Θεολογία και Ζωή

Οι ταραξίες της Πρωτοχρονιάς (και όχι μόνο…)

17 Μαρτίου 2010

Οι ταραξίες της Πρωτοχρονιάς (και όχι μόνο…)

VatopaidiFriend: Πριν λίγες μέρες έπεσε στα χέρια μας αυτό το πολύ όμορφο κείμενο. Με την πρώτη ματια στον τίτλο μπορεί κάποιος να το νομίσει ετεροχρονισμένο, κάθε άλλο (θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οι Ταραξίες του Πάσχα ή και όποιασδήποτε μέρας) όπως και οι ίδιοι θα αντιληφθείτε διαβάζοντάς το.

– Αντωνόπουλε, ο Μελίδης αρρώστησε και βγήκε ελεύθερος υπηρεσίας. Επομένως, λυπάμαι πού σ΄το λέω, θα πρέπει να τον αντικαταστήσεις εσύ το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.

Ο Βασίλης ο Αντωνόπουλος κοίταξε ήρεμος τον προϊστάμενό του. Όχι πώς δεν του στοίχιζε, όμως είχε μάθει χρόνια τώρα στο αστυνομικό σώμα να βάζει το καθήκον πάνω από τα προσωπικά του. Έτσι βρέθηκε ο Βασίλης αξιωματικός υπηρεσίας τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς σ΄ ένα από τα κεντρικότερα Τμήματα της πόλης.

Κοίταξε τα καλούδια πού του ετοίμασε η γυναίκα του και ζεστάθηκε η καρδιά του.

– Να κεράσεις όλα τα παιδιά πού θα είναι υπηρεσία, τοϋ είπε. Κι άμα φέρουν και κανένα…

ταραξία κέρνα τον και αυτόν, τον πείραξε γλυκά.

Στάθηκε στο παράθυρο πού έβλεπε στον κεντρικό δρόμο. Η ώρα είχε πάει εντεκάμιση, μα η κίνηση δεν έλεγε να λιγοστέψει. Όλοι θαρρείς και έτρεχαν για να προλάβουν κάτι.

«Ίσως θέλουν με την αλλαγή του χρόνου να βρίσκονται κοντά στις οικογένειες τους», σκέφτηκε κι ο νους του έτρεξε στη γυναίκα του και στα τέσσερα παιδιά του.

– Εμείς θα σε γιορτάσουμε το μεσημέρι και τότε θα κόψουμε και την πίτα, του είπε ο πρωτογιός του πού ήταν ήδη παλληκάρι στην Α΄Γυμνασίου.

Ήταν έτοιμος ν΄απομακρυνθεί από το παράθυρο, όταν την προσοχή του την τράβηξε μια μεγάλη παρέα νέων παιδιών πού γελούσαν και χειρονομούσαν τόσο έντονα λες κι ήταν πιωμένα.

– Κοίτα ρε, κοίτα! φώναξε ένας τόσο δυνατά πού έφτασε η φωνή του καθαρά στ΄αυτιά του Βασίλη. Οι μπάτσοι έχουν φως!

Και σαν να ήταν όλοι συνεννοημένοι άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!». Όσο πλησίαζαν προς το τμήμα τόσο οι φωνές γίνονταν πιο άγριες.

– Κάντε πώς δεν ακούτε τίποτε, έδωσε εντολή στους φρουρούς πού ρωτούσαν πώς να αντιδράσουν. Ο ίδιος παρέμεινε στο παράθυρο να παρακολουθεί με πόνο και πίκρα.

«Εμ, βέβαια, έτσι πληρώνεσαι, Βασίλη, πού μια τέτοια νύχτα την περνάς μακριά από την οικογένεια σου, ξαγρυπνώντας για την ειρήνη αυτής της πόλης! Και μπάτσος και γουρούνι και δολοφόνος!». Ένα κύμα αγανάκτησης τον τύλιξε.

Ξαφνικά οι φωνές κόπηκαν απότομα. Από την κάθετη πάροδο ξεπρόβαλε μια άλλη ομάδα νεαρών και δίχως καμιά αφορμή όρμησαν εναντίον της πρώτης ομάδας και άρχισαν να τους χτυπούν με αλυσίδες και λοστούς.

– Τρέξτε γρήγορα, έδωσε τώρα εντολή ο Βασίλης.

Μόλις έγινε αντιληπτή η παρουσία των αστυνομικών, οι νεαροί με τους λοστούς και τις αλυσίδες εξαφανίστηκαν με τον Ιδιο τρόπο πού εμφανίστηκαν. Δυο νεαροί ήταν ξαπλωμένοι κάτω και άλλοι τρεις κρατούσαν ουρλιάζοντας από τον πόνο τα κεφάλια τους.

– Φέρτε τους όλους επάνω, έδωσε εντολή ο Βασίλης.

Σε λίγο το Τμήμα είχε γεμίσει από τραυματίες και οι αστυνομικοί έδιναν όπως-όπως τις πρώτες βοήθειες. Ευτυχώς κανένας δεν ήταν βαριά τραυματισμένος. Όλοι τους όμως ήταν φανερά σοκαρισμένοι και έτρεμαν από το φόβο τους.

Ο Βασίλης τους κοίταξε με συμπόνια. Ήταν όλοι ντυμένοι με τις ακριβότερες μάρκες. Φαίνονταν όλοι τους παιδιά εύπορων οικογενειών.

– Παιδιά, ξεκίνησε να λέει ο Βασίλης μα σταμάτησε απότομα γιατί ακούστηκε η πρώτη κανονιά. Έμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα χαμογέλασε με καλοσύνη.

– Παιδιά, ξαναείπε. Καλή χρονιά, χρόνια πολλά!

Ένας ψίθυρος ακούστηκε κι ύστερα τα παιδιά ξέσπασαν σε χειροκρότημα. Ξαφνικά ο Βασίλης άρχισε να ψάλλει το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά». Και οι νεαροί τον ακολούθησαν σαστισμένοι. Το έψαλαν όλο, μέχρι το τέλος και σαν τέλειωσαν ο Βασίλης άνοιξε τα καλούδια πού τουετοίμασε η γυναίκα του.

– Πάρτε, παιδιά μου, τους ειπε γελαστός. Πάρτε, είναι όλα σπιτικά. Τα έφτιαξε η γυναίκα μου για τη γιορτή μου κι αφού έτυχε απόψε να είστε εδώ, σας κερνάω. Ξαφνιάστηκε ο Βασίλης, όταν μέσα από τη συντροφιά των νεαρών κάποιος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τα ΄χασε για λίγο, μα γρήγορα ξαναβρήκε τον έλεγχο του εαυτού του. Τον πλησίασε και του χάϊδεψε το κεφάλι.

– Τί έπαθες, παιδί μου, γιατί κλαις; τον ρώτησε στοργικά.

– Εγώ, εγώ έκανα την αρχή· πριν από λίγο εγώ έδωσα το σύνθημα να φωνάξουμε εναντίον σας. Φέρθηκα ανόητα.

– Ε, δικαιούσαι σαν νέος πού είσαι να κάνεις και κανένα λάθος. Τί λέτε και σεις, βρέ παιδιά;

Γύρισε ο Βασίλης και κοίταξε προς το μέρος τους, μα δεν είδε παρά μόνο κεφάλια κατεβασμένα. Το τηλέφωνο πού κτύπησε τον έβγαλε από το αδιέξοδο. Σήκωσε το ακουστικό και φωτίστηκε το πρόσωπό του. Το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση. Από την άλλη άκρη τα παιδιά του τού τραγουδούσαν: «Καινούργιος χρόνος πάλι ξημερώνει…».

– Χρόνια πολλά, μπαμπά! ακούστηκαν οι παιδικές φωνές. Μας λείπεις πολύ!

Έκλεισε την ανοιχτή ακρόαση ο Βασίλης και άκουσε τις ευχές της οικογένειάς του. Σαν τέλειωσε το τηλεφώνημα γύρισε και χαμογέλασε στους νεαρούς.

– Λοιπόν, πού πηγαίνετε όλοι μαζί; Πού θέλετε να σας πετάξουμε με την κλούβα; ρώτησε πειράζοντάς τους ο Βασίλης.

– Εγώ θέλω να γυρίσω σπίτι μου, ειπε κάποιος.

– Κι έγώ θέλω να βρεθώ με την οικογένειά μου, είπε ένας άλλος.

– Κι εγώ, κι εγώ.

– Λοιπόν, πάρτε τους και κάντε τους διανομή κατ΄οίκον, είπε γελώντας ο Βασίλης, και αφού ένας-ένας τοϋ ευχήθηκε «χρόνια πολλά» διά χειραψίας, βγήκαν από το Τμήμα.

– Πρωτότυπος εορτασμός, τοϋ είπε γελώντας ένας αστυνομικός. Ελπίζω να περίσσεψε τίποτε και για μας.

Έφτασε σχεδόν μεσημέρι στο σπίτι του ο Βασίλης και είχε τέτοια χαρά μέσα του, μα τέτοια χαρά! Μόλις άνοιξε την πόρτα, τέσσερις αγκαλιές απλώθηκαν μπροστά του. Φίλησε τα παιδιά του και τη γυναίκα του και ήταν έτοιμος να τους ιστορήσει τη νυχτερινή του περιπέτεια, όταν πρόσεξε ότι όλοι τον κοιτούσαν λίγο πονηρά. Μια τεράστια γλάστρα απέναντι του θαρρείς και κείνη γελούσε πονηρά. Πλησίασε και διάβασε την κάρτα: «Στον κ. Βασίλη ευχόμαστε χρόνια πολλά! Ευχαριστούμε πού μας φερθήκατε τόσο πατρικά. Οι ταραξίες της Πρωτοχρονιάς».

– Αυτός πού την έφερε μας τα είπε όλα, του εξήγησε η γυναίκα του κοιτώντας τον με αγάπη.

– Σας είπε και πόσο μου λείψατε; τους ρώτησε τρυφερά. Όχι, δε σας το είπε γιατί αυτό δε θα το μάθει ποτέ!

– Το έμαθα, κ. Βασίλη, το έμαθα αυτή τη στιγμή και σας ευχαριστώ!

Μα πώς δεν τον είδε τον νεαρό πού ήταν βουλιαγμένος στη μεγάλη πολυθρόνα; Πώς δεν τον είχε προσέξει; Ήταν ο ίδιος νεαρός πού ξέσπασε σε λυγμούς χθες το βράδυ.

– Η γυναίκα σας μοϋ είπε να καθίσω να φάμε μαζί, συνέχισε ο νεαρός. Με λένε και μένα Βασίλη μα εγώ δεν έχω οικογένεια ή μάλλον έχω διαλυμένη οικογένεια…

– Καλώς ήρθες στην οικογένειά μας, Βασίλη, του είπε και η πατρική αγκαλιά άνοιξε για πέμπτη φορά!

Ε.Β.

Πηγή: Περιοδικόν Απολύτρωσις, Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης «Απολύτρωσις», Έτος ΞΕ΄, Αρ. Φύλ. 769, Ιανουάριος 2010