Διονύσιος ο Φιλόσοφος- Ο φλογερός Δεσπότης που ξεσήκωσε τη Θεσσαλία και την Ήπειρο.
23 Μαρτίου 2010
Τα πρώτα διακόσια χρόνια μετά την άλωση της Πόλης (1453) υπήρξαν οι πιο σκοτεινοί αιώνες της σκλαβιάς. Ο Τούρκος πανίσχυρος κυριαρχούσε στα εδάφη της παλιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας και ακτίνα φωτός δεν φαινόταν πουθενά. Ο Σουλτάνος απειλούσε ήδη την Ευρώπη ολόκληρη. Είχε φτάσει έξω απ’ τη Βιέννη (1520) κι oι μεγάλες αυτοκρατορίες και τα βασίλεια των Φράγκων έσπευδαν να του προσφέρουν τη συμμαχία τους.
Το ελληνικό έθνος βυθιζόταν στην αξημέρωτη νύχτα της πιο μαύρης σκλαβιάς.
Κι όμως η βαθειά πίστη πως όλα «πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θάναι», η πίστη αυτή διατηρούσε τρεμόσβηστη μέσα στην τέφρα της ένδοξης Ελλάδας τη σπίθα της Ανάστασης.
Ανάμεσα στις πρώτες εξεγέρσεις των προγόνων μας συγκαταλέγονται κι οι δυο επαναστάσεις του 1600 και του 1611. Οργανωτής και πρωτεργάτης και στις δυο ο φλογερός Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, που βρήκε μαρτυρικότατο θάνατο στα χέρια των τυράννων και ανόσια κατασπίλωση της μνήμης του στα φθονερά γραψίματα μικρόψυχων και σκοτεινών «ραγιάδων» αντιπάλων του. Του διπλού τούτου μαρτυρίου του φωτοστέφανος η δόξα του Εθνομάρτυρα κι ακάνθινο στεφάνι το χλευαστικό του παρανόμι (παρατσούκλι): «Σ κ υ λ ό σ ο φ ο ς»!
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, χάρη στις νεώτερες έρευνες, έγινε με δικαιοσύνη η ιστορική αποκατάσταση του Αδικημένου. Και κάθε νεώτερο στοιχείο, που έρχεται να προστεθεί στά μέχρι σήμερα γνωστά, φωτίζει όλο και πιο πολύ τήν υπέροχη φυσιογνωμία του.
Γεννημένος γύρω στα 1541 ο Διονύσιος (ίσως σε κάποιο χωριό της Ηπείρου), ακολούθησε το μοναχικό στάδιο και διακρίθηκε νωρίς για την ανώτερη μόρφωση του. Σπούδασε στα γνωστά τότε πνευματικά κέντρα τής Ιταλίας και, χωρίς να περιοριστεί μόνο στα θεολογικά, παρακολούθησε φιλοσοφικά μαθήματα — με ιδιαίτερη μάλιστα επίδοση, καθώς φαίνεται, — ασχολήθηκε ίσως ακόμα και με τα μαθηματικά και την αστρονομία κι θεράπευε ασφαλώς ερασιτεχνικά και την επιστήμη του Ασκληπιού, την ιατρική.
Οι σύγχρονοι του τον ονόμασαν «φιλόσοφο». Κι ο τιμητικός αυτός τίτλος συνόδευε όσο ζούσε τ’ όνομά του: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ.
Όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, τα Πατριαρχεία τον χρησιμοποίησαν σε ανώτερες θέσεις, ώσπου στα 1593 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος στο Μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας ως Διονύσιος Β’ (1593 -1600). Έδρα της αρχιεπισκοπής του ήταν τότε, φαίνεται, μάλλον τα Τρίκαλα και γι’ αυτό αναφέρεται ως Μητροπολίτης Λαρίσης και Επίσκοπος Τρίκκης.
Γεμάτος όνειρα για την ανάσταση του Γένους ο Διονύσιος, μόλις κατέβηκε στη Θεσσαλία κι έζησε από κοντά τον αφανισμό των ραγιάδων, τις σφαγές και τον εξανδραποδισμό, που προκαλούσαν οι σκληρές αντεκδικήσεις των Τούρκων για κάθε κίνηση των χριστιανών, δεν άργησε νάρθη σ’ επαφή με τα ζωηρότερα στοιχεία του τόπου και να καταλήξει στην απόφαση της αποστασίας.
Η κλεφτουριά και τ’ αρματολίκια της Πίνδου και των Αγράφων, τα πρόσφατα κατορθώματα τους, οι χριστιανικοί στόλοι της Δύσης που σύντριβαν την τούρκικη αρμάδα στις ελληνικές θάλασσες (Ναυμαχία της Ναυπάκτου -1571), οι αναμενόμενες σταυροφορίες της Δύσης για την απελευθέρωση της χριστιανικής Ανατολής και κάποιες ίσως θρυλλούμενες προρρήσεις θέρμαιναν τις καρδιές μ’ ελπίδες, ενώ η σκληρή καταδυνάστευση και το αίμα φούσκωναν αφρισμένα της οργής τα πέλαγα και της εκδίκησης…
Υπομονετικά προετοίμαζε τον αγώνα ο Διονύσιος, οργανώνοντας τις δυνάμεις των επαρχιών του. Στα οχτώ χρόνια της αρχιερατείας του, η Θεσσαλία δεν έστειλε ποτέ στην Πόλη ούτε χαράτσι, ούτε «δοσίματα» και φόρους ή εισφορές, ούτε για το Σουλτάνο, ούτε για τον Πατριάρχη. Όλα για τον κοινό σκοπό…
Ώσπου το φθινόπωρο του έτους 1600 ξέσπασε ο ξεσηκωμός!.·.
Οι λεπτομέρειες του, δυστυχώς, μας είναι άγνωστες. Ξέρουμε μόνο πως το κίνημα απέτυχε και την αποτυχία του την ακολούθησαν σφαγές των χριστιανών στη Θεσσαλία.
Βρέθηκαν τότε ένοχοι στην ανταρσία ή ενοχοποιήθηκαν αργότερα πολλοί κληρικοί και ανάμεσα τους κι ο νεομάρτυρας Σεραφείμ, Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου, που σουβλίστηκε ζωντανός στα Τρίκαλα και η Εκκλησία τον έχει ανακηρύξει Άγιο. Στη Μονή Κορώνας σώζεται ακόμα και φυλάσσεται, ιερό προσκύνημα της περιοχής, η αγία του κάρα.
Πληγωμένος ασφαλώς βαθύτατα, μετά την αποτυχία αύτη και τις άλλες φοβερές συνέπειές της, ο φιλελεύθερος Διονύσιος, άλλη (εξιλέωση για τον εαυτό του δεν έβρισκε κι άλλο σκοπό της ζωής του δεν έβλεπε πια, παρά μονάχα έναν: να πραγματοποιήσει τα μεγάλα του σχέδια και να επουλώσει με την αποτίναξη του ξενικού ζυγού τις ανοιχτές πληγές της πολυαίμακτης θυσίας του λαού του.
Μ’ αύτη την απόφαση ξεκίνησε για τη Δύση. Οι υποσχέσεις των ισχυρών έπρεπε να εκπληρωθούν, oι επιχειρήσεις να συντονιστούν, οι εξεγέρσεις των σκλαβωμένων να μην ξαναπνιγούν στο αίμα τους. Δέκα χρόνια σχεδόν, δέκα ολόκληρα χρόνια, πρεσβευτής του υπόδουλου Γένους, περπάτησε τις χώρες και γύρισε τις αυλές των Χριστιανών ηγεμόνων από την Ιταλία ως τη μακρινή Ισπανία. Πόσο μόχθησε να συνενώσει τους αλληλοϋποβλεπόμενους ηγεμόνες της Δύσης στον κοινό σκοπό της νέας σταυροφορίας, πόση δύναμη και πόση πίστη χρειάστηκε, για να νικά κάθε φορά την πίκρα και την αποκαρδίωση που απεκόμιζε, μπορούμε να το φανταστούμε. Τι ακριβώς πέτυχε όμως και τι ακριβώς είχε οργανώσει, μας είναι άγνωστο.
Είχε περάσει τα εξηνταπέντε του χρόνια, όταν γύρισε στην Ήπειρο. Με νεανικό ενθουσιασμό ερχόταν να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Ένα απόμακρο μοναστήρι στα μέρη της Παραμυθιάς δέχτηκε το σεβάσμιο Ιεράρχη κι έγινε το ορμητήριο του.
Από κει ξεκίνησε κατηχητής κι εθνεγέρτης, κήρυκας της μελλούμενης ανάστασης του Γένους. Φλόγιζε τις καρδιές το κήρυγμα του και πύρωνε τ’ αποσταμένα στήθη των ραγιάδων η φωνή του. Από χωριό σε χωριό, από μοναστήρι σε μοναστήρι, ως τα ξέμακρα καλύβια των ξωμάχων και των βοσκών κι ως το Κάστρο μέσα των Γιαννίνων και τη Μητρόπολη τους, το μεγάλο μυστικό κυκλοφορούσε φανερά και κουφόβραζε παντού ο ξεσηκωμός.
Βρέθηκαν όμως, όπως πάντα, και μερικοί λιπόψυχοι, φθονεροί και εθελόδουλοι, που αντέδρασαν στα σχέδια του Διονυσίου.
Δεν απελπίστηκε όμως ο Εθνεγέρτης Δεσπότης. Απλός τώρα καλόγερος, περπάτησε όλη την ύπαιθρο και οργάνωσε, όπως μπορούσε καλύτερα, τα απελευθερωτικά του σχέδια. Οι ιατρικές του γνώσεις τον διευκόλυναν στις περιοδείες του. Η ακτινοβολία της φυσιογνωμίας του, της ψυχής και της μόρφωσης του, σκλάβωνε παντού τις καρδιές και ξεσήκωνε τα πνεύματα. Πήρε αμέσως την αίγλη του προφήτη, γιατί ήξερε να συναρπάζει τα πλήθη και να εξηγεί τους χρησμούς της Αποκαλύψεως και των βυζαντινών αυτοκρατόρων, λαϊκές προφητείες που κυκλοφορούσαν πλατιά και εκφράζανε τότε τους πόθους και τα όνειρα του Ελληνισμού. Στο πρώτο νεύμα του είναι όλοι έτοιμοι να ξεσηκωθούν…
Και μια μέρα συγκεντρώνει απ’ όλα τα χωριά τους οπαδούς του και αναγγέλει πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Έξαλλα από ιερό ενθουσιασμό τα πλήθη των χωρικών και των βουκόλων, με δίχως πολλά άρματα, με ξύλα και τσεκούρια και σπαθιά, ορμούν πίσω απ’ τον ορμητικό σεβάσμιο γέροντα. Με σύνθημά τους το «Κύριε ελέησον» ξεκαθαρίζουν τις τούρκικες φρουρές της υπαίθρου και κατευθύνονται προς τα Γιάννενα!
Οι τούρκικες δυνάμεις έλειπαν απ’ την Ήπειρο σε μακρινή εκστρατεία. Τα στενά του Μετσόβου στην Πίνδο εύκολα μπορούσαν να κρατηθούν απ’ τα αρματολίκια και τους ντόπιους. Δεν έμενε παρά να εξοντωθεί η μικρή φρουρά του Πασά μέσα στα Γιάννενα και μια ολόκληρη ελληνική επαρχία θ’ ανέπνεε τον αέρα της λευτεριάς. Από δω κι έπειτα εύκολη ήταν η εξόρμηση για παραπέρα. Οι υποσχέσεις που έχει λάβει είναι ρητές και οι συνεννοήσεις του με τους ισχυρούς της χριστιανικής Δύσης είναι σίγουρες. Μόλις έπαιρνε — του είχαν πει — στα χέρια του ένα γερό φρούριο, θα κατέπλεαν οι ενωμένοι στόλοι της Βενετίας, του Πάπα, των δύο Σικελιών και της Ισπανίας και οι επαναστάτες, μαζί με τους νέους σταυροφόρους, θα βάδιζαν για την Κωνσταντινούπολη, να διώξουν τον Τούρκο στην Κόκκινη Μηλιά, όπως το λέγαν οι χρησμοί και οι προφητείες…
Η στιγμή λοιπόν ήταν κατάλληλη. Άλλωστε το Κάστρο των Γιαννίνων το κατέχουν οι χριστιανοί χωροδεσπότες και τιμαριούχοι — σύμφωνα με τα παλιά προνόμια που διατηρούσαν — κι οι Τούρκοι, λιγοστοί και ανίσχυροι, βρίσκονται στρατοπεδευμένοι απ’ έξω κι είν’ εύκολο να χτυπηθούν. Οι άρχοντες του Κάστρου, όσο κι αν επηρεάζονται από τους λιπόψυχους που αντιδρούν στα σχέδια του Διονύσιου, θα εκβιασθούν να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Ο Δεσπότης τους καθοδηγεί, η Μητρόπολη την έχει στα κρυφά ευλογήσει. Όσο κι αν διστάζουν, χριστιανοί είναι κι αυτοί…
Έτσι στάθμισε την κατάσταση ο Διονύσιος. Και το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου του 1611 οδηγεί τα ασυγκράτητα πλήθη των οπαδών του κι αιφνιδιάζει τα Γιάννενα… Αλαλιασμένοι οι Τούρκοι σκόρπισαν και οι φλόγες του Διοικητηρίου που στέγαζε τον Πασά και τον σουλτανικό θησαυρό, φώτισαν την ολοσκότεινη νύχτα. Ως τ’ άστρα έφταναν μαζί με τις φλόγες κι οι πολεμόχαρες ιαχές του μεθυσμένου όχλου των χωρικών και των γιδάρηδων, που μέσα στο αίμα τους έβραζε η οργή δύο αιώνων σκλαβιάς και τυραννίας.
Τα Γιάννενα ήταν στα χέρια των επαναστατών!…
Όμως, καθώς πλησίασαν το Κάστρο, οι πύλες βρέθηκαν κλειστές… Οι ευγενείς φεουδάρχες υπολόγισαν πιο πολύ τα τιμάρια τους και τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος, παρά τις αβέβαιες νίκες των πειναλέων κι άοπλων ορδών που ξεσήκωσε ο φλογερός Δεσπότης… Προς τί οι επικίνδυνες περιπέτειες;… Ας κλειστούμε ουδέτεροι μέσα στο Κάστρο, να ιδούμε τί θ’ απογίνει και που θα κλίνει η ζυγαριά…
Μέσα στην οχλοβοή και στη νύχτα, μπροστά στις κλειστές πύλες του Κάστρου, δεν άργησε ν’ απλωθεί στους ανοργάνωτους και άοπλους χωρικούς η σύγχυση… Σκορπίστηκαν στην πόλη και χωρίς συνοχή πια, στη μέθη της πρώτης νίκης, στο ξάφνισμα του βουβού Κάστρου, στον τρόμο της νύχτας, έδωσαν τον καιρό στους αιφνιδιασμένους Τούρκους να συνέρθουν, ν’ ανασυνταχτούν και να ορμήσουν επάνω στούς άοπλους χωρικούς και ν’ αρχίσουν να τους πελεκάνε.
Η αυγή που ξημέρωνε είδε τη θλιβερότερη σκηνή της τραγικής αυτής ιστορίας. Ο αγράμματος καλόγερος, που έγραψε λιγόλογα το χρονικό της εποχής, διηγείται:
«Και τότε [την αυγή] ενωθέντες οι Ρωμαίοι του Κάστρου με τους Τούρκους, επειδή και ήσαν ολίγοι οι Τούρκοι, επολέμησαν μαζί τον κακο-Διονύσιον και τον εκαταχάλασαν κατά κράτο ς…».
Η σφαγή που επακολούθησε δεν περιγράφεται στις λίγες λέξεις του χρονικογράφου. Ο καθένας όμως μαντεύει την έκταση και την αγριότητα της.
«Άλλους μεν εσκότωσαν, άλλους έψησαν ζωντανούς, άλλους έβαλαν εις τα τζεγγέλια και άλλους επαλούκωσαν … Και έγινεν αιματοχυσία πολλή εις το Κάστρο ν, εις ταις στράταις, όπου τις διηγήσετα ι…».
Σε μια σπηλιά, κοντά στη λίμνη, κάτω απ’ τα βράχια του Κάστρου, ανακάλυψαν κρυμμένο και τον ασπρομάλλη Ανταρτοδέσποτα. Αφού τον βασάνισαν φριχτά, τον έγδαραν ζωντανό κι εγέμισαν το δέρμα του μ’ άχυρο. Τον διαμπόμπεψαν έτσι σε πόλεις και χωριά, από τα Γιάννενα ως την Κωνσταντινούπολη.
Τα αντίποινα των Τούρκων υπήρξαν φρικτά. Στέρησαν τα προνόμια από τους χριστιανούς τιμαριούχους, παρά τη «νομιμοφροσύνη» που είχαν δείξει, και τα όνειρα της Λευτεριάς ενταφιάστηκαν κάτω από τη βαρύτερη σκλαβιά και τυραννία για τρεις ολόκληρους αιώνες.
Ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο πρώτος μεγάλος επαναστάτης της Τουρκοκρατίας, δέχτηκε, νεκρός πια, το χλευασμό των ανάξιων αντιπάλων του, που τον παρέστησαν κακό δαίμονα και αντί Φιλόσοφο, Σκυλόσοφο!
Το Έθνος όμως τιμά τον Πρωτομάρτυρα του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης και περιφρονεί τους τουρκολάτρες εχθρούς της μνήμης του.
Στα Γιάννενα τιμητική μαρμάρινη στήλη μπροστά στην «τρύπα του Σκυλόσοφου», όπως λέγεται η σπηλιά του μαρτυρίου του, υπενθυμίζει την ηρωική μορφή του Εθνεγέρτη Ιεράρχη. Στα Τρίκαλα στήθηκε με τιμές η προτομή του. Στην Καρδίτσα περιφέρεται η εικόνα του στη λιτανεία της γιορτής του αγίου Σεραφείμ και στήθηκε κι εκεί άλλη προτομή του. Τέλος, ας σημειωθεί, ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αείμνηστος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, είχε περιλάβει το Διονύσιο το Φιλόσοφο ανάμεσα στους ένδοξους νεομάρτυρες της Εκκλησίας και του είχε αφιερώσει διεξοδική μελέτη.
Λ. Βρανούσης ( Περιοδικό Κιβωτός – Απάνθισμα)