Η Σημασία του Δόγματος στους Διαλόγους
18 Μαρτίου 2010
Πριν προχωρήσουμε στην πραγμάτευση του θέματός μας κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε κάποιες εννοιολογικές διευκρινίσεις.
Λέγοντας δόγματα της πίστεως εννοούμε εκείνες τις αποκεκαλυμένες αλήθειες της πίστεώς μας, που αμφισβητήθηκαν καίρια στην ιστορία της Εκκλησίας από τους αιρετικούς. Γι’ αυτό και διατυπώθηκαν με κάθε σαφήνεια κατεξοχήν από Οικουμενικές Συνόδους η από Συνόδους, οι οποίες έγιναν αποδεκτές και βιούνται στο εξής αναμφισβητήτως από τη δογματική συνείδηση[1] του πληρώματος της Εκκλησίας. Τέτοιες Σύνοδοι είναι λ.χ. η λεγόμενη Η΄ Οικουμενική, επί Μ. Φωτίου τον Θ΄ αιώνα, που καταδίκασε το Filioque, αλλά και οι Σύνοδοι που δικαίωσαν τη δογματική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για το χαρακτήρα του θείου Φωτός και της θεοποιού Χάριτος.
Τα δόγματα της πίστεως θεμελιώνονται στην Αγία Γραφή και στην Παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή στην εν Χριστώ αποκάλυψη, και χαρακτηρίζονται τόσο για την αιωνίως αδιαμφισβήτητη ορθότητά τους όσο και για τη διαχρονική επικαιρότητά τους. Εξαιτίας του αλάθητου χαρακτήρα τους, τα δόγματα της Εκκλησίας, ως εμπνεόμενα από το Πνεύμα της Αληθείας, δε μπορούν να τροποποιηθούν από κανένα θεσμικό φορέα, ούτε πολύ περισσότερο από κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο, όσο σημαντικό και αν είναι αυτό. Αν κάποιος «δόγμα έχει διεστραμμένον, καν άγγελος η, μη πείθου»[2], συνιστά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ούτε σε άγγελο του Θεού δηλαδή θα πρέπει να υπακούει κανείς, όταν αυτός διδάσκει διεστραμμένη πίστη. Αντίθετα, ο πιστός οφείλει να προσέχει στους λόγους εκείνου, που ορθοτομεί την αλήθεια, ακόμη και όταν συμβαίνει αυτός να έχει ανακόλουθη ως προς τους λόγους του ζωή. «Ει δε ορθά διδάσκει», σημειώνει ο ίδιος άγιος, «μη τω βίω πρόσεχε, αλλά τοις ρήμασι» [3]
Τα δόγματα της πίστεως είναι απολύτως καθοριστικά για την αγιοπνευματική ζωή των πιστών. Γι’ αυτό και ομολογούμενα αγιάζουν τον άνθρωπο. «Τα ορθά δόγματα περί Θεού λεγόμενα αγιάζει την ψυχήν»[4], έχουν δηλαδή και αγιαστικό χαρακτήρα κατά τον Χρυσορρήμονα Πατέρα, αλλά και για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος σημειώνει: «Πας άνθρωπος αγιάζεται δια της ακριβούς ομολογίας της πίστεως»[5]. Η αγιοπνευματική ζωή των πιστών, ως εν Χριστώ ζωή στο πλαίσιο της Εκκλησίας, δεν εξαντλείται βέβαια στη διατύπωση των δογμάτων. Απλώς, η αλήθεια των δογμάτων οριοθετεί με κάθε δυνατή ακρίβεια το πνευματικό περιεχόμενο της ζωής των μελών της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό τα δόγματα πρακτικώς διασφαλίζουν από κάθε παραχάραξη την εκκλησιαστική πνευματική εμπειρία. Τα δόγματα δηλαδή είναι κανόνες της πίστεως, που συμπυκνώνουν ταυτόχρονα και το περιεχόμενο ζωής της Εκκλησίας. Η δογματική αλήθεια νοείται και ως πλήρωμα ζωής. Γι’αυτό και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποβιβάζεται η να παραθεωρείται το δόγμα. Έτσι, κατανοείται γιατί ο Α΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει, ότι εκπίπτει και αναθεματίζεται από την Εκκλησία εκείνος, ο οποίος δεν αποδέχεται τα δόγματά της[6]. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι τα δόγματα της πίστεως συνδέονται άρρηκτα με τη σωτηρία του ανθρώπου, αφού η μη αποδοχή των δογμάτων σημαίνει έκπτωση από την Εκκλησία, πράγμα που συνεπάγει την έκπτωση και από την εν Χριστώ σωτηρία. Έτσι, οι δογματικές διαφορές με τους ετεροδόξους δεν έχουν θεωρητική απλώς σημασία ούτε περιθωριακές εκκλησιαστικές συνέπειες, αλλά καίριο και θεμελιώδη σωτηριολογικό χαρακτήρα.
Θεμελιώδης όμως προϋπόθεση για να ανέλθει κάποιος στο ύψος των δογμάτων της πίστεως είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος[7]. Ο ακάθαρτος βίος συσκοτίζει τη διορατικότητα της διανοίας και εμποδίζει έτσι την προσέγγιση στο υψηλό περιεχόμενο των δογμάτων[8]. Τα ορθά δόγματα της πίστεως αποτελούν το ασφαλές θεμέλιο της ευσέβειας[9]. Και τούτο είναι φυσικό, αφού στην Εκκλησία η ευσέβεια κατανοείται πρωτογενώς ως βιωματική έκφραση του περιεχομένου της πίστεως. Πίστη και ζωή στην Εκκλησία αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Η καθαρότητα της πίστεως και η ορθότητα του βίου συνιστούν από κοινού την ευσέβεια των πιστών[10].
Η σωστή θεωρητικά πίστη αλλά πρακτικώς αυτονομημένη από τη ζωή του ανθρώπου, δεν έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα. Τον δραστικά σωτηριολογικό χαρακτήρα της αποκτά η πίστη, όταν συνδεθεί άρρηκτα και λειτουργικά με τη ζωή του ανθρώπου. Χωρίς την ανάλογη προς την πίστη ζωή καθίσταται αναποτελεσματική σωτηριολογικώς η μετοχή μας και σ’ αυτά τα μυστήρια της Εκκλησίας[11]. Κανένα δηλαδή μυστήριο της Εκκλησίας δεν μπορεί να μας σώσει από μόνο του.
Η ορθή πίστη δεν ωφελεί σε τίποτε, όταν η ζωή του ανθρώπου είναι διεφθαρμένη. «ουδέν γαρ όφελος ημίν εις σωτηρίαν, δογμάτων υγιών, διεφθαρμένης ημίν της ζωής»[12]. Αυτό άλλωστε το πιστοποιεί και ο ίδιος ο Κύριος στην Επί του Όρους Ομιλία του. Σ’αυτήν, ο Χριστός δεν αναγνωρίζει ως δικούς του εκείνους που με μόνη την πίστη τους έκαναν θαύματα, ενώ δεν τηρούσαν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους: «ουδέποτε έγνων υμάς», τους λέει, «αποχωρείται απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν»[13]. Αλλά και αντίστροφα, όταν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι σωστή, αυτός δεν έχει κανένα όφελος για τη σωτηρία του από την άριστη ζωή του[14].
Στο πλαίσιο της Εκκλησίας, τα δόγματα της πίστεως συνδέονται οργανικά με τη ζωή των πιστών και αλληλοπεριχωρούνται. Η ακρίβεια της ζωής «συνυφαίνεται τη των δογμάτων ορθότητι»[15], κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Τα δόγματα διασφαλίζουν την ορθότητα της ζωής της Εκκλησίας, αλλά και η ζωή της Εκκλησίας δίνει περιεχόμενο στην αλήθεια των δογμάτων της. Εκείνος που ακολουθεί με συνέπεια τα δόγματα οφείλει να τα πιστοποιεί με την καθαρότητα του βίου του[16]. Η ακρίβεια στον τρόπο της ζωής του πιστού αποτελεί μαρτυρία των υγιών δογμάτων του[17].
Tί γίνεται όμως, όταν κάποιος από πλευράς της πίστεως βρίσκεται στην πλάνη, αλλά συμβαίνει να προσέχει τη ζωή του και να ζει ορθά; Στην περίπτωση αυτή, μας διαβεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος αυτός να παραμείνει στην πλάνη[18]. Κατ’ αντιστοιχία, παρατηρεί ότι δεν είναι εύκολο ένας που ζει με την πονηριά να αρθεί στο ύψος των δογμάτων της Εκκλησίας. Εκείνος, που σκοπεύει να αναζητήσει την αλήθεια, θα πρέπει προηγουμένως να καθαρισθεί απ’ όλα τα πάθη του[19]. Αλλά, και εκείνος που έχει απαλλαγεί από τα πάθη, και από την πλάνη θα απαλλαγεί και την αλήθεια τελικώς θα βρει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος ήταν φοβερός πολέμιος και διώκτης της Εκκλησίας του Χριστού. Επειδή όμως είχε αψεγάδιαστη ζωή, όχι μόνο δεκτός έγινε στην πίστη της Εκκλησίας, αλλά και όλους τους ξεπέρασε [20]. Κατά συνέπεια, ο Θεός έλκει και φέρνει προς την αλήθεια όσους βρίσκονται στην πλάνη, αλλά είναι καθαροί από τα πάθη[21].
Πως εξηγείται όμως το γεγονός, ότι κάποιος παραμένει στην πλάνη, ενώ φαίνεται πως είναι καλός, αγαθός και φιλάνθρωπος; Στην περίπτωση αυτή, κατά το σοφό Ποιμενάρχη, ο εν λόγω άνθρωπος έχει άλλο πάθος. Έχει κενοδοξία η ραθυμία ψυχής η αδιαφορία για τη σωτηρία του [22]. Με την απάντησή του αυτή ο ιερός Χρυσόστομος αποδεικνύεται άριστος ανατόμος της αγιοπνευματικής ζωής.
Οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τους ετεροδόξους είναι ο κύριος λόγος για την αποκοπή των ετεροδόξων από τη μυστηριακή κοινωνία μαζί της. Η δογματική διδασκαλία της Ορθοδοξίας είναι η δογματική διδασκαλία της μίας και πάντοτε αδιαίρετης Εκκλησίας, την οποία συνεχίζει χωρίς διακοπή. Η δογματική αυτή διδασκαλία διαφυλάσσεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ανόθευτη, όπως ακριβώς ενυπάρχει στις Βιβλικές αποδείξεις (στη διατύπωση της αποκαλύψεως) στην Αγία Γραφή και όπως ερμηνεύτηκε και αναπτύχθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες στις Οικουμενικές της Συνόδους.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η δογματική ακρίβεια αποτελεί δείκτη και μαρτυρία ευσεβούς φρονήματος. Το ορθοδόξως «θεολογείν» συνδέεται λειτουργικά με την αγάπη, η οποία, κατά τον άγιο Φιλόθεο Κόκκινο -Πατριάρχη Κων/πόλεως- αποτελεί και το κριτήριο αυθεντικότητας της θεολογίας. «Τοις το τέλειον εφθακώσι της τελείας αγάπης», σημειώνει, «ταυτησί μέτρον και το θεολογείν ες τα μάλιστά γε προσήκειν»[23].
Κατά συνέπεια, όταν κάποιος σφάλλει στη Θεολογία, δηλαδή στο δόγμα, όταν με άλλα λόγια είναι ετερόδοξος, δεν μπορεί να έχει και να βιώνει την τέλεια αγάπη, που νοείται ως άκτιστη ενέργεια του Θεού. Μάλιστα, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, «απόδειξις της αγάπης και τελειώτατος της πίστεως όρος, των ευαγγελικών δογμάτων η τήρησις και των θείων εντολών η φυλακή»[24].
Οι θεολογικές προϋποθέσεις των Ορθοδόξων μπορούν να εντοπιστούν κυρίως στην αγιοπνευματική – βιωματική εμπειρία του ακτίστου. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι δηλαδή προϋποθέτουν τη θεωτική εμπειρία ως θεμέλιο και νοητό άξονα της θεολογίας τους. Έχουν την εμπειρία της θεοπτίας μέσω των φωτοφανειών και Θεοφανειών. Βιώνουν τη χαρισματική σχέση με το Θεό δια της ακτίστου θείας Χάριτος, μέσω της ίδιας δηλαδή της Θεότητας. Αυτός είναι ο λόγος, που μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για άμεση και προσωπική σχέση με τον ίδιο το Θεό.
Αν δε γνωρίζουμε τις ρίζες της Δυτικής θεολογικής σκέψεως, με άλλα λόγια το θεολογικό υπόβαθρό της, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε σωστά και σε βάθος τις δογματικές και θεσμικές αποκλίσεις της από την Ορθοδοξία, και κατ’ επέκταση δεν μπορούμε να είμαστε μακροπρόθεσμα και γνήσια αποτελεσματικοί στο θεολογικό διάλογο μαζί τους με σκοπό την εν Χριστώ ενότητα.
Οι ρίζες της Δυτικής θεολογικής σκέψεως πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στον υπαρξιακό χώρο της ουσιαστικά αλλοτριωμένης από τον Τριαδικό Θεό ζωής τους. Η αλλοτριωμένη από το Θεό ζωή και σκέψη των Δυτικών οφείλεται στην παντελή εκ μέρους τους έλλειψη της χαρισματικής εμπειρίας της θεώσεως. Οι Δυτικοί στο σύνολό τους, εξαιτίας της υπεροψίας τους ξέπεσαν πλέον από τη θεοπτία, τη χαρισματική θέα δηλαδή της θείας δόξας. Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος παρατηρεί ότι οι Δυτικοί «διέστησαν της Εκκλησίας δι’ υπεροψίαν και τύφον»[25]. Έτσι, δεν έχουν και γι’ αυτό δεν καταθέτουν ποτέ βιωματική εμπειρία της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και ενεργείας. Δε μιλούν ποτέ για τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος, επιμένοντας μάλιστα δογματικά στον κτιστό χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι δε γνωρίζουν το Θεό εμπειρικώς. Και όποιος δε γνωρίζει το Θεό εμπειρικώς δια της θεοπτίας, εκφράζεται στοχαστικώς γι’αυτόν. «Ο γαρ Θεόν μη γνούς», σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης , «στοχαστικώς αποφθέγγεται»[26].
Μη έχοντας λοιπόν οι Δυτικοί άμεση και προσωπική πρόσβαση στον ίδιο το Θεό μέσω της ακτίστου ενεργείας του, επιχειρούν να τον προσεγγίσουν νοητικά και στοχαστικά, μέσα από μια αυτόνομη λογική κατανόηση των Γραφών. Στη συνέχεια, η θεολογία τους προσδιορίζεται δομικά από αυτονομημένα ανθρωπολογικά και πολιτισμικά δεδομένα, με αποτέλεσμα η θεολογία τους να έχει έντονα διανοητικό, στοχαστικό και δικαιϊκό χαρακτήρα.
Οι Δυτικοί δηλαδή, μετά την αλλοτρίωσή τους από τη χαρισματική εμπειρία της θεώσεως, υιοθέτησαν τη ρωμαϊκή πολιτική νοοτροπία, που θεσμοποίησε απλώς και δευτερογενώς την αλλοτριωμένη ζωή τους. Από τότε το δικανικό (νομικό) πνεύμα έγινε το βασικότερο χαρακτηριστικό της Δυτικής θεολογικής σκέψεως, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διαρθρώνει και να διαπνέει τη Δυτική Θεολογία. Το ρωμαϊκό πνεύμα αποτέλεσε το ιδεολογικό περιβάλλον του Ρωμαιοκαθολισμού, που κυοφόρησε τον παπικό θεσμό με τις συγκεντρωτικές και μοναρχικές τάσεις του. Καρπός των τάσεων αυτών είναι και το διεκδικούμενο από τους πάπες παρανοημένο πρωτείο, που διασάλευσε πρακτικώς την ενότητα τη Εκκλησίας, αφού οι πάπες δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τη φιλαρχία και τη φιλοπρωτία τους, θέλοντας πάντοτε να επιβάλλουν τη διοικητική εξουσία τους σ’ολόκληρη την Εκκλησία.
Έχοντας τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις, οι Δυτικοί θεολογούν στοχαστικώς, με αυτονομημένη δηλαδή από το Θεό τη διανοητική διαδικασία. Γι’ αυτό και θεολογούν πρωτογενώς μέσα σε πλαίσιο πλάνης, όπου ζουν και δομούν τις θρησκευτικές κοινότητές τους. Αντίθετα, οι Ανατολικοί θεολογούν απλανώς, επειδή ομιλούν ταπεινώς, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι», εκφραζόμενοι με βάση τη χαρισματική εμπειρία της θεώσεως «των διαβεβηκότων εν θεωρία»[27], και κάνοντας χρήση της λογικής που έχει καθαρθεί από τα πάθη, που έχει εκλαμπρυνθεί και εμπλουτιστεί με την άκτιστη θεοποιό Χάρη του Θεού. Κατά συνέπεια, όταν ονομάζουμε τους ετεροδόξους Εκκλησία η αδελφή Εκκλησία, συγχέουμε τον κτιστό με τον άκτιστο χαρακτήρα της Χάριτος, συγχέουμε το κτιστό ανθρώπινο κατασκεύασμα των Δυτικών με το μοναδικό Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί χαρακτηρίστηκαν από τον κατεξοχήν θεολόγο του ακτίστου Φωτός, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ως Αρειανοί και ως Πνευματομάχοι[28], επειδή αρνούνται τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος. Η άκτιστη θεία Χάρη, ως θεοποιός ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, είναι εκείνη που νοηματοδοτεί σωτηριολογικώς την Εκκλησία ως Θεανθρώπινο σώμα. Είναι εκείνη, που προσδίδει το σωτηριολογικό χαρακτήρα σ’ όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας και κάνει κατανοητό τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Αρνούμενοι οι Ρωμαιοκαθολικοί δογματικώς τον άκτιστο χαρακτήρα της μεταδιδόμενης Χάριτος της ιερωσύνης, αδειάζουν κυριολεκτικά τη θεότητα του Χριστού από την Εκκλησία και αρνούνται ουσιαστικά στην πράξη την αποστολική διαδοχή, διατηρώντας απλώς την τυπική εξωτερική συνέχεια με τους Αποστόλους. Έτσι, όταν αναγνωρίζουν οι Ορθόδοξοι την κτιστή ιερωσύνη και τα μυστήρια των Δυτικών, συγχέουν στην πράξη το κτιστό και το άκτιστο. Άλλωστε, χωρίς την άκτιστη θεοποιό Χάρη κενώνεται ουσιαστικά η Εκκλησία, ως εργαστήριο πραγματικής γεφυρώσεως του χάσματος ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο, αλλά ακυρώνεται και ο σκοπός της για τη θέωση του ανθρώπου.
Με την προσθήκη του Filioque οι Δυτικοί στο σύνολό τους -Ρωμαιοκαθολικοί δηλαδή και Προτεστάντες-ξέπεσαν από την Εκκλησία και αφορίστηκαν επισήμως από αυτήν. Τούτο προκύπτει από τη ρητή απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου[29], η οποία αναφερόμενη στο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως σημειώνει: «ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, η γουν συγγράφειν», ενώ ο Πρόεδρός της, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, πρόσθεσε ερμηνευτικώς: «ούτε μην επιτρέπομεν εαυτοίς η ετέροις η λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε η μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν»[30]. Την απόφαση αυτή επικύρωσαν όλες οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι προσθέτοντας τους σχετικούς αναθεματισμούς, τις καθαιρέσεις και τους αφορισμούς στους μη συμμορφουμένους στις αποφάσεις τους.
Αντίθετα, οι Ρωμαιοκαθολικοί, αφού εισήγαγαν επίσημα την κακόδοξη διδασκαλία του Filioque στο Σύμβολο της πίστεως (1014), κατακύρωσαν το Filioque ως δόγμα στην Δ΄ Σύνοδο του Λατερανού (1215), στη Σύνοδο της Λυών (1274) και στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439). Όλες αυτές οι Σύνοδοι θεωρούνται ως Οικουμενικές από τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το γεγονός αυτό ερμηνεύει τη μεγάλη δυσκολία των Ρωμαιοκαθολικών για την αφαίρεση της προσθήκης του Filioque από το Σύμβολο της Πίστεως.
Εδώ δε σκοπεύουμε να αναφερθούμε σ’ όλες τις δογματικές διαφορές μας με τους ετερόδοξους, Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες και Αντιχαλκηδονίους, με τους οποίους βρισκόμαστε σε θεολογικό διάλογο. Θα προσθέσουμε απλώς και επιγραμματικά μία θεμελιώδη δογματική διαφορά μας με τους Προτεστάντες, επειδή αυτή προσκρούει τελείως ξεκάθαρα σε Οικουμενική Σύνοδο της Εκκλησίας μας και παρά ταύτα το γεγονός αυτό δε μνημονεύεται ούτε αξιοποείται στους σχετικούς διαλόγους μαζί τους. Πρόκειται για την απόρριψη των εικόνων από τους Προτεστάντες, τη στιγμή που η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος κατακυρώνει πανηγυρικά την αποδοχή τους και καταδικάζει με αφορισμούς όσους δεν τις προσκυνούν και δεν αποδέχονται τη σχετική με αυτές δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Και ερχόμαστε τώρα να μιλήσουμε για τη σημασία του δόγματος στους διαλόγους με τους ετεροδόξους. Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι ο θεολογικός διάλογος με τους ετεροδόξους αποτελεί χρέος αγάπης της Εκκλησίας προς αυτούς. Ο διάλογος αυτός έχει σαφή σκοπό, αλλά και συγκεκριμένες αγιογραφικές και πατερικές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή του.
Σκοπός του θεολογικού διαλόγου είναι η ποθητή ενότητα εν Χριστώ με όλους όσους αποκλίνουν από την «άπαξ παραδοθείσαν πίστιν»[31]. Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτή η ενότητα εν Χριστώ, είναι τελείως απαραίτητο το ένα φρόνημα όλων ως προς την πίστη. Στην πίστη δε μπορεί να υπάρχει ποικιλία, αλλά απόλυτη ταυτότητα. Αυτό γίνεται κατανοητό και σαφές από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες συνοδεύονται πάντοτε με την ξεκάθαρη καταδίκη της εκάστοτε ετεροδοξίας και τη σαφή έκπτωση από την Εκκλησία, όσων αρνούνται να συμμορφωθούν με τις αγιοπνευματικές αποφάσεις των θεοφόρων Πατέρων, που τις συγκροτούν.
Κατά συνέπεια, η σημασία του δόγματος της Εκκλησίας για τη διεξαγωγή του θεολογικού διαλόγου είναι προφανής. Δε μπορεί να γίνεται οποιοσδήποτε θεολογικός διάλογος χωρίς αναφορά στο δόγμα. Αποτελεί σαφή Πατερική θέση, ότι δεν μπορεί να προηγείται η εξέταση κάποιου άλλου πράγματος πριν από εκείνη την εξέταση, που αφορά άμεσα την πίστη. Πρέπει να προηγηθεί η άρση κάθε διαφωνίας ως προς την πίστη, και τότε μόνο να ακολουθήσει η οποιαδήποτε έρευνα για τα άλλα πράγματα. Αυτά υποστηρίζει ο Μ. Αθανάσιος θεμελιώνοντας αγιογραφικώς τη θέση του στον ίδιο το Χριστό, ο οποίος θεράπευε τους πάσχοντες μόνο μετά την ομολογία της πίστεώς τους προς Αυτόν. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την συναρίθμηση εν συνόδω Ορθοδόξων και ετεροδόξων[32].
Μέσα στο ίδιο πνεύμα και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υποστηρίζει ότι ο διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς για το Filioque μπορεί να γίνει μόνον μετά την αφαίρεση της προσθήκης του στο Σύμβολο της πίστεως[33].
Η αλήθεια δε διερευνάται με τη συμβολή των ετεροδόξων στο θεολογικό διάλογο «επί ίσοις όροις», αλλά διασφαλίζεται στην Εκκλησία με τη συνέχεια της βιούμενης αποκαλύψεως του Θεού μέσω των φωτοφανειών και των Θεοφανειών από τους θεουμένους. Κατά συνέπεια, αν θέλουμε να κινούμαστε μέσα στο πνεύμα και την πρακτική του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, ο διάλογος με τους ετεροδόξους θα πρέπει να προσδιορίζεται αποφασιστικά από την αλήθεια. Στην περίπτωση όμως αυτή ο διάλογος με τους ετεροδόξους οφείλει να προσλαμβάνει το χαρακτήρα της νουθεσίας- δηλαδή της συμβουλής – με ευσπλαχνικό, με παρηγορητικό, με ενθαρρυντικό και ταπεινό τρόπο, χωρίς φανατισμό και μισαλλοδοξία, να γίνεται δηλαδή εν αγάπη για την επάνοδο στη βιούμενη εν Πνεύματι αγίω εκκλησιαστική αλήθεια, στην πίστη των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτό ακριβώς συνιστά ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ότι εξέστραπται ο τοιούτος ων αυτοκατάκριτος»[34]. Η πρακτική της νουθεσίας διασφαλίζει την ακεραιότητα της αγάπης, γιατί τότε πραγματικά αληθεύουμε «εν αγάπη»[35]. Η αγάπη και η ειρήνη με όλους τους ανθρώπους δεν είναι απροϋπόθετη. Όταν οι άλλοι δεν είναι ομόφρονες ως προς την ευσέβεια, είναι προτιμότερη η αντιπαράθεση από την συμφωνία για το κακό. Τότε είναι προτιμότερο να λυπούμε τους ανθρώπους παρά το Θεό, και να μην αποσιωπούμε εκείνα που διαταχθήκαμε από το Θεό να ομολογούμε. Η αγάπη προς τους ετεροδόξους λοιπόν οριοθετείται σαφώς από τον τρόπο, με τον οποίο αυτή εκφράζεται. Η αγάπη αυτή περιορίζεται στη νουθεσία, η οποία μπορεί να επαναληφθεί μόνο μία ακόμη φορά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός, ότι τον παραπάνω περιορισμό στην εκδήλωση της αγάπης προς τους ετεροδόξους μας τον απεκάλυψε ο Θεός μέσα από το σκεύος της εκλογής του, τον Απόστολο των Εθνών, τον κορυφαίο υμνητή της αγάπης. Ο παραπάνω περιορισμός στην εκδήλωση της αγάπης μας προς τους ετεροδόξους διασφαλίζει ταυτόχρονα την παραμονή μας στα όρια της υγιαινούσης πίστεως και του μη χωρισμού μας από την αγάπη του Χριστού.
Τη σύσταση του Αποστόλου Παύλου ακολούθησε πιστά η Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι και τον ΙΘ΄ αιώνα υιοθετώντας παράλληλα και την αντιρρητική θεολογία, η οποία συνήθως περιοριζόταν το πολύ μέχρι τον Γ΄ αντιρρητικό της λόγο. Αυτό συναντούμε στους αντιαιρετικούς λόγους του Μ. Αθανασίου κατά του Αρείου, του αγίου Κυρίλλου κατά του Νεστορίου, των αγίων Ιωάννου Δαμασκηνού -Θεοδώρου Στουδίτου-Νικηφόρου Κων/πόλεως κατά των Εικονομάχων, του αγίου Γρηγορίου παλαμά κατά των Δυτικών Αντιησυχαστών κ. α. Την ίδια στάση τέλος τηρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ έναντι των Προτεσταντών, μη δεχόμενο να συνεχίσει το θεολογικό διάλογο πέρα από τη Β΄ Απάντηση προς τους Βιττεμβεργίους Λουθηρανούς θεολόγους του ΙΣΤ΄ αιώνα.
Αυτή η βιβλική και αγιοπατερική Παράδοση ανατράπηκε από τις αρχές του Κ΄ αιώνα με τις γνωστές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη συστράτευση σταδιακώς σύνολης σχεδόν της Διοίκησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις αρχές του διαχριστιανικού Οικουμενισμού. Συγκεκριμένα, υιοθετήθηκαν οι «επί ίσοις όροις» θεολογικοί διάλογοι με τους ετερόδοξους με χρονικό όριο, όπως αντιλαμβανόμαστε, την προσδοκωμένη εν Χριστώ ενότητα.
Στην ακολουθούμενη μέθοδο του διαλόγου με τους ετεροδόξους πρυτάνευσε η μονομερής επιλογή της διαφημιζόμενης χριστιανικής αγάπης και η σκόπιμη παρασιώπηση του δόγματος, με σκοπό τα δόγματα της πίστεως να μας απασχολήσουν σταδιακώς, και πάντως αργότερα.
Με βάση όμως όσα παρουσιάσαμε παραπάνω, σχετικά με τη σημασία του δόγματος για την ταυτότητα της Ορθοδοξίας, προκύπτουν εύλογα θεολογικά ερωτήματα.
Γνωρίζουμε πολύ καλά από την αποκάλυψη του Θεού στην Αγία Γραφή και από την πνευματική εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας, ότι τόσο η αγάπη όσο και η πίστη αποτελούν καρπό του αγίου Πνεύματος[36], δηλαδή άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Αν λοιπόν η υιοθετούμενη αγάπη στους διαλόγους μας με τους ετεροδόξους έχει τις παραπάνω προδιαγραφές της αγιογραφικής γνησιότητας, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να χωρίζεται από την αλήθεια και τα δόγματα της πίστεως. Άλλωστε, «από πίστεως ειλικρινούς η αγάπη τίκτεται»[37]. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή η μία από τις δύο να ενεργεί ερήμην της άλλης η σε βάρος της άλλης. Δε μπορούν να αληθεύουν αυτονομημένες μεταξύ τους. Εκτός βέβαια, αν πρόκειται για άλλου είδους, μη ευαγγελική δηλαδή αγάπη. Γιατί η ευαγγελική αγάπη, και όταν ακόμη είναι κτιστή, παίρνει την ταυτότητά της από τη συμμόρφωση προς το θέλημα και τις εντολές του Θεού: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστι ο αγαπών με», είπε ο Χριστός[38]. Εδώ εγείρεται το ερώτημα: Πως είναι δυνατόν να βιώνουμε και να εκφράζουμε γνήσια την αγάπη του Ευαγγελίου, όταν παραβιάζουμε όσα είπε το στόμα του Χριστού, δηλαδή ο Απόστολος Παύλος, και όσα βιώθηκαν στην Παράδοση της Εκκλησίας για 19 αιώνες;
Η εν Χριστώ ενότητα στη γνησιότερη, καθαρότερη και βιωματικότερη εκφρασή της πραγματοποιείται, μόνο όταν έχει τις προδιαγραφές, που μας έδωσε ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή του. Πραγματοποιείται δηλαδή και βιώνεται «εν πάση αισθήσει» με τη μετοχή στην άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού. Αυτό βεβαιώνει ο Χριστός, όταν λέει: «καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν. εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν»[39].
Για να γίνει όμως ο άνθρωπος μέτοχος της άκτιστης δόξας «εν αισθήσει», οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Θεού, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό πρακτικώς την αγάπη του προς το Θεό. Τήρηση των εντολών σημαίνει απόλυτη συμφωνία μεταξύ μας, αφού τότε έχουμε ένα και το αυτό φρόνημα, που είναι το φρόνημα του Θεού, όπως εκφράζεται στο θέλημά του. Με τον πρακτικό αυτό τρόπο γινόμαστε ένα Πνεύμα με το Θεό, «το εν φρονούντες»[40]. Γιατί τότε ενεργεί μέσα μας το Πνεύμα, που λάβαμε με το άγιο Μύρο. Τότε ζούμε τη ζωή του Θεού και όλα τότε τα ενεργεί ο Χριστός δι’ ημών, αφού είναι εντός μας αυτός «εν πάσι πρωτεύων»[41]. Τότε μόνο μπορούμε ουσιαστικά να δοξάζουμε «εν ενί στόματι και μια καρδία» το όνομα του Τριαδικού Θεού.
Όταν όμως οι ετερόδοξοι φρονούν διαφορετικά ως προς την πίστη και μάλιστα φρονούν αντίθετα με την αποκάλυψη του Θεού, όπως αυτή ερμηνεύτηκε αυθεντικά από τις Οικουμενικές Συνόδους, δε μπορεί να υπάρξει εν Χριστώ ενότητα μαζί τους. Το ίδιο θέλημα, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως, εμφανίζεται ως η «τορπίλη» της αιρέσεως, που διαλύει το ενιαίο φρόνημα της πίστεως στην Εκκλησία και ακυρώνει την εν Χριστώ ενότητα των Χριστιανών. Συμβαίνει εδώ, ό,τι συμβαίνει και στη συζυγία. Όταν δηλαδή οι σύζυγοι έχουν ίδια θελήματα, όταν δεν τηρούν με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, τότε δεν έχουν ένα φρόνημα, και δεν γίνονται ένα Πνεύμα με το Θεό και μεταξύ τους, που είναι ο κύριος σκοπός του γάμου. Έτσι όμως οι σύζυγοι παραμένουν σαρκικοί, και στην καλύτερη περίπτωση ψυχικοί. Κατά τον Απόστολο Παύλο όμως ούτε οι σαρκικοί, ούτε οι ψυχικοί δέχονται «τα του Πνεύματος του Θεού»[42], που είναι η βασιλεία του Θεού.
Το τελικό και πρακτικό ερώτημα μπορεί να διαμορφωθεί ω εξής: Ποιού θέλημα είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε; Του εαυτού μας; Του οποιουδήποτε άλλου θεσμικού η μη θεσμικού προσώπου; Η του Χριστού, όπως ερμηνεύεται αυτό το θέλημα αυθεντικά και διαχρονικά από τη δογματική συνείδηση της Εκκλησίας; Πάντως, όπως μας βεβαιώνει η διαχρονική πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, μόνον η υπακοή στο θέλημα του Χριστού, που σε τελική ανάλυση είναι να γίνουμε ένα με το Θεό, μας κάνει κοινωνούς στην άκτιστη θεία ζωή και δόξα του Τριαδικού Θεού ήδη από την παρούσα ζωή, ως πρόγευση και αρραβώνας της άκτιστης βασιλείας του. Όταν δηλαδή έχουμε ενεργό μέσα μας τη θεία ζωή, τότε έχουμε και την πληρέστερη ενότητα μας με τους άλλους πιστούς.
Θα είμασταν ιδιαίτερα ευτυχείς, αν η παρούσα ομιλία θα μπορούσε να συμβάλει, έστω και ελάχιστα, στην υπακοή αυτή του ευαρέστου θελήματος του Χριστού, ώστε όλοι μας να γίνουμε πραγματικώς και ενεργώς ένα εν Χριστώ, σύμφωνα πάντα με τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που εκείνος έθεσε εντός της Εκκλησίας του. Γιατί στο Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, που είναι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέχεται η άκτιστη θεία Χάρη και η γνήσια εμπειρία του Θεού, που βιώνεται πρακτικώς ως σωτηρία, ως ζωή δηλαδή του ανθρώπου όμοια με την άκτιστη ζωή του Θεού. Πάντως, οι ετερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες θα μπορούσαν να πιστούν κατεξοχήν από τους Ορθοδόξους, ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη, αν αυτή η Χάρη ήταν ενεργός στη ζωή των Ορθοδόξων, οπότε αυτοί δεν θα αμάρταναν, γιατί μόνον όταν κανείς έχει αυτήν ενεργώς μέσα του δεν αμαρτάνει. Ενώ αντίθετα, «του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν, αμαρτία παν το παρ’ ημών γινόμενον»[43], κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Η ευθύνη μας προς τους ετεροδόξους είναι μεγάλη, επειδή η ζωή μας δεν τους πληροφορεί για τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος, όταν διαλέγονται μαζί μας. Και όταν ακόμη τους πείθουμε επιστημονικά για την ορθότητα των θεολογικών θέσεών μας, δεν τους ελκύουμε για να απομακρυνθούν από την πλάνη τους, επειδή συχνά ταυτιζόμαστε στο επίπεδο της ζωής μαζί τους.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια λόγια του μακαριστού Αγιορείτη Γέροντα π. Παϊσίου, που απαντούν καίρια στον προβληματισμό μας για την αποτελεσματικότητα ενός διαλόγου με τους ετεροδόξους. «Αν ζούσαμε πατερικά», λέει ο χαρισματούχος Γέροντας, «θα είχαμε όλοι πνευματική υγεία, την οποία θα ζήλευαν και όλοι οι ετερόδοξοι, και θα άφηναν τις αρρωστημένες τους πλάνες και θα σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δεν συγκινούνται από την αγία μας πατερική Παράδοση, γιατί θέλουν να δούν και την πατερική μας συνέχεια, την πραγματική μας συγγένεια με τους αγίους μας. Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο είναι να βάζη την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους, να καταλάβουν δηλαδή ότι βρίσκονται σε πλάνη, για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους, και στερηθούν και σ’αυτήν την ζωή τις πλούσιες δωρεές της Ορθοδοξίας και στην άλλη ζωή τις περισσότερες και αιώνιες ευλογίες του Θεού»[44].
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Αν θέλουμε όμως να είμαστε έντιμοι και ειλικρινείς απέναντι στο σώμα της Εκκλησίας, στην οποία ανήκουμε οργανικά και παραμένουμε αγαπητικά, θα πρέπει να ομολογήσουμε απεριφράστως ότι στην εποχή μας έχει διαμορφωθεί μια οξύμωρη κατάσταση. Ως εκκλησιαστικό πλήρωμα εμφανιζόμαστε να τιμούμε και να πανηγυρίζουμε κατεξοχήν εκείνα τα πράγματα, τα οποία παραβιάζονται σήμερα κατά προκλητικό και ασύστολο τρόπο από θεσμικά πρόσωπα με την ένοχη σιωπή των πολλών η το χειρότερο με την επιδοκιμασία και ενθάρρυνση ορισμένων εκ των εγγύς και των μακράν.
Έχουμε την βεβαία αίσθηση ότι μια βαθιά κρίση οντολογικού χαρακτήρα έχει επηρεάσει βαθύτατα πολλά και σημαίνοντα μέλη της Εκκλησίας μας. Κατά τη γνώμη μας, βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη και πονηρότερη απειλή, που βρέθηκε ποτέ η Εκκλησία μας. Αναφέρομαι στον σύγχρονο Οικουμενισμό, τον δόλιο εχθρό, που με το πρόσχημα της αγάπης απειλεί να διαβρώσει ως γάγγραινα όλο και περισσότερο εκλεκτά μέλη του Κυριακού σώματος. Ο Οικουμενισμός εμφανίζεται σήμερα ως η επικινδυνότερη αίρεση όλων των εποχών. Εδώ δεν αποδοκιμάζουμε τον θεολογικό διάλογο, αλλά τη μεθοδολογία και κυρίως το πνεύμα του Οικουμενισμού. Με το προσωπείο μιας μη σαφώς αγιογραφικά προσδιοριζόμενης αγάπης εκκοσμικεύει το Ευαγγέλιο, ελαχιστοποιώντας τη σωτηριολογική σημασία των δογμάτων και παραβιάζοντας προκλητικά τους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.
Έτσι, εισάγει με χριστιανικό ένδυμα το πνεύμα των σχέσεων του κόσμου στην Εκκλησία. Επειδή όμως, κατά την Αγία Γραφή , ο κόσμος “κείται εν τω πονηρώ”, είναι προφανές ότι το πνεύμα του κόσμου είναι το πνεύμα του πονηρού. Και το πνεύμα αυτό είναι σαφώς πνεύμα αποστασίας και απιστίας προς τον Θεό.
Σήμερα το πνεύμα της παγκοσμιοποιήσεως συμπορεύεται με το πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που υπηρετείται άριστα από τον βδελυκτό Οικουμενισμό.
Και, επειδή η εκκλησιαστική κατάσταση στις μέρες μας είναι εξόχως σοβαρή, “στώμεν καλώς”, αδελφοί!
——————————————————————————–
[1]. Δογματική συνείδηση εἶναι ἡ πνευματική γνώση, πού προκύπτει ἀπό τή βαθειά ἀφομοιωμένη πείρα τῆς θείας Χάριτος. Αὐτή ὑφίσταται μόνον, ὅταν ἐνοικεῖ ἐνεργῶς μέσα μας ὁ Θεός (Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ 2005, σ. 239-40). Ἑπομένως, ὑπάρχει ὀργανική σχέση καί ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς δογματικῆς συνειδήσεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς (Βλ. ὅ.π. 179). Ὅταν ἀμβλύνεται ἡ δογματική συνείδηση – καί αὐτό γίνεται κατεξοχήν μέ τήν ἐκκοσμίκευση καί τήν ὁμογενοποίηση τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας μέ τήν ἀντίστοιχη ζωή τῶν ἑτεροδόξων- μειώνεται καί ἡ εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων σέ σχέση μέ τά θεσμοποιημένα δόγματα τῆς πίστεως καί τήν Ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. [2] Πρβλ. Γαλ. 1,8: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανῶν εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ’ὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. καί Πρακτικά Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μαnsi 13, 407-408, καί τήν Ἐγκύκλιο τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848: «Παρ’ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα». [3]. P.G. 62, 610-611. [4]. Βλ. , P.G 59, 443. [5]. Πρβλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, P.G 90, 165Α. [6] . Βλ. Α΄ Κανών Πενθέκτης: «Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μή τά προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καί ἀσπάζοιτο, καί οὕτω δοξάζοι τε, καί κηρύττοι, ἀλλ’ ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατά τόν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπό τῶν προδηλωθέντων ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων, καί τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωνείσθω καί ἐκπιπτέτω». [7] . Βλ. P.G. 55, 321-322. [8] . Βλ. , P.G. 61, 633. [9]. Βλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 30, 338. [10]. Βλ. P.G 62, 560: «Γύμναζε σεαυτόν πρός εὐσέβειαν, τουτέστι πρός πίστιν καθαράν καί βίον ὀρθόν. Τοῦτο γάρ ἐστιν εὐσέβεια». [11]. Βλ. P.G 51, 250-251. [12] . Βλ. P.G. 59, 50. 176. 352.363. [13] . Μθ. 7, 21-23, στό PG 57, 321. [14] . Βλ. P.G. 59, 369: «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος». [15] . P.G. 48, 811. [16] . Βλ P. G. 62, 95. [17] . Βλ. P.G. 53, 110-158. [18] . Βλ. P.G. 57, 243-244. [19] . Βλ. P.G. 61, 78. [20] . Βλ.ΕΠΕ 18, 222-224. [21] . Βλ. P.G. 57, 243-244. [22] . Βλ. ΕΠΕ 18, 222-224. [23]. Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Δημήτριον, ἐκδ. Δ. Τσάμη, σ. 32-37. [24]. P.G. 74, 253D. [25] .Βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος 11, 17, στό Β. Ψευτογκᾶ, Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγοι καί Ὁμιλίες, Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς 2, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 244. Προϋπόθεση δηλαδή τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή. Εἰδικότερα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔπαρση εἶναι ἀκάθαρτος καί βδελικτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον «ἀκάθαρτος παρά Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». (Παροιμ. 16, 5). [26] . Λόγος Λ΄, 13, Περί ἀγάπης [27]. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, P.G. 36, 13D. [28]. Βλ. Πρός Ξένην, P.G. 150, 1088Β. [29]. Βλ. Ὅρος Πίστεως τῆς Συνόδου, στό Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, Ἀθῆναι 1960, σ. 155 [30]. Bλ. Ἐπιστολή Κυρίλλου πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας τῷ 433 καί ἡ ἐν αὐτῇ Ἔκθεσις πίστεως τῶν «διαλλαγῶν»τοῦ Ἰωάννου, στό Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, (Κείμενα), τόμ. Β΄ Θεσσαλονίκη 42000, σ., 36. [31]. Ἰούδ. 1, 3. [32]. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260-1: «οὐ γάρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας», σημειώνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐδέ προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι.Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευσε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν Πατέρων ἐμάθομεν…». [33]. Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31, Π. Χρήστου, τ. Α΄, σ. 31: « Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδέ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε τῆς δέ παρ’ ὑμῶν προσθήκης παρ’ ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ υἱοῦ τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν». [34] . Τίτ. 3, 10. [35]. Ἐφ. 4, 15. [36]. Γαλ. 5, 22. [37]. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G.62, 509. Πρβλ. P.G. 62, 174: «οὐδέν ὄφελος ἀγάπης, πίστεως χωρίς. μᾶλλον δέ οὐδ’ ἄν γένοιτο ἀγάπη ἑτέρως». [38]. .Ἰω. 14, 21. [39]. Ἰω. 17, 22. [40]. Φιλιπ. 2, 2. Πρβλ. Β΄ Κορ. 13, 11 καί 4, 2 . [41] . Κολ. 1, 18. [42]. Α΄ Κορ. 2, 14. [43]. Γρηγορίου Παλαμᾶ P.G.151, 416D-417A. [44]. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, τόμ. Α΄, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή -Θεσσαλονίκης 1998, σ. 348-349.