Τα Καθολικά των Μονών του Αγίου Όρους. (Με φωτογραφικό υλικό)
17 Απριλίου 2010
Όπως είναι γνωστό ένα ορθόδοξο μοναστήρι σπάνια διαθέτει ένα μόνο ναό. Στα μεγαλύτερα μάλιστα μοναστήρια, όπως εκείνα του Αγίου Όρους, υπάρχουν πολλοί ναοί, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι, που βρίσκονται τόσο μέσα, όσο και έξω από τον περίβολο της μονής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει πάντα, τόσο για το ρόλο του, όσο και για το μέγεθός του και τη θέση του, ο καθολικός ναός, ή απλούστερα, το καθολικό, που, όπως φανερώνει και ο όρος, αποτελεί το κέντρο της λατρευτικής ζωής της μονής. Είναι ο ναός στον οποίο τελείται η καθημερινή λατρεία και εορτάζονται οι μεγάλες γιορτές. Για τον μοναχό το καθολικό είναι το επίκεντρο του μοναστικού του βίου, και σ’ αυτό περνάει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.
Ο κυριαρχικός ρόλος του καθολικού ως πνευματικού Κέντρου της μονής, εκφράζεται στο επίπεδο της κτιριακής σύνθεσης με την τοποθέτησή του στο γεωμετρικό κέντρο του συγκροτήματος. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική, όσον αφορά μάλιστα τα αγιορείτικα καθολικά, είναι η περιγραφή που δίνεται σε μια βιογραφία («Βίος Β») του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, γραμμένη γύρω στο τέλος του 11ου αιώνα, σχετικά με την κτιριακή οργάνωση της μονής Μεγίστης Λαύρας: « … Και μετά τούτο της των κελλίων απαρξάμενος οικοδομής κύκλω ταύτα της εκκλησίας κατεσκεύασεν εν τετραγώνω σχήματι, κελλίον το κελλίον συνάψας, ώντινων μέσω ίσταται η εκκλησία, ώσπερ τις οφθαλμός βλεπόμενος πάντοθεν ,..». Η περιγραφή αυτή για την συγκρότηση της αρχαιότερης αγιορείτικης μονής, που υπήρξε το πρότυπο και για τις υπόλοιπες, αποδίδει με ακρίβεια, και με τα σημερινά ακόμα δεδομένα, τον χαρακτήρα της κτιριακής οργάνωσης των μοναστηριών του Αγίου Όρους.
Πράγματι το αγιορείτικο καθολικό δεσπόζει ελεύθερο στο μέσο της αυλής, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα διατάσσονται περιφερειακά γύρω του, τονίζοντας έτσι την υπεροχή του στο μέγεθος και αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον κυρίαρχο ρόλο του στο σύνολο. Όπου είναι δυνατόν, αφήνεται κάποια ευρύτητα χώρου γύρω του, ιδιαίτερα προς τα Δυτικά, όπου και η πρόσοψη, έτσι ώστε να υπάρχει ευρυχωρία για την τοποθέτηση της φιάλης, αλλά και να παρέχεται στον προσερχόμενο η δυνατότητα να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα του κτίσματος.
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν τον γενικώς ισχύοντα κανόνα και όχι κάποιες ολότελα απαράβατες αρχές. Κατ’ αρχήν υπάρχει η περίπτωση της μονής Ξενοφώντος όπου παρατηρείται το φαινόμενο της ύπαρξης δύο καθολικών· η πρωτοτυπία οφείλεται σε κάποια εκτεταμένη διεύρυνση του παλιού μικρού περιβόλου στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, που δημιούργησε την ανάγκη ανέγερσης νέου μεγαλύτερου καθολικού σε άλλη θέση. Πέρα από την ακραία και μοναδική αυτή περίπτωση, διάφορα εκάστοτε δεδομένα, όπως η μορφολογία του εδάφους ή, η προσφερόμενη οικοδομήσιμη έκταση, επιδρούν καθοριστικά στη διάταξη των κτισμάτων και την εν γένει σύνθεση του συνόλου. Έτσι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελεύθερη τοποθέτηση του καθολικού στην αυλή καταλήγει να σημαίνει ένα στενό περιφερικό διάδρομο μεταξύ αυτού και των γύρω πτερύγων, ή ακόμα, η δυτική πλευρά του καθολικού να εισχωρεί στην απέναντι πτέρυγα και να ενσωματώνεται στα κτίσματά της. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί πως, σε κάποιες παλαιότερες φάσεις μερικών μονών, το κτίσμα του καθολικού δεν ήταν ελεύθερο στο κέντρο της αυλής, αλλά ενταγμένο σε κάποια περιφερειακή πτέρυγα.
Τα αγιορείτικα καθολικά ανήκουν στον λεγόμενο «αθωνικό» ή «αγιορείτικο» τύπο ναού, που είναι βασικά ο σύνθετος εγγεγραμμένος τετρακιόνιος σταυροειδής τύπος συμπληρωμένος με κάποια επί πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά, που αποτελούν και τα ειδοποιά γνωρίσματα του τύπου, είναι κατά πρώτο λόγο οι δύο κόγχες των χορών, στα άκρα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού, καθώς και ο ευρύχωρος νάρθηκας, η λεγόμενη λιτή. Κατά δεύτερο λόγο είναι τα παρεκκλήσια που υπάρχουν σε πολλά καθολικά ενσωματωμένα εκατέρωθεν της λιτής. Κατά τρίτο, τέλος, λόγο είναι οι δύο μικροί χώροι, τα λεγόμενα τυπικαριά, που, σε μερικές περιπτώσεις, προστίθενται στα άκρα της ανατολικής πλευράς του ναού.
Συγκεκριμένα ο κυρίως ναός συνίσταται από τον τετραγωνικής κάτοψης χώρο που ορίζουν οι τέσσερις κεραίες του σταυρού με τα γωνιαία διαμερίσματα και τον κεντρικό τρούλο στη μέση, καθώς και από τις δύο κόγχες των χορών που εξέχουν στα πλάγια. Ο κεντρικός τρούλος έχει ψηλό τύμπανο με μεγάλα παράθυρα, και φέρεται από τέσσερις κίονες. Οι κεραίες του σταυρού στεγάζονται με ημικυλινδρικές καμάρες, ενώ τα τέσσερα γωνιαία διαμερίσματα καλύπτονται από μικρούς θόλους. Οι πλάγιες κόγχες των χορών είναι εσωτερικά πάντοτε ημικυκλικής κάτοψης και εξωτερικά συνήθως τρίπλευρες ή πολυγωνικές, στεγάζονται με τεταρτοσφαίρια, και έχουν μεγάλα παράθυρα, σχεδόν πάντα μόνον στον άξονα τους.
Το ιερό καταλαμβάνει, κατά τα γνωστά, το ανατολικό τμήμα του ναού, από τον οποίο οριοθετείται με το τέμπλο, και χωρίζεται στο κεντρικό άγιο βήμα και στα εκατέρωθεν παραβήματα, δηλαδή την πρόθεση και το διακονικό. Το κεντρικό τμήμα του διαμορφώνεται από την προέκταση της ανατολικής καμάρας του σταυρού (μέσω ενός ακόμα ζεύγους κιόνων ή, συνηθέστερα, πεσσών), και την κεντρική κόγχη του ιερού, που είναι εσωτερικά ημικυκλική και εξωτερικά σχεδόν πάντα τρίπλευρη ή πολυγωνική, με ένα ή τρία παράθυρα, και τεταρτοσφαιρική κάλυψη. Η πρόθεση και το διακονικό καλύπτονται από μικρούς θόλους, και οι κόγχες τους είναι εσωτερικά ημικυκλικές και εξωτερικά τρίπλευρες, με ένα στενόμακρο παράθυρο, και τεταρτοσφαιρική κάλυψη. Σε μερικά καθολικά, αντί των κογχών των παραβημάτων, εξέχουν τα λεγόμενα τυπικαριά. Αυτά είναι δύο χώροι, εσωτερικά κυκλικής και εξωτερικά πολυγωνικής κάτοψης, που καταλαμβάνουν τον χώρο των δύο ανατολικών γωνιών του κτίσματος, και στεγάζονται με τρούλο που έχει ψηλό τύμπανο με παράθυρα.
Δυτικά του κυρίως ναού βρίσκονται οι δύο ή και τρεις νάρθηκες του καθολικού. Αμέσως μετά τον κυρίως ναό υπάρχει η λιτή, ένας ευρύχωρος νάρθηκας, συχνά τόσο μεγάλος όσο και ο κυρίως ναός, ή και ακόμα μεγαλύτερος, με πολυμερή κάλυψη από τρούλους και θόλους που φέρονται από δύο συνήθως κίονες, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις με τέσσερις ή και οκτώ ακόμα κίονες. Εδώ τελείται ένα μέρος του μοναστηριακού λειτουργικού τυπικού, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ακολουθία της λιτής· σ’ αυτήν οφείλει την ονομασία του ο χώρος. Σε μερικά καθολικά η μεγάλη κιονοστήρικτη λιτή υποκαθίσταται από ένα στενό εσωνάρθηκα χωρίς καθόλου κίονες.
Βόρεια και νότια της λιτής (ή μόνο στη μία πλευρά, συνήθως στη βόρεια) προστίθενται ένα ή δύο παρεκκλήσια που επικοινωνούν με αυτήν, ενώ συνήθως διαθέτουν και δεύτερη πρόσβαση από τα δυτικά τους μέσω του εξωνάρθηκα. Τα παρεκκλήσια είναι ναΐδρια του τύπου των σταυροειδών εγγεγραμμένων ή των απλών τρουλλαίων ναών.
Δυτικότερα της λιτής συχνά υπάρχει και δεύτερος νάρθηκας στενότερος από αυτήν και με απλούστερη στέγαση. Σε πολλά, τέλος, καθολικά, υπάρχει και ένας ακόμη νάρθηκας (δεύτερος ή τρίτος, ανάλογα την συγκεκριμένη περίπτωση), ο εξωνάρθηκας, που διαμορφώνεται ως ανοικτή ή κλειστή τοξοστοιχία.
(Πηγή: Παλιό ημερολόγιο του ΚΕ.Δ.Α.Κ)