Ο άγιος Νεομάρτυς Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης
19 Απριλίου 2010
Μαρτύρησε στη Σμύρνη στις 19 Απριλίου 1819
Ο άγιος καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκης και το κοσμικό του όνομα ήταν Αθανάσιος. Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχιας πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο. Ο δυσσεβής πλοίαρχος βλέποντας την εξυπνάδα , τη σύνεση και τα προτερήματά του νέου έβαλε στον νου του πώς να τον εκβιάσει και να τον εξισλαμίσει.
Κάποια νύχτα, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, προφασιζόμενος ότι θέλει να πάει για κάποια υπόθεσή του στην πόλη, διέταξε τον νέο να προπορευθεί κρατώντας φανάρι, για να του φωτίζει τον δρόμο. Έτσι προχωρώντας τον οδήγησε στο τούρκικο νεκροταφείο, όπου, κρατώντας τη μαχαίρα του, τον απείλησε πως ,αν δεν γίνει μουσουλμάνος, θα τον σφάξει. Ο άγιος φοβήθηκε και είπε ότι δέχεται. Αμέσως τότε εκείνος, μέσα στη νύχτα, τον οδήγησε στον δικαστή , όπου ομολόγησε και περιετμήθη αμέσως.
Μετά από λίγες ημέρες αρρώστησε βαριά και ,φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση, μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό ,επειδή πάλι κινδύνευσε να φονευθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε και ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου με συμβουλή ενός ενάρετου πνευματικού προσήλθε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Ο ηγούμενος Ευθύμιος τον δέχθηκε και τον έβαλε να υπηρετεί στο μαγειρείο. Κάποια ημέρα τον έτσουξαν τα μάτια του από τον καπνό και γυρνώντας στο κελλί του άρχισε να κλαίει με τη σκέψη , εάν δεν μπορώ να υπομείνω τον καπνό, πως θα υπομείνω το μαρτύριο ; Προσευχόταν δε θερμά στον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο να τον ενδυναμώσουν να εκπληρώσει τον πόθο του. Πράγματι του εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος και του λέει : Έχε θάρρος , παιδί μου, διότι θα απολαύσεις το ποθούμενο μαρτύριο.
Αφού τελείωσε τον κανόνα του, με εντολή του ηγουμένου ο πνευματικός του διάβασε τις ανάλογες ευχές και τον έχρισε με το άγιο μύρο, επανεντάσσοντάς τον έτσι στην Εκκλησία. Κατόπιν συνοδευόμενος από τον γέροντά του επισκέφθηκε την Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και συγκεκριμένα την καλύβη όπου είχαν ασκηθεί οι Νεομάρτυρες Ευθύμιος, Ακάκιος, Ιγνάτιος και Ονούφριος και προσκύνησε τα τίμια λείψανά τους. Όταν επέστρεψαν στη Μονή, ο ηγούμενος όρισε ν’ αρχίσει τον προμαρτυρικό αγώνα, με την επίβλεψη του γέροντος Γερμανού. Με πολλή χαρά και προθυμία ο άγιος απομονώθηκε στον πύργο, όπου ξεκίνησε την άσκησή του με αδιάλειπτη προσευχή, αυστηρή νηστεία και σωματική άσκηση.
Την τετάρτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής εκάρη μοναχός με το όνομα Αγαθάγγελος και κοινώνησε των Αχράντων μυστηρίων .
Μετά από δυο εβδομάδες, κατά θεία οικονομία, προσορμίστηκε πλοίο στην Μονή , το οποίο θα αναχωρούσε για την Σμύρνη τη Δευτέρα του Πάσχα. Έτσι στον εσπερινό του Πάσχα ο ηγούμενος του έδωσε το Μέγα Σχήμα των μοναχών και όλοι οι αδελφοί τον ασπάστηκαν με δάκρυα, ευχόμενοι να τον ενισχύσει ο Κύριος στον αγώνα του μαρτυρίου.
Την άλλη μέρα αναχώρησαν με τον γέροντα Γερμανό και έφθασαν στη Σμύρνη την Κυριακή του Θωμά. Ντυμένος με τούρκικα ρούχα και κρατώντας τον σταυρό και την εικόνα της Αναστάσεως πήγε στον δικαστή. Όταν τον ρώτησαν τι θέλει απάντησε :
Εξαπατήθηκα από τον προηγούμενο αφέντη μου, Τούρκο, και δέχτηκα την θρησκεία του αλλά τώρα πάλι είμαι Χριστιανός.
Όλοι οι παρόντες άρχισαν με κολακείες, πολλές υποσχέσεις και ταξίματα να μεταπείσουν τον άγιο. Εκείνος όμως προσευχόμενος συνεχώς νοερά τους απάντησε : Και σας σιχαίνομαι και τις συμβουλές σας και τις υποσχέσεις σας βδελύσσομαι και μόνο τον Χριστό μου ποθώ να απολαύσω.
Με εντολή του δικαστή τον άρπαξαν οι βάναυσοι οπλοφόροι και ,χτυπώντας τον, τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στην ποδοκάκη και βαριά αλυσίδα στον λαιμό. Όσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στη φυλακή τον ευλαβούνταν ως μάρτυρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, με την παράκληση του ηγουμένου Ευθυμίου ,παράγγειλε σε όλους τους ιερείς και όλους τους Χριστιανούς της Σμύρνης και έκαναν θερμή δέηση υπέρ του μάρτυρος .
Την νύχτα της Παρασκευής τον έφεραν πάλι στο κριτήριο. Ο άγιος έμεινε στερρός στην ομολογία , οπότε διατάχθηκε ο δι’ αποκεφαλισμού θάνατός του.
Με φωνές και αλαλαγμούς οι δήμιοι τον οδήγησαν στο τόπο της εκτέλεσης, όπου και αποκεφαλίστηκε, ημέρα Σάββατο, 19 Απριλίου. Ο άγιος ήταν εικοσιτεσσάρων ετών.
Μετά από δύο ημέρες επετράπη στους Χριστιανούς να παραλάβουν το τίμιο λείψανο. Το ενταφίασαν με τιμές στον ναό του Αγίου Γεωργίου , στον τάφο του νεομάρτυρα Δήμου, ο οποίος είχε μαρτυρήσει το 1763.
Το 1844 με ενέργειες του ηγουμένου Αγαθαγγέλου προς τον Μητροπολίτη και τους Δημογέροντες της Σμύρνης, απεδόθησαν στην Ι. Μονή Εσφιγμένου η αγία και θαυματουργή Κάρα καθώς και τμήμα λειψάνων του αγίου Νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου.