Φαντασιώσεις ή κλοπή; Η ουδετερότητα είναι αδιανόητη.
18 Απριλίου 2010
Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων από το τέλος του ευαγγελίου του Μάρκου αφηγείται δύο γεγονότα μεγάλης σημασίας, τον ενταφιασμό του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ (15, 43 – 47) και την επίσκεψη των μυροφόρων γυναικών στον άδειο τάφο (16, 1 – 8) . Ο ενταφιασμός είναι η τελευταία πράξη του δράματος του σταυρού, με την οποία κλείνει ο κύκλος της επίγειας δράσεως του Ιησού· η ανάσταση είναι η απαρχή ενός καινούργιου κόσμου που προσφέρεται στους ανθρώπους που πιστεύουν.
Πριν ασχοληθούμε με τη δεύτερη διήγηση, ας στρέψουμε για λίγο τη προσοχή μας στο πρόσωπο του Ιωσήφ, ο οποίος φαίνεται ότι κατείχε υψηλή κοινωνική θέση («ευσχήμων βουλευτής») και ανήκε σε αυτούς που περίμεναν με κρυφή ελπίδα τη Βασιλεία του Θεού. Στην παράλληλη διήγησή του ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει περί του Ιωσήφ ότι ήταν «μαθητής του Ιησού, κεκρυμμένος διά τον φόβον των Ιουδαίων» (19, 38) , προσθέτει δε ότι μαζί με τον Ιωσήφ συνήργησε και ο Νικόδημος, ένας άλλος αφανής μαθητής. Τη στιγμή που οι γνωστοί μαθητές, τρομοκρατημένοι και απογοητευμένοι από τη σταύρωση του διδασκάλου τους, είναι κλεισμένοι σε ένα σπίτι, ο Ιωσήφ «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να αποδώσει την ύστατη τιμή στο νεκρό διδάσκαλο, τον οποίο δεν είχε το θάρρος να υπηρετήσει ζωντανό. Ο σταυρός, αντί να τον φοβίσει, τον όπλισε με τόλμη, τον έκανε να αφυπνισθεί και να λάβει θέση απέναντι στον εσταυρωμένο. Υπάρχουν συνταρακτικές στιγμές που φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τον συγκλονίζουν και τον οδηγούν στις μεγάλες αποφάσεις. Είναι οι στιγμές που νιώθει κανείς να τον αγγίζει κατάβαθα το χέρι του Θεού σαν παρουσία αγάπης. Ο Ιωσήφ συγκλονισμένος από το σταυρό του Χριστού, ξεπέρασε τους υποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε το χρέος του και ζήτησε από το Ρωμαίο διοικητή να του επιτρέψει να προσφέρει τις τελευταίες φροντίδες στο σώμα του εσταυρωμένου, τοποθετώντας το στον τάφο με όλη τη σχετική διαδικασία.
Ο τάφος όμως, ο «λελατομημένος εκ πέτρας» και κλεισμένος με λίθο στην είσοδό του, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κρατήσει μέσα του τον Αρχηγό της ζωής· «ου γαρ καθέξει τύμβος αυτοζωΐαν», ψάλλει η Εκκλησία μας το βράδυ της Μ. Παρασκευής. Στη συνέχεια του αναγνώσματος, στην δεύτερη διήγηση, αναζητούν οι μυροφόρες γυναίκες το νεκρό Ιησού στον τάφο για να τον αλείψουν με αρώματα, κατά τα έθιμα της εποχής. Ενώ πηγαίνουν για να αποδώσουν μια τελευταία τιμή, βρίσκονται έκθαμβες μπροστά στην αρχή μιας νέας δωρεάς που ακόμα δεν συνέλαβαν το νόημα και την έκτασή της. Με πολλή λιτότητα ο ευαγγελιστής περιγράφει τη ψυχική κατάσταση των γυναικών: «εξεθαμβήθησαν», «είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γαρ». Η φράση του αγγέλου «Μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένο; ηγέρθη ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν» δημιουργεί δέος και έκσταση, και αφαιρεί τη λαλιά τους.
Αυτές οι γυναίκες είναι οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως. Όσο κι αν ηχούν τα λόγια τους «σαν φλυαρία» στους μαθητές στους οποίους διηγούνται το γεγονός του κενού τάφου, αποτελούν μια πραγματικότητα τη οποία ζουν εν συνεχεία και οι ίδιοι οι μαθητές. Σ’ αυτούς εμφανίζεται ύστερα ο Αναστημένος Χριστός για να κραταιώσει τη πίστη τους και να τους στείλει μάρτυρες της Αναστάσεώς του «έως εσχάτου της γης» (Πράξ. 1, 8) , σ’ αυτούς και όχι στον Ιωσήφ που ο σταυρός τον έκανε να λάβει φανερή θέση απέναντι στον Ιησού, του οποίου ασφαλώς εν συνεχεία θα πίστευε την ανάσταση, αν και δεν έχουμε σχετική πληροφορία των ευαγγελίων περί αυτού.
Το α’ μέρος του αναγνώσματος μας δείχνει -εκτός των όσων είπαμε για το πρόσωπο του Ιωσήφ- και την ιστορική πραγματικότητα του θανάτου του Ιησού, για την οποία δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλει. Το β’ μέρος μας παριστάνει την ανάσταση σαν πραγματικότητα που δεν εντάσσεται όμως στα εκτυλισσόμενα εντός της νομοτέλειας του παρόντος κόσμου γεγονότα, αλλά στηρίζεται στη βάση της πίστεως. Ένας άπιστος και κακόβουλος δεν θα μπορέσει ποτέ να πειστεί λογικά για την ιστορικότητα της αναστάσεως και θα μιλήσει είτε για κλοπή του σώματος του νεκρού Ιησού από τους μαθητές όπως έκαναν οι Ιουδαίοι, είτε για φαντασιώσεις των εύπιστων μαθητών όπως έκαναν οι διάφοροι ανά τους αιώνες ορθολογιστές. Εκείνο όμως που πείθει είναι το βίωμα των μαθητών και η προσφορά της ζωής τους για τη διακήρυξη της αυθεντικότητας του βιώματος αυτού. Η Ανάσταση του Χριστού δεν πείθει λογικά αλλά προκαλεί τον άνθρωπο κάθε εποχής και τον προσκαλεί να λάβει θέση απέναντί της. Η ουδετερότητα είναι αδιανόητη. Η αρνητική και εχθρική στάση απέναντί της σημαίνει την υποδούλωση του ανθρώπου στα στενά όρια μιας ενδοκοσμικής υπάρξεως στην οποία κυριαρχεί ο τρόμος του θανάτου και η αγωνία του μηδενός. Ενώ από την άλλη μεριά η θετική τοποθέτηση, η εν πίστει αποδοχή της Αναστάσεως, σημαίνει το άνοιγμα του ανθρώπου σε ένα νέο κόσμο ελπίδας, όπου το φράγμα του θανάτου διασπάται από την προσδοκία της αναστάσεως. Γιατί ο αναστάς εκ νεκρών Ιησούς Χριστός «απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο».
(Ι.Δ.Καραβιδόπουλου, καθηγητού Παν/μίου, «Οδός ελπίδας»)