Διονύσιος Σολωμός
23 Μαρτίου 2010
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
ΑΠΟ ΤΟ Β’ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
I
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
II
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
……………………………………………………………………..
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
III
«Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με ¨τή¨ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιού, μήν κόψουν την αντρεία».
Χαμένη, αλίμονο, κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και καθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
τον όμορφο τρικύμισε καί ξάστερον αέρα·
τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
IV
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης,
μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο,
και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το Χάρο,
λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος».
Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά,
όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια.
Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή,
και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μεσ’ από τα καράβια.
Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμει πολλή ώρα.
V
. . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οί βράχοι,
και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν καί κλαίνε,
κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται καί λένε:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι».
VI
– «Κρυφή χαρά ΄στραψε σ΄ έσέ· κάτι καλο ΄χει ο νους σου·
πές, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ άδελφοποιτού σου;».
-«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές,
η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής ειπε:
“Όχι, παιδί μου· άφησε νά ΄μπει η μυρωδιά απο τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε”.
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο,
και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.
Και η πρώτη είπε: “Και το αεράκι μας πολεμάει”.
Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ ονειρό της.
Και μία είπε: “Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες,
παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα,
κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς,
σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή”.
Και μία δεύτερη είπε:
Εγώ ‘δα δάφνες. – Κι εγώ φως …………………………
Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού ΄χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: “Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τή θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα”. Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγυρίσαν με αγάπη το παιδί της πού ‘χε ξεψυχήσει.
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά·
αυτές είναι μεγαλόψυχες, καί λένε ότι μαθαίνουν από μας·
δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν
να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία.
Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.
Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο,
ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος;».
VII
Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει·
κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν:
-«Εκεί ‘ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός τού κόπου χάμου.
Φωνή ‘πε: “Ο δρόμος σου γλυκός καί μοσχοβολισμένος·
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος·
παλληκαρά καί μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
Άκου, νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου!
Τούτος, αχ, που ‘ν’ ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του;
Η αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του”.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τσ’ είδησες του κόσμου
η κορασιά τρεμάμενη …………………………..
Χαρά της έσβιε τη φωνή που ‘ν’ τώρα αποσβημένη·
άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη!
Εδώ ‘ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ’ όλη την πνοή μου·
τα λίγα απομεινάρια της πείνας καί τσ’ αντρείας,
………………………………………………………………….
που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα,
γκόλφι να τα ‘χω στο πλευρό και να τα βγάλω περα.
Δρόμο αστραφτά να σχίσω τους σ’εχθρούς καλά θρεμμένους,
σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες».
VIII
Και συχνά του ‘π’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια,
μάνα καλή παληκαριών, και κάμε τη δική σου.
Αιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι η ντροπή μου!».
IX
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
Στά μάτια καί στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκειά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα νά ‘τανε βγαλμένη,
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
XII
Ιδού, σεισμός καί βροντισμός, κι εβάστουναν ακόμα,
που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα·
κι εσκίστη αμέσως, κι έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια,
της πείνας, του <μαρτύριου> τα λίγα απομεινάρια·
τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
τα γόνατα και τα σπαθιά τα ‘ματοκυλισμένα.