Ποτέ δεν μπορεί να πιστέψει, εκείνος που δεν θέλει να μετανοήσει.
16 Απριλίου 2010
Οι δύο ενστάσεις.
Δύο ενστάσεις διατυπώνονται συνήθως για να μειώσουν τη δύναμη των ιστορικών μαρτυριών της Αναστάσεως.
• Η πρώτη ένσταση: Γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε και στους εχθρούς του; Και όμως ο Χριστός εμφανίσθηκε και στους εχθρούς του. Πρώτα-πρώτα ανάμεσα στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, τους μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού, υπάρχουν πρόσωπα που ήταν αντιφρονούντες (Ιάκωβος, Ιούδας οι αδελφόθεοι) ή και εχθροί του Χριστού (Παύλος) και έγιναν μαθητές και μάρτυρές του, όταν τον είδαν αναστημένο. Το ότι πίστεψαν, όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά μάλλον ενισχύει τη μαρτυρία τους και την αποδεικνύει περισσότερο αληθινή, διότι κάθε καλοπροαίρετος αντίπαλος παύει να είναι εχθρός, όταν πεισθεί για την αλήθεια του αντιπάλου του. Είναι, λοιπόν, παραλογισμός και φανατισμός να ζητούμε μαρτυρίες από εχθρούς οι οποίοι εξακολουθούν να παραμένουν εχθροί και μετά τη διαπίστωση του γεγονότος.
Εξάλλου, πρώτοι μίλησαν για το άδειο μνήμα του Χριστού οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο, οι οποίοι βέβαια δεν υπήρξαν φίλοι του Χριστού. Αλλά και σ’ αυτούς τους σταυρωτές του έστειλε το μήνυμα της αναστάσεώς του ο Κύριος. Οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας, ο Πιλάτος και η αυλή του είναι οι πρώτοι που βεβαιώθηκαν για την Ανάσταση από την ομολογία των στρατιωτών. Όλοι αυτοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, όταν ο απόστολος Πέτρος, πενήντα μόλις μέρες μετά την Ανάσταση, κήρυξε το γεγονός, ελέγχοντάς τους μάλιστα σκληρά για τη στάση τους έναντι του Ιησού, αλλά κανείς από αυτούς δεν τόλμησε να τον διαψεύσει επίσημα. Επιπλέον, οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν δίκες, όπου εξετάστηκαν οι σπουδαιότεροι μάρτυρες της Αναστάσεως, ο Πέτρος, ο Ιωάννης και ο Παύλος και κανείς δεν τόλμησε να προσβάλει ή να ανατρέψει τη μαρτυρία τους. Βέβαια το ερώτημα είναι: Γιατί οι εχθροί του, αφού καταλάβαιναν την αλήθεια, δεν δέχθηκαν τη μαρτυρία της; Γιατί η μαρτυρία της Αναστάσεως είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη διδαχή της μετανοίας και ποτέ δεν μπορεί να πιστέψει εκείνος που δεν θέλει να μετανοήσει.
• Η δεύτερη ένσταση είναι: Γιατί δεν εξιστορείται η ανάσταση του Χριστού από κάποιον ιστορικό της εποχής; Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι η Εκκλησία στα πρώτα χρόνια της εμφανίσεως της δεν είχε επισύρει την προσοχή των ιστορικών, ώστε να εκδηλωθεί ενδιαφέρον για την υπόθεσή της. Έπειτα, ο μόνος ιστορικός της εποχής, που ασχολείται με την ιουδαϊκή ιστορία εκείνων των χρόνων και ενδεχομένως θα μπορούσε να παρέχει κάποια σχετική μαρτυρία, είναι ο ιουδαίος Ιώσηπος. Έγραψε μεταξύ των ετών 70-100 μ.Χ., όταν ήδη εκείνοι που ομολογούσαν ότι ο Χριστός αναστήθηκε μαρτυρούσαν στα αμφιθέατρα, ο ίδιος δε ως φαρισαίος απεχθανόταν τους χριστιανούς και συνευδοκούσε στα μαρτύρια τους. Για την ανάσταση του Χριστού σιωπά, ωστόσο η σιωπή του Ιώσηπου συνιστά μία έμμεση άλλα εύγλωττη μαρτυρία. Διότι έχουμε κάθε δικαίωμα να σκεφθούμε ότι, αν ο Ιώσηπος είχε ιστορικά στοιχεία πως η πίστη των χριστιανών ήταν ένα ψέμα, θα έσπευδε να καταγγείλει το γεγονός και να διαψεύσει τη μαρτυρία τους για την ανάσταση του Χριστού. Αποσιωπώντας εντελώς το γεγονός στη πραγματικότητα μαρτυρεί γι’ αυτό με τον τρόπο του, εκ του αντιθέτου. Αλλά και αν έγραφε για την ανάσταση του Χριστού ο Ιώσηπος, δεν θα ήταν σπουδαία η μαρτυρία του, αφού δεν υπήρξε ούτε αυτόπτης ούτε αυτήκοος μάρτυρας. Θα έγραφε μόνο ό,τι άκουσε από άλλους. Αυτό όμως έμμεσα υπάρχει στην ιστορία του, αφού δεν αρνείται το ζωντανό μνημείο που προβάλλει μπροστά την Εκκλησία.
(Στεργ.Ν.Σάκκου, «Αληθώς ανέστη ο Κύριος»)