Ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος από την Έφεσο
5 Απριλίου 2010
Μαρτύρησε στην Έφεσο στις 5 Απριλίου 1801
Ο άγιος καταγόταν από την νέα Έφεσο που ονομάζεται από τους Τούρκους Κουσάντασι . Ήταν έγγαμος, είχε και παιδιά αλλά ζούσε απρόσεχτη ζωή. Ήταν δέσμιος στο πάθος του ποτού.
Κάποια ημέρα , σε ηλικία σαράντα δύο ετών, μεθυσμένος πήγε στον δικαστή και μπροστά σε πολλούς μάρτυρες αρνήθηκε τον Χριστό χωρίς καμιά πίεση και έγινε μουσουλμάνος. Ενώ όμως είχε ομολογήσει και περίμενε για την περιτομή, συνήλθε και συναισθάνθηκε τι έκανε. Έφυγε λοιπόν κρυφά και πήγε στη Σάμο, απέναντι από το Κουσάντασι . Εκείνες τις ημέρες στη νέα Έφεσο έτυχε να κτίζεται η καινούργια εκκλησία με άδεια του Σουλτάνου. Οι Τούρκοι φθονούσαν για την ανέγερση της εκκλησίας και για να την καταστρέψουν δημιούργησαν τον μύθο ότι οι Χριστιανοί σκότωσαν τον Γεώργιο και τον έθαψαν στα θεμέλια της εκκλησίας, γι’ αυτό είχε εξαφανιστεί.
Βλέποντας οι Χριστιανοί ότι κινδυνεύει να κατεδαφιστεί ο ναός, πήγαν οι προεστοί στον πασά και του ανάγγειλαν ότι ο άνθρωπος που ζητά είναι ζωντανός και ευρίσκεται στη Σάμο. Πήγαν τον βρήκαν και τον έφεραν πίσω. Του έκαναν περιτομή και τον έβαλαν νεωκόρο στο τζαμί τιμητικά αλλά και για να ζει.
Δεύτερη φορά κατόρθωσε να φύγει στη Σάμο. Περνούσε τον καιρό μεταξύ Σάμου και Πάτμου. Βρήκε πνευματικό, εξομολογήθηκε και σύμφωνα με την τάξη της Εκκλησίας επανεντάχθηκε στην Εκκλησία, έχοντας τον πόθο να ομολογήσει και να μαρτυρήσει για τον Χριστό.. Πήγε στον πασά της Σάμου , όπου ομολόγησε τον Χριστό Θεό αληθινό και ήλεγξε τη μουσουλμανική θρησκεία. Ο πασάς διέταξε να του δώσουν χίλιους ραβδισμούς και να τον φυλακίσουν. Επενέβησαν οι Δημογέροντες της Σάμου δωροδόκησαν τον πασά , τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον έδιωξαν.
Λυπημένος ο άγιος ,που δεν πέτυχε τον σκοπό του , έφυγε για την πατρίδα του μήπως και το κατορθώσει εκεί. Ήταν πάντοτε συγκεντρωμένος στον εαυτό του, σκυθρωπός, με μεγάλη κατάνυξη, με πολλά δάκρυα, ζητούσε συγχώρεση από όλους τους γνωστούς και φίλους, ετοιμαζόταν για τον μεγάλο αγώνα. Φρόντισε να απομακρυνθούν τα παιδιά του σε ασφαλή τόπο. Πήγαινε και στεκόταν συχνά και κοίταζε τη συκαμινιά , όπου είχαν απαγχονίσει τον Νεομάρτυρα Πολύδωρο. Προσπαθούσε να δώσει αφορμή να τον συλλάβουν αλλά δεν πετύχαινε τίποτα. Τελικά πήγε και παρουσιάστηκε στον δικαστή λέγοντάς του :
-Είχα ένα πολύτιμο αντικείμενο και μου το πήρατε εσείς οι τούρκοι και αντί για εκείνο μου δώσατε ένα ψεύτικο. Ορίστε τώρα το δικό σας και δώστε μου το δικό μου. Και έβγαλε το τούρκικο κάλυμμα της κεφαλής και το πέταξε κάτω.
-Ποιος είσαι ; τον ρώτησε ο δικαστής και ποια είναι η υπόθεσή σου ;
-Ήμουνα Χριστιανός , του απάντησε ο άγιος και τούρκεψα, νομίζοντας πως ο δρόμος σας είναι καθαρός. Κατάλαβα όμως πως είναι βρώμικος και γεμάτος αγκάθια. Γι αυτό ήρθα να ομολογήσω εδώ μπροστά σας πως με τη χάρη του Θεού ήμουν και είμαι Χριστιανός.
-Τον ρώτησε τότε ο κριτής, με ποιο τρόπο τούρκεψες ;
-Με τη θέλησή μου, χωρίς να με πιέσει κανένας, του αποκρίθηκε ο άγιος.
-Μήπως είσαι τρελλός ή μεθυσμένος ; τον ρώτησε ο δικαστής.
-Ούτε μεθυσμένος είμαι, ούτε τρελλός αλλά και τα μυαλά μου τα έχω και νηστικός είμαι. Επειδή όμως γνώρισα, συνειδητοποίησα πως η πίστη σας είναι βρωμερή και δαιμονική ενώ αντιθέτως η δικιά μου είναι αγία και πεντακάθαρη , γι αυτό ομολογώ και κηρύττω ότι Χριστιανός ήμουν και είμαι . Το όνομά μου είναι Γεώργιος.
Οργισμένος ο δικαστής διέταξε να τον δέσουν και να τον κλείσουν στη φυλακή. Εκεί τον έδεσαν από το λαιμό με μια χοντρή αλυσίδα και έβαλαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Όλη τη νύχτα τον βασάνισαν με διάφορα βασανιστήρια που δεν φανερώθηκαν ποτέ. Το πρωί πήγαν οι Τούρκοι και τον παρακινούσαν να αλλάξει γνώμη, τάζοντάς του χρήματα πολλά και άλλα ή φοβερίζοντάς τον. Ο άγιος το μόνο που έλεγε ήταν, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
Την επομένη ημέρα τον έβγαλαν και τον πήγαν στον δικαστή. Με ήρεμο τρόπο ο δικαστής τον παρακινούσε :
-Έλα , παιδί μου, κάνε σαλαβάτι ( ομολογία πίστεως στο Ισλάμ) κι ύστερα πήγαινε όπου θες και ζήσε είτε Τούρκος είτε Ρωμιός .
Ο άγιος απάντησε :
-Χριστιανός είμαι, την πίστη μου δεν την αλλάζω.
Λέει τότε ο μουφτής, αυτόν να μη τον κρεμάσουμε αλλά να τον αποκεφαλίσουμε. Γύρισε στον μάρτυρα και τον ρώτησε,
-Ποια είναι πιο πολλά, τα ενενήντα ή τα εκατό ; για να πουν από την απάντηση πως είναι τρελλός και να τον διώξουν.
-Αυτό που με ρωτάς το ξέρουν και τα μωρά παιδιά, του απάντησε ο άγιος.
Τελικά βγήκε η απόφαση. Θάνατος δι’ αποκεφαλισμού.
Τον πήραν οι δήμιοι και τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης , όπου τον γονάτισαν. Ένας από τους δημίους έβγαλε το σπαθί του και το έπαιξε μπροστά στα μάτια του για να δειλιάσει . Ενώ γινόταν αυτό ,ένας άλλος Τούρκος ήρθε δήθεν τρέχοντας και λυπημένος και τους φωνάζει : Σταθείτε, άνθρωποι, τι είναι αυτό που πάτε να κάνετε ; Κατόπιν στράφηκε στον άγιο και του λέει : Λυπήσου, άνθρωπε, τη ζωή σου, μόνο το σαλαβάτι πες και σήκω από εδώ και πήγαινε να ζήσεις όπως θέλεις.
Ο άγιος του αποκρίθηκε :
-Χριστιανός είμαι, Γεώργιος ονομάζομαι, δεν θέλω τη βοήθειά σου,
Στη συνέχεια τον ρώτησε και ο δήμιος :
-Σαλαβατίζεις ;
-Χριστιανός είμαι, απαντά ο μάρτυς.
-Σκύψε, του λέει τότε.
Χαρούμενος έσκυψε το κεφάλι του και ο δήμιος τον αποκεφάλισε.
Τη νύχτα έβλεπαν Τούρκοι και Ρωμιοί ν’ αστράφτει και να ακτινοβολεί το τίμιο λείψανο του μάρτυρα αλλά και το αίμα του, όπου είχε τρέξει, γιατί ο τόπος ήταν κατηφορικός και λιθόστρωτος.
Την άλλη μέρα διέταξε ο δικαστής δυο χαμάληδες να μεταφέρουν το άγιο λείψανο μακριά , έξω από την πόλη. Κάποιοι Χριστιανοί το ενταφίασαν στον ίδιο τάφο με τον άγιο νεομάρτυρα Πολύδωρο.
Όση ώρα έσκαβαν τον τάφο οι Χριστιανοί έρχονταν και έκοβαν κομμάτια από τα ρούχα του ή τρίχες από την κεφαλή του για φυλακτήρια.
Πλήθος θαύματα ακολούθησαν .