοντας ο θεοδίδακτος Γέροντας θα μας αποκαλύψει: «Η έλλαμψη από αυτό το Φως δίνει στον άνθρωπο την πείρα της αναστάσεως ως πρόγευση της μέλλουσας μακαριότητας». Όμως δεν αξιώνονται όλοι τέτοιας πείρας αναστάσεως, αλλά μόνον οι ικανοί να αντιληφθούν το Χριστό: «Ο Χριστός μετά την Ανάστασή του εμφανιζόταν αποκλειστικά σ’ εκείνους, οι οποίοι ήσαν ικανοί να Τον αντιληφθούν στη ήδη θεωμένη και πεφωτισμένη σάρκα Του, παραμένοντας αόρατος στους άλλους». Οι δεκτικοί του Άκτιστου Φωτός αξιώνονται και της αναστάσιμης χαράς: «Όταν δε κατέρχεται σ’ εμάς το Άκτιστο Φως, τότε μεταδίδεται σ’ εμάς η χαρά της αναστάσεως, και ο νους μας θεωρεί τον Κύριον αναβαίνοντα , «όπου ην το πρότερον ».
(Πρεσβυτέρου Σταύρου Τρικαλιώτη, «Τα ένδεκα Εωθινά Ευαγγέλια», Εκδ. Τήνος, σ. 33).