Το να ζει κανείς “εν Χριστώ” σημαίνει να ζει πέραν του θανάτου.
19 Απριλίου 2010
του ΟΛΙΒΙΕ ΚΛΕΜΑΝ, Γάλλου Ορθόδοξου Θεολόγου.
Από το χριστιανισμό μαθαίνουμε ότι το πρόσωπο ανάλογα με την πίστη του αδράχνεται σε μια μεγάλη αναστάσιμη κίνηση. Στην ευχαριστηριακή καρδιά της Εκκλησίας, όπως και στην πνευματική «καρδιά» κάθε πιστού, ο Χριστός εξακολουθεί να νικά το θάνατο. Έτσι, η ανθρωπότητα και, δι’ αυτής, το σύμπαν εισάγονται σε μια πελώρια μεταμόρφωση: την οποία η αγιότητα προλαμβάνει και σπεύδει στην ολοκλήρωση της.
Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν […] ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,18-22). Όταν κάποιος αγαπά, όταν αγάπησε έστω και για μια στιγμή, ξέρει πως κανείς δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ποτήριο της ευχαριστίας, όπου υπεραφθονούν οι θείες ενέργειες «υπέρ της του κόσμου ζωής»,
Ο άγιος είναι ο άλλως ζων, που δρασκέλισε ήδη το θάνατο και μεταλαμβάνει την Ανάσταση.
Στην παλαιοχριστιανική εποχή, οι άνθρωποι ονόμαζαν έναν μεγάλο πνευματοφόρο ως έναν αναστημένο. Και ο λαός χαρακτήριζε τους χριστιανούς, όταν ο διωγμός ηύξανε το μαρτύριο, ως «εκείνους που δεν φοβούνταν το θάνατο».
Έτσι, ο θάνατος άλλαξε σημασία. Δεν είναι πια τείχος της αγωνίας, αλλά, διαμέσου της αδημονίας που εξομοιώνεται μ’ εκείνη του Χριστού, υπόσχεται ειρήνη.
«Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν», λέει ο Χριστός, «ειρήνην την πάντα νουν υπερέχουσαν»,«ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν»: μια ειρήνη που δεν είναι πια εκ του κόσμου τούτου. Το να ζει κανείς εν Χριστώ σημαίνει να ζει πέραν του θανάτου, να κάνει να βλασταίνει μέσα του το «σώμα της δόξης».
Στην Κωνσταντινούπολη, όταν πάρει κανείς την αρχαία «Μέση Οδό», αφήνει πίσω του την Αγία Σοφία, τη βασιλική της του Θεού Σοφίας, που υπήρξε το κέντρο ενός θαυμάσιου, αλλά κλειστού, χριστιανικού πολιτισμού· και καταλήγει φτάνοντας, στα προάστια, στη μικρή εκκλησία της χώρας, δηλαδή των αγρών, οι οποίοι άρχιζαν από ‘κει, αλλά δείχνει επίσης το «σύνορο», εκείνο της πόλης, εκείνο ενός πολιτισμού, το σύνορο κυρίως της ανθρώπινης μοίρας.
Σ’ ένα ευρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, το ύστερο Βυζάντιο που βάδιζε προς το θάνατο, έγραψε για μας το μήνυμα του: στην τοιχογραφία της αψίδας, ο Χριστός κατεβαίνει στον Αδη για να τον συντρίψει· είναι λαμπροφορεμένος, αλλά δεν βρίσκεται πια επί του όρους της Μεταμορφώσεως, είναι στον ίδιο το βυθό της αγωνίας και της σκοτεινής ασφυξίας. Το ένα του πόδι, με μια απίστευτη βία, θραύει τα «κλείθρα του κόσμου τούτου». Το άλλο πόδι, σε μια κίνηση χορού, σαν σε κολύμπι, αρχίζει την άνοδο, όπως ο βουτηχτής που, αφού άγγιξε το βυθό, τον «χτυπά» για ν’ ανέβει ξανά στον αέρα και το φως.
Αλλά ο αέρας και το φως είναι Εκείνος: «σήμερον μετ’ εμού έσει εν τω παραδείσω» μπόρεσε να πει, την ώρα της σταυρώσεως, στο ληστή που ξεψυχούσε δίπλα του.
Ο αέρας και το φως είναι η ακτινοβολία του προσώπου του που αστράφτει από το Πνεύμα.
Και να η απελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι του Χριστού πιάνει από τον καρπό του χεριού (και όχι από την παλάμη, η σωτηρία είναι προπάντων ένα δώρο και όχι μια διαπραγμάτευση) τον Άνδρα και τη Γυναίκα, και τους πετά έξω απ’ τα μνήματα τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο είναι άπειρο και σ’ αυτή την τέχνη τα σώματα δεν ρίχνουν σκιά. Καμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό. Καμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο είναι ένα μυστικό.
Κανένας χωρισμός: όλα τα πρόσωπα είναι φλόγες της ίδιας Φωτιάς. Και ο σκοπός δεν είναι η αθανασία των ψυχών αθάνατες, είναι ήδη και στον Αδη, σ’ αυτόν τον αθάνατο θάνατο που συνιστά η αγωνία: κάθε πρόσωπο είναι εκ της γης, αλλ’ αυτή η γη είναι καμωμένη απ’ τον ουρανό.
(Εκκλησία τ. 10 ένθετο της εφημερίδας ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ)