Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος από τη Σόφια της Βουλγαρίας – 26 Μαρτίου
26 Μαρτίου 2010
Μαρτύρησε στην Αδριανούπολη στις 26 Μαρτίου 1437 . Μεγάλη Τρίτη.
Ο άγιος ήταν στρατιώτης, τριάντα ετών περίπου, γεροδεμένος , με όμορφο παράστημα, ομορφότερος όμως στην ψυχή. Πως και γιατί βρέθηκε από την Σόφια στην Ανδριανούπουλη δε γνωρίζουμε. Φορώντας τα στρατιωτικά του ενδύματα, την περικεφαλαία του και τα όπλα του πήγε σ’ ένα τούρκο τοξοποιό να του επισκευάσει το τόξο του. Πρέπει όμως μέσα στην καρδιά του να είχε ήδη τον πόθο της ομολογίας. Εκεί ενώ περίμενε στο εργαστήριο να παραλάβει το τόξο του, ο τοξοποιός βλαστήμησε τον Χριστό. Οπότε ο Άγιος μάρτυς του Χριστού , ο οποίος γνώριζε και γράμματα, με δυνατή φωνή φώναξε :
Μέγας , μόνος Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας και η σοφία Του απαράμιλλη. Ο δε δικός σας , που τον λέτε προφήτη, ούτε με τα σκυλιά δεν συγκαταριθμείται. Ποιος είναι ως ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Θεός ημών, ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών ; Είς μόνος Άγιος, είς Κύριος, είς προσκυνητός μόνος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός , αμήν. Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών ; Αυτός είναι ο μόνος δημιουργός , όλα δε είναι δημιουργήματα.
Μόλις τ’ άκουσαν αυτά οι παριστάμενοι Τούρκοι όρμησαν εναντίον του. Πρώτα τον χτύπησαν στο πρόσωπο, ύστερα τύλιξαν τη χορδή του τόξου του στο λαιμό και προσπαθούσαν να του δέσουν και τα χέρια πίσω αλλά δεν μπορούσαν διότι ο άγιος ήταν ρωμαλέος. Συνέχιζε δε να τους φωνάζει :
Ό,τι είπα, είπα. Ορκίστηκα να πεθάνω για τον Κύριό μου. Πιστεύω απόλυτα ότι θα ζήσω κοντά Του αιώνια. Κι αν θέλετε να με θανατώσετε ή να με οδηγήσετε στον ηγεμόνα, πηγαίνω πρόθυμα όπου θέλετε.
Του έβαλαν χειροπέδες και τον οδηγούσαν σε κάποιον από τους ηγεμόνες, ενώ ο άγιος ψιθύριζε : « Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου » και Σύ, Κύριε, βλέπεις την ομολογία μου, μη με εγκαταλείπεις ».
Μπροστά στον ηγεμόνα ο άγιος παραδέχτηκε τις κατηγορίες και είπε και ακόμα περισσότερα. Οπότε ο ηγεμόνας διέταξε να τεντώσουν το σώμα του και να τον δείρουν και μετά τον έστειλε σε άλλο ανώτερό του. Εκείνος τον ρώτησε :
Αληθεύουν τα όσα άκουσα , καταραμένε ;
Κι ο άγιος με πολύ θάρρος και ενθουσιασμό του είπε :
Τι, θα κρύψουμε την αλήθεια ; Ό,τι είπα είπα. Ναι, τύραννε, είπα όσα και τώρα ακούς.
Και τους ήλεγξε και πάλι χωρίς να δειλιάσει.
Μετανόησε, του λέει ο ηγεμόνας , ομολόγησε εκείνον που βλαστήμησες, τον προφήτη μας, για να σε τιμήσουμε και να σου δώσουμε και πολλά δώρα.
Μη γένοιτο… Ομολογώ τον Κύριό μου Ιησού Χριστό , τον Θεό και πλάστη μου , που βασιλεύει αιώνια, απάντησε ο άγιος.
Κοίταξε , λέει ο ηγεμόνας, το πλήθος ζητά τον θάνατό σου και δεν έχω τι να τους πω, θα καείς ζωντανός.
Ο μάρτυς τότε μειδίασε και του λέει : Θα σου χρωστώ μεγάλη χάρη, αν μου κάνεις τέτοιο καλό. Αν διατάξεις τούτο τώρα, να καταφιλήσω το χέρι σου.
Πάρτε τον, λέει ο ηγεμόνας, στη φυλακή , μέχρι να σκεφτώ τι να κάνω μ’ αυτόν.
Ενώ λοιπόν τον οδηγούσαν στη φυλακή , άλλος τον χτυπούσε, άλλος τον έφτυνε, άλλος τον κορόιδευε άλλος τον γρονθοκοπούσε , ο καθένας του έκανε ό,τι ήθελε. Δεν έμεινε κανένας από εκείνο το πλήθος που να μην του έκανε κάτι. Τελικά τον έκλεισαν στη φυλακή του φρουρίου.
Την άλλη μέρα πήγαν οι ιεροδιδάσκαλοι του Ισλάμ στον ηγεμόνα και παραπονέθηκαν για την ανεκτική του στάση απέναντι σε ένα βλάσφημο , έναν υβριστή του προφήτη, αντί να τον κατασφάξει.
Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να προσαχθεί ο μάρτυς, ο οποίος παρουσιάστηκε χωρίς να πτοηθεί καθόλου, χαρούμενος, λες και πήγαινε στον βασιλιά. Μακάριζε τον εαυτό του και προσευχόταν.
Με βάση τους νόμους, είπε ο ηγεμόνας, πρέπει να μαστιγωθεί , όχι να καταδικαστεί σε θάνατο δια πυράς, όπως ζητούσαν όλοι. Καθώς όμως όλοι φώναζαν :
Τώρα αμέσως να καεί, φοβήθηκε ο ηγεμόνας τον λαό και τους τον παρέδωσε να τον κάψουν.
Τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στην πυρά που είχαν ήδη ετοιμάσει.
Ο άγιος ούτε δείλιασε, ούτε πτοήθηκε, ούτε εξέφρασε κάποια λύπη για τον εαυτό του. Δυο Τούρκοι τον χτύπησαν με μαχαίρι προς το μέρος της καρδιάς κι ενώ η γη κοκκίνιζε από το αίμα του , στράφηκε να μπει στη φωτιά από μόνος του. Όμως οι παριστάμενοι Τούρκοι τον εμπόδισαν μήπως έστω την τελευταία στιγμή κατάφερναν να τον μεταπείσουν. Αλλά τα λόγια τους διαλύθηκαν σαν τον αφρό της θάλασσας. Τότε τον έβαλαν δεμένο μέσα σ’ ένα μεγάλο καλάθι , ενώ ο άγιος προσευχόταν και όλοι μαζί τον πέταξαν στη φωτιά. Συγχρόνως έριχναν διάφορες εύφλεκτες ύλες. Κάηκε πρώτα το καλάθι και τα δεσμά και ο άγιος φάνηκε όρθιος μέσα στις φλόγες, οπότε τον έπληξαν με δόρυ στην κοιλιά και ξεχύθηκαν τα σπλάχνα του , ενώ ταυτόχρονα δυνάμωναν τη φωτιά. Για να μη βρουν οι Χριστιανοί τα λείψανά του έριξαν στη φωτιά πτώματα ζώων. Έκαιγαν τη φωτιά από τις έντεκα το πρωί της μιας ημέρας , ως το ξημέρωμα της άλλης. Όταν κατακάηκαν τα πάντα , σκόρπισαν στον αέρα τη στάχτη, για να μη πάρουν τίποτα οι Χριστιανοί.
Έτσι έλαβε ο γενναίος του Χριστού ομολογητής και μάρτυς Γεώργιος τον στέφανο της αθλήσεως.
Ο Κύριος της δόξης δόξασε τον άγιο μάρτυρα και με άλλο αισθητό τρόπο. Μπορεί να έκαψαν τελείως και να έκαναν στάχτη το τίμιο λείψανό του, για πολλές όμως νύχτες φαινόταν στύλος φωτός από τον ουρανό στο σημείο όπου μαρτύρησε ο άγιος. Όλοι το έβλεπαν. Άλλοτε εμφανιζόταν το φως αυτό σα μια λαμπάδα αναμμένη , άλλοτε σα μικρή φλόγα, άλλοτε σαν αστέρι που κατέβαινε από τον ουρανό και στεκόταν για πολλή ώρα πάνω από τον τόπο του μαρτυρίου.