Η συμμετοχή του Αγίου Όρους στην Επανάσταση , μέσα από το βιβλίο « Το Άγιο Όρος» του Μοναχού Δωροθέου (Βατοπαιδινού).(3)
23 Μαρτίου 2010
Εκδόσεις Τέρτιος . Τόμος 1ος .Κεφ. ΧΧ ( σελ. 130 – 142 )
Οι μοναχοί, όπως πληροφορεί επιστολή της 27 – 2- 1825 , « καθημερινώς σχεδόν αγγάριαις και ξύλα κουβαλούσιν εις τους ώμους » . Άλλοι σκόρπισαν « ένθεν κακείθεν», άλλοι « ανηλεώς εξ αυτών εθανατώθησαν δια ποικίλων βασάνων και άλλοι κουλοί και μυσιροί έμειναν ». Εδώ « ούτε γη σπείρεται , ούτε αμπελώνες καλλιεργούνται ούτε άλλο τι χρήσιμον εργόχειρον δουλεύεται ». « από μεν το εν μέρος τα αδιάκοπα μηνιαία των στρατιωτών, από δε το άλλο αι καταδρομαί των κατηραμένων ληστών, οίτινες επροξένησαν τα μεγαλείτερα κακά δι’ ημάς και έφερον εν ενί λόγω την παντελή ερήμωσιν του Τόπου ».
Σ’ άλλο γράμμα , του δικαίου της Αγίας Άννης , σημειώνεται με παραστατικότητα : « Οι εναπολειφθέντες απεκάμαμεν …μίαν σπιθαμήν αι γλώσσαι μας έξω κρεμασμέναι ωσάν τους ψωριασμένους σκύλους. Αγγαρίαις εις 25 νεφέρια ( στρατώνες) οπού δεν προφθάνομεν να τους υπηρετώμεν… Εις τρεις μήνας μόνο λογαριαζόμεθα να εξοδεύθη λάδι μόνον έως τριακοσίας οκάδας, αφήνομεν τα λοιπά » .
Το διοικητικό κέντρο του στρατεύματος βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου. Επικεφαλής είναι ο σερασκέρης Μουράτ αγάς που διορίστηκε από τον ίδιο τον Λουμπούτ . Ο Μουράτ , σκληρός και βάρβαρος, ξεσπά ακόμα και στα κτίσματα . Συχνά ηγείται των βανδάλων ομόθρησκών του που καταστρέφουν καθετί Χριστιανικό. Η μανία τους είναι ακόρεστη : « αι άγιαι εικόνες εκεντήθησαν, οι οφθαλμοί των αγίων των εν τοις τοίχοις ιστορημένων εξωρύχθησαν, τα ιερά σκεύη και κειμήλια ηρπάγησαν, μοναχοί εφονεύθησαν και άλλα δεινά απερίγραπτα συνέβησαν δακρύων άξια…» . Οι κακίες τους « δεν γράφονται όλαι καταλεπτώς. Μήτε αυτούς τους θείους ναούς αφήκαν οι ασεβείς, χωρίς να τους βεβηλώσουν και να τους μολύνουν , διαφθείροντες τας ιστορίας των ( τις αγιογραφίες τους) ».
Ο αγάς βέβαια αντέγραφε τον πασά , που έδινε υποσχέσεις πως θα τηρηθούν κάποιοι στοιχειώδεις όροι ανθρωπιάς προς τους ηττημένους , και όλο γινόταν πιο θηριώδης . Για τον Εμίν έγραψαν οι προϊστάμενοιτης Βατοπεδίου : Μέχρι χθες « επολιτεύετο η αλωπεκή, σήμερον επαρρησιάσθη η λεοντή » . Συνεχώς , χωρίς αιτία, ανατρέπει τα συμφωνημένα και αυξάνει το ποσό της αποζημίωσης . Χρησιμοποιεί την κλασική μέθοδο των βασανιστηρίων για ν’ αποσπάσει το τυχόν μυστικό , που αφορά την απόκρυψη των κειμηλίων της μονής : « Την Δευτέραν στέλλει καβάσην και σηκώνει τον καθένα με ποδοκόπι ( η « ποδοκάκη » των αρχαίων, λέγεται και « μποκαγιάς » και « τουμπρούκι » και « ξύλον » χοντρόν – χοντρόν » . Η φυλακή, ο πύργος του Πρωτάτου, είναι γεμάτη : « Από χθες ( 14 Μαρτίου 1822) έβαλαν εις τον πύργον κελλιώτας και μοναστηριακούς και σήμερον ετοίμασε ( ο Εμίν) ξύλα και άλλα παιδευτήρια δια αύριον ». Επίσης ζητά και παίρνει το λάδι απ’ όλα τα σηνώματα του Όρους « ως 50 χιλιάδες οκάδες » .Επίσης μολύβι του ίδιου βάρους καθώς και τα χαλκά και αργυρά σκεύη. Αρπάζει ακόμα, κι όλη την παραγωγή των λεπτόκαρων. Και πάντοτε, με ακόρεστη πλεονεξία , αρπάζει. Έχει μεγάλη προτίμηση στο γιδίσιο κρέας : « θέλει κάθε ημέραν από ένα κατσίκι » ! Από την άλλη ο Μουράτ κάποια στιγμή ζητά από τις Μονές Βατοπεδίου και Ζωγράφου 12 κατσίκια Κι οι μοναχοί , χωρίς να εκπέσουν της αξιοπρέπειας συνιστούν : Να δώσουμε ό,τι ζητούν « κατά την δύναμή μας. Να ελπίζωμεν εις το θείον έλεος, και δεν θέλει μας αφήσει. Ας τα δίδωμεν…έως να έλθη ο μέγας αγανακτισμός και η ποινή του αγίου Θεού εις την κεφαλήν του» .
Και ο « αγανακτισμός » ήρθε. Οι δύο αξιωματούχοι κατά τα μέσα του 1824 πέφτουν στη σουλτανική δυσμένεια, δημεύεται η περιουσία τους και καταντούν ζητιάνοι .
Όλοι οι αγάδες είναι ίδιοι. Ένας αγάς, κάθε λόξα « οπού του προήρχετο από την υποχονδρίαν του, δεν ελείψαμεν να φέρωμεν ιατρόν και να τον βαστάζωμεν επί πολλάς ημέρας δια να τον περιθάλπη και να τον παρηγορή και να τον ιατρεύη με έξοδά μας …και να τον ευχαριστούμεν με φιλοδωρίας αδράς προς ευχαρίστησίν του με όλην μας την πτωχίαν και δυστυχίαν…» , γράφει η Σύναξη. Κι άλλος : « κακοποιεί αναιτίως και καταζημιοί αδίκως τον τυχόντα αθώον και άπταιστον μηδόλως θέλων να ηξεύρει νόμον και δικαιοσύνην…καταχαρπαλαδίζει τον καθ’ ένα μετά θυμού και οργής χωρίς νισάφι…θέλει τον χρόνον δεκαπέντε – είκοσι πουγγεία…πολλούς δούλους και πολλά έξοδα δια μεγαλοπρέπειάν του , οπού ημείς καθημερούσιον αποθνήσκομεν εις τας φυλακάς…αυτός θέλει μουτπάκια ( = μαγειρέματα ) και τραπέζια πλουσιώτατα με δέκα και δεκαπέντε σαχάνια ( = πιάτα) εις καιρόν οπού ημείς ψωμί δεν έχομεν να φάγωμεν…» .
Αλλά η αποζημίωση δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί. Η Ιερά Κοινότης με μια « αναφοράν ολοσφράγιστον » ( 27 Μαρτίου 1823 ) ζητά απ’ το Πατριαρχείο να μεσιτεύσει για την έκδοση δύο φιρμανίων « του μεν προς πώλησιν των εν Μολδοβλαχία και αλλαχού κτημάτων, του δε προς αναβολήν της πληρωμής των 1.000 πουγγίων » που έπρεπε να πληρωθούν αμέσως. Λίγο πριν , η Μονή Χιλιανδαρίου , στην απόγνωσή της ενεχυριάζει το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να δεχτεί τη μομφή του Σπανδωνή : « Εντροπή, πατέρες, αφήσατε τον Χριστόν να περιφέρηται εις τας χείρας των θεοκτόνων ! » . Και η δραματική απολογία των χτυπημένων από τις συμφορές Χιλιανδαρινών ( Ιανουάριος 1823) : « ψωμί δεν έχομεν, τα βάρη ανυπόφορα, έλεος από κανένα μέρος δεν γίνεται εις ημάς. Δεν έχομεν νουν εις το κεφάλι μας , εχάθημεν παντελώς, ηφανίσθημεν διόλου. Εξεγυμνώθημεν πανταχόθεν και ελπίς ουδεμία…» !
Κι ο αριθμός των μοναχών συρρικνώνεται. Το Φεβρουάριο 1824 « γενομένης ακριβούς καταγραφής των κατοίκων με γηραλαίους, σακατεμένους, κολούς, στραβούς και ζητούλους, μετά βίας ευρέθησαν ψυχαί εν τοις σώμασιν αναπνέουσαι , μόλις υπέρ τας επτακοσίας, με γυμνά και πεινασμένα σώματα και ταλαιπωρημένα » , ενώ το 1826 αριθμούνται 590 : στη Μονή Σιμωνόπετρας βρίσκεται ένας μοναχός. Στην Παύλου , κανένας. Συνέπεια αυτού : οι θεσμοί όλοι σχεδόν βρίσκονται αθετημένοι. Αλλά και ο αριθμός των κρατουμένων συρρικνώνεται. Επιστολή των Εσφιγμενιτών προς την Μονή Βατοπεδίου αναφέρει ( Μάρτης 1823) ότι αρκετοί κρατούμενοι πέθαναν από τα δεινά , ενώ τους λοιπούς « εκόλλησε μία ασθένεια νοσωδεστάτη από την πολυκαιρίαν, και εν αυτώ ακολουθεί και θάνατος ».Οι φυλακισμένοι μοναχοί στη Θεσσαλονίκη , « όντες τον αριθμόν όλοι ογδοήκοντα και δύο » πέθαναν, αφού « κάθε ημέραν τους εράβδιζεν ο τύραννος χωρίς λύπην εις τους πόδας » .
Σ’ όλα τα μαρτύρια των Αγιορειτών συντελούσαν και οι εβραίοι : « …τους αγώνας και τα μαρτύρια και όλας τας μηχανάς των ασεβών , τους κρεμαστήρας όλους εκείνους , τους καθ’ εκάστην ραβδισμούς , τους πολλούς εμπαιγμούς , τα μύρια αναγελάσματα εξ Αγαρηνών και Ιουδαίων…» .
Όσο περνά ο καιρός , τόσο και οι συνέπειες από την εγκατάσταση των τούρκων στα σκηνώματα αυξάνουν την ερήμωση. Το μόνο πολύτιμο που έμεινε στις Μονές είναι οι μολυβένιες πλάκες στις σκεπές των ναών , τις οποίες κρατούν οι μοναχοί στις θέσεις τους με κάθε θυσία. Χαρατζής ( = φοροεισπράκτορας) που στέλνεται από την Πύλη για τη λήψη του ετήσιου φόρου στάθηκε αδύνατο να συγκεντρώσει το μουκατεσά ( = καθυστερημένα χρέη) που έφτανε τις 17.945 γρόσια. Έτσι υποχρεώνει τους Αγιορείτες « να δανεισθώσιν από σαράφην με διάφορον αδρόν σαραφικόν » 12.000 γρόσια, ώστε να συμπληρωθεί το ποσό . Αυτά πληροφορεί σε γράμμα του ( 16 Αυγούστου 1828) ο πατρ. Αγαθάγγελος.
Τέλος στις 13 Απριλίου του 1830 , την Κυριακή του Θωμά, τα δεινά του Άθω παίρνουν τέλος. Ο τουρκικός στρατός αποχωρεί και σιγά σιγά θ’ αρχίσει ν’ αποκαθίσταται η τάξη. Την 1 Ιουνίου του ιδίου έτους αρχίζει και η λειτουργία της Επιστασίας. Το τίμημα σε ζωές, κτίρια και κειμήλια ήταν αδρότατο. ‘Όμως όλ’ αυτά ωφέλησαν την Ελληνική Επανάσταση. Δεν ήταν μόνο η 9χρονη καθυστέρηση πολλών Τούρκων οπλιτών μακριά από τις εστίες πολέμου στη Ν. Ελλάδα , αλλά και η εξάμηνη καθυστέρηση 10.000 άλλων κατά το 1821 στη Χαλκιδική. Κι όλα αυτά τα καλά οφείλονται στους Αγιορείτες, σύμφωνα και με τη φράση του θηριώδη εκείνου σερασκέρη Μουράτ, προς αυτούς : « αυτή η αποστασία έγινε από σας τους καλογήρους…»
( συνεχίζεται)