Είμαστε Έλληνες
24 Μαρτίου 2010
Είμαστε ένας λαός, για τον οποίον άστοργη στάθηκε η φύση και αδυσώπητη ή ιστορία. Και όμως υπάρχουμε από τρεις χιλιάδες χρόνια μόνοι ανόμοιοι με όλους τους γύρω μας. Από τους μεγάλους ιστορικά λαούς, ίσως μόνο τους Ιουδαίους να χαρακτηρίζει τέτοια μοναξιά. Καθώς είμαστε πάντα μόνοι, δεν μας δόθηκε να μας υποστηρίξουν, σε κρίσιμες ώρες της πολυαίωνης πορείας μας, λαοί ομόφυλοι, όπως δόθηκε στους Άραβες και στους Σλάβους.
Υπήρξαμε πάντα ευάριθμοι, σε ένα μικρό χώρο της γης, που αποτελούνταν πιο πολύ από θάλασσα παρά από γη. Η λιγοστή γη μας ήταν κατά το πλείστον αν όχι άγονη, όμως δύσκολη στη γονιμοποίηση της. Κι εμάς τους ίδιους αναμεταξύ μας, μάς χώριζαν δύσβατα βουνά ή ταραγμένες θάλασσες. Γι αυτό μείναμε φτωχοί και δεν είχαμε πολλά να προσφέρουμε στις ειρηνικές μας ανταλλαγές, ώστε να καρπωθούμε αγαθά άλλων λαών. Είχαμε μόνο έργα των χεριών και της φαντασίας μας και όχι της πρώτης ανάγκης. Αυτά είχαμε να προσφέρουμε. Και είχαμε προ παντός τη γεωγραφική μας θέση, όπου μας είχε τοποθετήσει η Μοίρα, μια θέση κεντρική για την ιστορία, μια θέση που δεν έλειψε ποτέ από το πεδίο όπου συντελούνταν και παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, τα πιο συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα. Γι’ αυτή τη θέση την επίζηλη, εμάς τους φτωχούς μας κύκλωναν από παλιά οι βουλιμίες και οι έχθρες πλήθους φυλών, που ήρθαν ορμητικές και πέρασαν, χωρίς να μπορέσουν να πειράξουν τη καθαρότητα του Γένους μας, όπως περνάει πάνω από τη σκληρή πέτρα το νερό.
Το προικιό μας όμως, όπως νάναι από τη φύση των πραγμάτων, ήταν πενιχρό και η Μοίρα μας στάθηκε σκληρή και φιλάργυρη. Μόνο ένα μας δόθηκε με πρωτόφαντη απλοχεριά: το πνεύμα.
Το έθνος μας στους προχριστιανικούς προ πάντων, αλλά και σε πολλούς μεταχρισπανικούς χρόνους άναψε ένα φως, που κανενός άλλου λαού η φωτεινότητα δεν έχει ξεπεράσει. Η λάμψη φωτίζει ως σήμερα τους λαούς της Ευρώπης. Κανένας ζηλόφθονος εχθρός δεν κατόρθωσε, μα και δεν τόλμησε αυτό το κοσμοϊστορικό πνευματικό γεγονός να το αμφισβήτηση.
Με σέβας ακούγονταν το όνομα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην Αμερική, σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, τότε που ωρίμαζε η Επανάσταση. Αλλά συγχρόνως είχε αποκρυσταλλωθεί η εντύπωση ότι η Ελλάς, κάποτε, μέσα στους αιώνες, είχε πεθάνει, αφήνοντας το φως της κληρονομιά σε άλλους λαούς. Οι ταξιδιώτες και οι ποιητές στρέφονταν με νοσταλγία προς ένα αγύριστο παρελθόν και το μοιρολογούσαν, περιδιαβάζοντας στα ερείπια της έρημης χώρας.
Ξαφνικά «το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη» κατά το λόγο του εθνικού μας ποιητή. Υποχθόνιες, που στα μάτια πολύ λίγων μόνο ήταν αισθητές, σοβούσες από αιώνες δυνάμεις, δυνάμεις που δεν είχαν ποτέ σβήσει και ας μη φαινότανε, ξεπετάχτηκαν στον ήλιο. Και ο πολιτισμένος κόσμος, που λάτρευε το μεγάλο φως, το αρχαίο, έκπληκτος, συγκινήθηκε και θαύμασε το νέο. Οι μύστες και εραστές της αρχαίας Ελλάδας, έγιναν τότε και εραστές των σύγχρονων Ελλήνων, έγιναν «Φιλέλληνες».
Επαναστάσεις, την ίδια σχεδόν εποχή είχαν γίνει και αλλού και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ήταν γι’ αυτό φυσικό την πρώτη ώρα να αναρωτηθούν οι αρχαιολάτρες: Ποιοί είναι αυτοί που ξεσηκώθηκαν για να λευτερώσουν τη γη της αρχαίας Ελλάδας; Αν την ώρα εκείνη δεν αποδεικνύονταν αυτοί άξιοι κληρονόμοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, των έφηβων της Σπάρτης και των Αθηνών, η Ελληνική Επανάσταση δεν θα συγκινούσε περισσότερο από ό,τι συγκίνησαν οι άλλες επαναστάσεις της εποχής εκείνης. Αν ξεχώρισε μόνο αυτή από όλες τις άλλες είναι διότι αποτελούσε την έμπρακτη επιβεβαίωση της συνέχειας του γένους των αρχαίων Ελλήνων.
Γι αυτό το ’21 δεν ήταν μόνο Επανάσταση· ήταν και Ανάσταση. Πλάνη άμαθων αποδεικνύονταν η γνώμη ότι το Ελληνικό Γένος είχε χαθεί από τον κόσμο, όπως οι Ετρούσκοι, οι Χιττίτες και άλλοι λαοί. Πάντα ζούσαν οι Έλληνες με τις ίδιες κακίες, με τις ίδιες αρετές και ζουν ακόμη σήμερα και με αυτές πορεύονται. Η αξιοσύνη, η παλληκαριά αλλά και η πνευματική ανωτερότητα πιστοποιούσαν κατά τρόπον αδιάψευστο τη συνέχεια της ζωής τους και εξηγούσαν το θαύμα αυτής της Ανάστασης. Αυτός είναι ο λόγος που μόνο Φιλέλληνες εμφανίστηκαν τότε και όχι φίλοι άλλων απελευθερωτικών κινημάτων. Οι Φιλέλληνες δεν ενθουσιάστηκαν για έναν οποιοδήποτε λαό που αγωνίζονταν για την ελευθερία του. Αγωνίσθηκαν για το περιούσιο έθνος των Ελλήνων, που είχε αναστηθεί εκ νεκρών, όπως τότε νόμιζαν, ενώ στην πραγματικότητα έκαιγε άσβηστη πάντα η χόβολη κάτω από τη στάχτη.
Έτσι εξηγείται το μοναδικό αυτό στην ιστορία γεγονός, η προέκταση από την αγάπη της αρχαίας στην αγάπη της αναστημένης Ελλάδας, στην αγάπη για την αδιάπτωτα συνεχιζόμενη, για μας που ξέρουμε την αλήθεια της ιστορίας, ζωή των Ελλήνων. Από τη συνειδητοποίηση αυτής της θαυμαστής συνέχειας, της διά μέσου των αιώνων ταυτότητας των Ελλήνων, από αυτή κεντρισμένοι γίνηκαν οι Φιλέλληνες συμπαραστάτες μας και εδώ στα πεδία των μαχών και όπου της γης ήταν δυνατή βοήθεια για τον αγώνα.
Ξεπερνώντας τις αθλιότητες της διχόνοιας, της κατάρας αυτής του Γένους, αυτής που μας εμπόδισε να αποκτήσουμε μια μακρόχρονη κοσμοκρατία όπως οι Ρωμαίοι, μέσα στις πιο σκοτεινές μας ώρες, η Πολιορκία και η Έξοδος του Μεσολογγίου απετέλεσε το πιο ηχηρό σάλπισμα, την πιο τρομερή πολεμική ιαχή, που συγκλόνισε εκατομμύρια ψυχές και κατέστησε τον φιλελληνισμό ρεύμα παγκόσμιο, του οποίου την ορμή κανενός ανακτοβουλίου οι διπλωματικές δολοπλοκίες δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν.
Ο πολιτισμένος κόσμος αναγκάσθηκε να παραδεχτεί ότι, όποιος αγαπάει τους αθάνατους αρχαίους, πρέπει να αγαπήσει και τους σύγχρονους Έλληνες. Και αυτό κατορθώθηκε εδώ, σε τούτα τα μέρη.
Ας είναι αγέραστη η μνήμη όλων εκείνων των Φιλελλήνων που τα χρόνια εκείνα βοήθησαν την Ελλάδα να ξαναμπεί τιμημένη στη λεωφόρο που φωτίζει η ιστορία. Και ας είναι η στάση τους εκείνη παράδειγμα για τους επιγόνους τους.
Όσο για μας, εμείς θα πράξουμε, όταν χρειαστεί, ό,τι έπραξαν και αυτοί που κοιμούνται στον Ιερό Κήπο του Μεσολογγίου. Και ας το γνωρίζουν αυτό και οι εχθροί και οι φίλοι.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ (+) Πρόεδρος της Δημοκρατίας.