Μια ελπίδα σωτηρίας, μια ευκαιρία για τη ζωή!
31 Μαρτίου 2010
Αγίου Αμφιλοχίου, Επισκόπου Ικονίου
Ομιλία για την Αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε με μύρο τον Κύριο στο σπίτι του φαρισαίου.
Πολύ ωφέλησε τη ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθισε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί και η ευφροσύνη. Γιατί ποιός τελώνης ή πόρνη ή απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητή του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, ή εκείνον που μας δίνει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, ή των τσαμπιών τον χορηγό να ντύνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε τη πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινή γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσπότη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτή τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται στο ίδιο τραπέζι. Μα για τούτο το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός. Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζόμενους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτησε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμούς στάθηκε κι’ αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στη ποίμνη τους, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατο», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Και επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα υπόλοιπα, μα και ούτε πάλι θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ τη πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβο Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Και το Ζακχαίο άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογική αυλή των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετή τον κόσμησε. Κι’ όπως ο ποιμένας που επιθυμεί να ξαναβρεί το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και μαζί επιστρέψουν στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένο, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, για χάρη της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνη.
Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιες τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό που τον έβλεπαν να τρώει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παλιά ανοίξανε γιατί δε μπορούσαν να δεχτούν τον καινούργιο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορεία του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίο τον τελώνη έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνη την αμαρτωλή, την εργάτιδα τόσων κακών, τράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε. Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι’ από την άλλη των Φαρισαίων τη παραφροσύνη και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω αυτούς τους , ευαγγελικούς λόγους, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημα τους. Ρώτησε, λέει, κάποιος από τους Φαρισαίους τον Ιησού, αν μπορεί να φάει μαζί του . Και( ο Ιησούς) εισήλθε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθησε. Ω ανείπωτη χάρις! ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα συζητάει και στη Χαναναία απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδο του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικία του, οικία γεμάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της περηφάνιας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί όπως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπο αισχύνης και βέβηλο διαλέγει και τη βρωμερή αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι’ άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητας.
Έτσι, αμέσως πήγε στο Φαρισαίο ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, το σπίτι και τα φαγητά· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως έγινε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμό και φωτεινό τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, αμέσως συγκατανεύει για να διδάξει μπροστά στους Γραμματείς και Φαρισαίους. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πως πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. «Να μια γυναίκα στη πόλη, που ήταν αμαρτωλή»… Γυναίκα, αυτή που έγινε για βοήθεια του άνδρα, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρό του, που δημιουργήθηκε και είναι από τη φύση καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση έγινε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισο έχασε. Και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα πω πρώτα για την προηγούμενη συμπεριφορά της και πως σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για ν’ αντιλήφθείτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.
Ο Θεός πήρε κόκκαλο από τη πλευρά του Αδάμ, του πρόσθεσε σάρκα και έτσι έκανε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν το νόμο και διωχθήκανε από το Παράδεισο, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί όμως ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι’ ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει και ο άλλος να βλαστάνει. Κι’ ότι μετά την είσοδο του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με τήν Εύα. Κι’ έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από το Παράδεισο, τότε γνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· πριν την αμαρτία λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, υστέρα από την τιμωρία του θανάτου μπήκε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθεί το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθύνει ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Η μίξη υστέρα από νόμιμο γάμο είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναό του Θεού καταστρέφουν. Και από αυτές ήταν η αμαρτωλή που λέμε. Κι’ αφού τόσο αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πώς να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.
Και δεν τα λέω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από που ξεκίνησε και που έφτασε. Και λέω πια ήταν πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα αμαρτήματα της τα περιγράφω, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε όπως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους μάγευε με τα δάκρυα της κι’ άλλους με τη θρασύτητά της και όλους από παντού τους οδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικό έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή. Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι’ άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι’ άλλη φορά να διαπιστώνει τη κλοπή της αιμορροούσας, και πότε να τρώει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταρώ σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας ; Δε θα μείνω για πάντα στο κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στο καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι’ οι ομορφιές του προσώπου. Και τί θα πάθω για τα έργα μου ; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πώς να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι’ έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων κι’ είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι’ ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες. Ω, πόσους νεαρούς κατάστρεψα με τις ματιές μου, τις γεμάτες αναίδεια και πάθος. Κι’ έκαμνα πολλά φτιασίδια κι’ αυτό για βλάβη πάλι εκείνων που με κοιτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να κυλούν στο μέτωπο μου. Και τα μαγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκανα τους νέους να πέφτουν μπροστά μου. Ω, τί θα καταντήσω για τούτα, και ποιό γιατρό να βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι’ από πού να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και πού να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτήριας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται τη πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι’ επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τί να του ζητήσω σαν πάω ; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω τη κόλαση, θα μιμηθώ τη πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναίκας. Και τίποτε άλλο δε ζητά ο Θεός πλην της μετανοίας.
Και σαν σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε το νου της στη πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήσει την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσε· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τί θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι’ εργάστηκε την ανομία; Πως ερωτεύονταν κι’ απολάβαινε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδίας μας. Επειδή λοιπόν γνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάσει, έκλεισε το στόμα της «κι’ άνοιξε τα δάκρυα της» να μιλήσει. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκανε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι’ ήξερε καλά πως για ό,τι έλεγε λάβαινε τη συγχώρεση. Και όχι μόνον χωρίς να μιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδίας της, άλλα, ξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Δάκρυσε γιατί γέλασε πολύ, και με «τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο», με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλα της, με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…
(Μετάφρ. Θεοδόση Νικολάου, Κυπρίου.Περιοδικό Κιβωτός-Απάνθισμα)