Μια νέα απόδειξη.Μια νέα μαρτυρία.
15 Απριλίου 2010
Εξηγήσεις σχετικά με το αναστημένο σώμα του Κυρίου μας δίνουν οι ύμνοι της Κυριακής του Θωμά. Αυτός ψηλαφεί τα σημάδια των πληγών στη πλευρά του Κυρίου, πράγμα που δείχνει πως το σώμα διατηρείται στην αιωνιότητα. Αλλά αυτό το σώμα καίει σαν φωτιά. Μόνο χάρη στη συγκατάβαση του Κυρίου ο Θωμάς δεν κάηκε αγγίζοντας το σώμα Του. Η φωτιά της αγάπης, της καθαρότητας και της πνευματικής πληρότητας του Χριστού, ενισχυμένα από το Άγιο Πνεύμα, υψώνουν και την ύλη του σώματος στην κατάσταση της φωτιάς και του φωτός. Αν το φώς που είχε το πρόσωπο του Μωϋσή ήταν τόσο δυνατό, που οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να το αντικρύσουν, κι αν γι’ αυτό ο Μωϋσής όφειλε να έχει το πρόσωπο του σκεπασμένο μ’ ένα ύφασμα, (Β’ Κορινθ. 3,13), κι αν το φως του προσώπου του Χριστού στο Θαβώρ ακτινοβολούσε όπως ο ήλιος και κατατρόμαξε τους τρεις μαθητές (Ματθ. 17, 2-7), πόσο πιο δυνατό πρέπει να ήταν το φως του αναστημένου σώματος του Χριστού; Αλλά το χέρι του Θωμά προστατευμένο από το Θεό, ένιωσε ωστόσο πάνω του τη δύναμη, που έβγαινε από το σώμα του Κυρίου. «Τίς εφύλαξε την του Μαθητού παλάμην τότε αχώνευτον, ότε τη πυρίνη πλευρά προσήλθε του Κυρίου; Τίς έδωκε ταύτη τόλμαν, και ίσχυσε ψηλαφήσαι φλόγεον οστούν; Πάντως η ψηλαφηθείσα ειμή γαρ η πλευρά δύναμιν έχορή-γησε πήλινη δεξιά, πώς είχε ψηλαφήσαι παθήματα, σαλεύσαντα τα άνω και τα κάτω; Αύτη η χάρις Θωμά εδόθη, ταύτην ψηλαφήσαι, Χριστώ δε εκβοήσαι Κύριος υπάρχεις και Θεός μου» (Όρθρος Κυριακής του Θωμά).
Ο Θωμάς πίστεψε, με τη μαρτυρία που του έδιναν οι πληγές του σώματος, ότι ο Χριστός αναστήθηκε με το σώμα. Πίστεψε, όμως ότι αναστήθηκε ο ίδιος ο Χριστός, όχι μόνο επειδή άγγιξε ένα σώμα σαν το δικό μας. Γιατί σ’ αυτή τη περίπτωση θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο Χριστός δεν πέθανε, άρα ούτε ήταν Θεός. Αλλά πίστεψε και γιατί ένιωσε το σώμα του Χριστού πλήρες εξουσίας Πνεύματος. Ο Θωμάς ένιωσε με το χέρι του τη διττή φύση του Χριστού. «Ο δε αισθόμενος εν τη χειρί, της σης διπλής ουσίας, εν φόβω ανεβόα πιστώς, τη πίστει ελκόμενος. Ο Κύριος μου και ο Θεός μου, δόξα σοι» (Εσπερινός Κυριακής του Θωμά).
Ο Θωμάς, αγγίζοντας την πλευρά του Χριστού, ένιωσε σε όλο του το είναι ένα τράνταγμα. Γιατί με το χέρι ένιωσε όχι μόνο τη φυσική θέρμη του ανθρώπινου σώματος, αλλά ακόμη την θεία ενέργεια, που εκδηλωνόταν μ’ αυτή τη θέρμη, πολύ περισσότερο απ’ όσο η γυναίκα που, αγγίζοντας το ρούχο του Χριστού, θεραπεύτηκε (Λουκ. 8, 44-Ματθ. 14, 36 κ.λπ.). «Εμφόβως την χείρα, ο Θωμάς τη πλευρά σου τη ζωηφόρω, Χριστέ, ενθείς, υπότρομος ήσθετο ενεργείας, Σώτερ, διπλής των δύο φύσεων, των εν σοι ηνωμένων ασυγχύτως, και πίστει εκραύγαζε λέγων· Συ ει Κύριος, ο υπερυψούμενος, των Πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει» (ζ’ ωδή Κανόνα Κυριακής του Θωμά).
Έτσι ο Θωμάς γνώριζε τον αναστημένο Χριστό όχι μόνο με τα μάτια, αλλά και με το ψηλάφισμα. Πρόσθεσε στη μαρτυρία και στο κήρυγμα των Αποστόλων μια νέα απόδειξη, μια εμπειρία εμπλουτισμένη από τη θεότητα και την ταυτότητα του αναστημένου Χριστού. «Σου το περίεργον, θησαυρόν κεκρυμμένον, ημίν ανέωξε Θωμά· θεολογήσας γλώσση γαρ, θεοφορουμένη, Υμνείτε, έλεγες, και υπερυψούτε Χριστόν εις τους αιώνας» (Κυριακή του Θωμά). Ή: «Πλούτον αρυσάμενος, εκ θησαυρού του ασυλήτου, της θείας Ευεργέτα, λόγχη διανοιγείσης σου πλευράς, σοφίας και γνώσεως, αναπιμπλά τον κόσμον ο Δίδυμος» (η’ ωδή Κανόνα Κυριακής Θωμά).
Το αναστημένο σώμα του Κυρίου, ανήκει σε μια περιοχή που υπερβαίνει τη περιοχή της δικής μας ζωής. Αλλά γι’ αυτούς που οι αισθήσεις τους υψώθηκαν με το Άγιο Πνεύμα, χάρη στην πίστη τους, αυτή η υπέρβαση δεν είναι μια θεωρία που την φαντάστηκε κάποια φιλοσοφική σκέψη, αλλά μια εμπειρική πραγματικότητα· μια πραγματικότητα που δεν συλλαμβάνεται μόνο με τις αισθήσεις, όπως μια εξωτερική και αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά μια πραγματικότητα που ήρθε σε επαφή με το είναι τους. Γιατί έχει την κινητικότητα της ζώσας πνευματικότητας και την ακτινοβολία της πιο υψηλής αγάπης. Αυτό το σώμα είναι υπερβατικό μόνο με την έννοια, ότι είναι μια πραγματικότητα της τάξης του Πνεύματος και απαιτεί από μας μια ανύψωση στην κατάσταση της πνευματοποίησης, που είναι ο σκοπός, προς τον οποίο προσβλέπει η ανθρώπινη φύση· μόνο μέσα σε μια τέτοια κατάσταση πνευματικότητας μπορούμε να συλλάβουμε το σώμα, όχι μόνο σαν μια εξωτερική ακινητοποιημένη πραγματικότητα, αλλά να ενωθούμε μαζί του, όπως με μια ζωντανή πνευματική φλόγα, «…δίδου ημίν (Χριστέ) εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου» (θ’ ωδή Κανόνα Αναστάσεως).
Είναι όχι μόνο το Βάπτισμα εν Αγίω Πνεύματι μέσα στη φωτιά, αλλά ακόμη η αέναη κοινωνία των πάντων με τη φωτιά και το φως του σώματός Του στη Βασιλεία των ουρανών, όπου «οι δίκαιοι λάμψωσιν ως ο ήλιος» (Ματθ. 13, 43) μέσα στο φως του Προσώπου του Χριστού. Σ’ αυτή την κοινωνία πήραν μέρος οι Απόστολοι μετά την Ανάσταση. Κι αυτό τους έδωσε την εξουσία να γεμίσουν τον κόσμο με τη φωτιά του Χριστού (Λουκ. 12, 49) και να δώσουν μαρτυρία για την ανάσταση με τίμημα την επίγεια ζωή τους.
(+Πρωτ.Δημ.Στανιλοάε, «Στο φως του Σταυρού και της Αναστάσεως»)