Ένα ταξίδι στην Πάτμο.
16 Μαρτίου 2010
Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ
Ένα ταξίδι στην Πάτμο είναι σαν μια διαδρομή στην Ιερά Ιστορία. Από την ώρα που το βαπόρι μπαίνει στο απλόχωρο λιμάνι της Σκάλας, έχεις κιόλας την εντύπωση, πως φτάνεις σ’ ένα τόπο, όπου περπάτησε ο Θεός. Και μεταφέρεσαι σε παλιούς καιρούς, που ταξιδεύουν από αιώνες, ασάλευτοι κι αμίλητοι, μέσα στο χρόνο, καθώς οι τοιχογραφίες μιας παμπάλαιης εκκλησίας. Οσμίζεσαι τον αέρα και νιώθεις το θυμάρι να σμίγει με το θυμίαμα και τη θαλασσινή αρμύρα. Μια παράξενη ειρήνη ανασαίνει στο κατάλευκο αιγαιοπελαγίτικο τοπίο με τα κυβικά σπίτια, τα καθαρά πετροστρωμένα σοκάκια και τους ήσυχους ανθρώπους. Κι όταν, καβάλα στο γαϊδουράκι, ανηφορίζεις το παλιό καλντερίμι που σε πάει στη Χώρα, είναι σα να πορεύεσαι σε περιοχή της Γραφής κι είσαι προσκυνητής και πας να προσκυνήσεις. Γυναίκες πρόσχαρες σε καλωσορίζουν, οι άντρες σου δίνουν το ροζιασμένο χέρι, τα παιδιά σου χαμογελούν φρόνιμα, όλα απλά και μερωμένα, σα να βγήκαν τώρα από τα χέρια του Πλάστη.
Στα πόδια σου ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά το νησί, με τα στριφτά ακρογιάλια, με τους κάβους. Το βλέπεις και ξαφνιάζεσαι. Ξερό, κατάξερο, διψασμένο χώμα, από καταβολής κόσμου περιμένει να ξεδιψάσει. Μεριές-μεριές φαντάζει σαν μέταλλο σταχτί, με μυτερά κοτρώνια ορθωμένα, και ξεχωρίζεις τις φλέβες και τα νεύρα του, καθώς ξεπετιούνται, να σπάσουν, και διαβάζεις τον πόνο του. Μονάχα κάτω στην ακροθαλασσιά, λίγα κομμάτια καλλιεργημένη γης σχηματίζουν πράσινα, δροσερά νησάκια, με δεντροφυτεμένα περιβόλια, που ποτίζονται από πηγάδια και στέρνες.
Συλλογίζομαι τί χαρά θα ένιωσε ο Όσιος Χριστόδουλος, σαν πρωτοπάτησε το πόδι του στην Πάτμο. Ούτε περιβόλια υπήρχαν τότε, ούτε χωράφια, ούτε δέντρα, εκτός από καμιά εικοσαριά ξεροαχλάδες, όπως αναφέρει στο Πρακτικό του ο Αναγραφέας των Κυκλάδων, που είχε πάρει εντολή από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό, να εξετάσει το νησί και να το παραδώσει στον καλόγερο. Κι αληθινά, η Πάτμος του φάνηκε ο τόπος που ταίριαζε πιότερο για να ικανοποιήσει ο συνεπαρμένος και ακαταπόνητος αυτός άνθρωπος το ασκητικό του πάθος, μηδέ μπορούσε να βρεθεί πιο σίγουρο και πιο αυστηρό ασκηταριό, όπως τόθελε η ψυχή του, μακριά από φίλους και εχθρούς, μέσα στην υποβλητική ερημιά ενός ξερού τοπίου, ικανό να συντηρήσει εντατικά την ολοκληρωτική αφοσίωση στη χριστιανική αρετή. Άλλωστε ο τόπος είχε παλιά θρησκευτική παράδοση. Εδώ σε μια σπηλιά, έζησε τα τελευταία του χρόνια, εξόριστος από τους Ρωμαίους, ο ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, κι έγραψε το συγκλονιστικό κείμενο της Αποκάλυψης. Η σπηλιά αυτή είναι σήμερα τόπος λατρείας και πάνω της ορθώνεται από το 1719 η περίφημη Πατμιάδα Σχολή.
Ο Όσιος Χριστόδουλος ξεκίνησε, άγουρο παιδί, από τα μέρη της μικρασιατικής Βιθυνίας, για να αφοσιωθεί στο Χριστό. Άρχισε την ασκητική του σταδιοδρομία σ’ ένα μοναστήρι του Ολύμπου, κοντά στη Προύσα. Κατόπιν πηγαίνει στη Ρώμη, από κει στην Παλαιστίνη, προσκυνάει τους Αγίους Τόπους, γυρίζει στους όχτους του Ιορδάνη, ανεβαίνει στο βουνό του Θαβώρ και τέλος κατασταλάζει σ’ ένα μοναστήρι. Από την αρχή είχε κάνει εντύπωση ο ζήλος του για την καλογερική ζωή και δεν άργησε να γίνει γνωστός στο μοναχικό κόσμο για την αλύγιστη και αυστηρή πειθαρχία του.
Όμως οι καιροί ήταν τότε δύσκολοι για τους χριστιανούς. Ασιατικοί, αλλόπιστοι λαοί έπεφταν πάνω στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, αφανίζανε τα πάντα και ξαπλώνονταν σαν καταστροφικός σίφουνας. Μια μέρα, οι Αγαρηνοί ζώνουν ξαφνικά το μοναστήρι, μπαίνουν μέσα, σκοτώνουν τους καλόγερους και ρίχνονται στην αρπαγή. Ο Όσιος Χριστόδουλος μπόρεσε και γλύτωσε, μαζί με όσους δεν πήρε το πελέκι του άπιστου, κατεβαίνει στη θάλασσα, μπαρκάρει σ’ ένα καΐκι και βγαίνει στα μέρη της αρχαίας Μιλήτου. Εκεί είναι ένα βουνό, που το λέγανε Λάτρος, φημισμένο για τα μοναστήρια του. Ανεβαίνει, μπαίνει σ’ ένα απ’ αυτά, το πιο αυστηρό.
Είχε κλείσει τότε τα 25 του χρόνια· όμως η φήμη του είχε μεγαλώσει τόσο, που σε λίγο καιρό οι μοναχοί τον θέλησαν ηγούμενό τους. Μόνο σαν στείλανε και μπήκε στη μέση ο Πατριάρχης της Πόλης και τον παρακάλεσε, δέχτηκε αυτός. Ήταν, όπως φαίνεται, η πιο γόνιμη και ωραία εποχή της μοναχικής του ζωής, που αργότερα ο ίδιος με συγκίνηση τη θυμότανε. Ωστόσο, το «άνομον έθνος» φτάνει και εδώ· ανεβαίνει στα μοναστήρια, γκρεμίζει, καίει, σφάζει. Οι καλόγεροι σκορπίζουν. Ξεκινάει και ο Όσιος Χριστόδουλος με λιγοστούς συντρόφους και φτάνει σ’ ένα λιμάνι κοντά στην αρχαία Αλικαρνασσό. Ήταν έτοιμος να μπαρκάρει, όταν ένας γερομοναχός, Αρσένιος τ’ όνομά του, τον έπεισε ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του πλούσιου μοναστηριού, που είχε εκεί, κληρονομιά από τον παππού του, και που αυτός, κουρασμένος από την ηλικία και τις φροντίδες, δεν μπορούσε πια να το κάνει κουμάντο. Το μοναστήρι είχε σπουδαίες ιδιοκτησίες στα αντικρινά νησιά της Κω και της Λέρου, και έσοδα ζηλευτά. Όμως, για να μη βρεθεί καμιά φορά εκτεθειμένος στις επιδρομές των αλλόθρησκων, ο Αρσένιος τον συμβούλεψε να χτίσει καινούργιο μοναστήρι στην Κω. Έλπιζε ο Όσιος Χριστόδουλος, πως τούτη τη φορά θα σταματούσε η περιπλάνησή του. Ανασκουμπώνεται, λοιπόν, ρίχνεται στη σκληρή δουλειά, χτίζει μια όμορφη εκκλησιά, ανοίγει περίβολο, τον ζώνει με κελιά, στεριώνει περήφανο μοναστήρι. Οι καλόγεροι βρήκαν πάλι την ησυχία τους.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, και φάνηκε πως βγήκαν γελασμένοι. Τα χτήματα του μοναστηριού συνόρευαν πολύ με τα χτήματα των ντόπιων και συχνά γεννιόνταν ενοχλητικές διαφορές, που ανάγκαζαν τους μοναχούς νάρχονται σε δυσάρεστες επαφές με τους νησιώτες. Αυτό δεν τόθελε ο Όσιος Χριστόδουλος· και όσο το κακό μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ τρόμαζε για τις συνέπειες, ώσπου αποφάσισε να φύγει κι από την Κω.
Τότε το μάτι του έπεσε στο κοντινό ερημονήσι της Πάτμου. Ξερό, βυθισμένο σε μια ιδανική μοναξιά και αταραξία, το θεώρησε ανώτερο ασκηταριό κι’ από το Σινά. Μια και δυο, σηκώνεται και πάει στη Κωνσταντινούπολη, παρουσιάζεται στον Αλέξιο Κομνηνό και τον παρακαλεί να του το χαρίσει. Τον είχε ακουστά ο Αυτοκράτορας τον Όσιο· ήξερε την οργανωτική του ικανότητα και θέλησε να του αναθέσει τη διοίκηση μιας ολόκληρης μοναστηριακής περιφέρειας, στη Ζαγορά. Κι ίσως θα τον είχε πείσει, καθώς γράφει και ο ίδιος, η ένσταση της βασιλικής μεγαλειότητας, αν οι μοναχοί της Ζαγοράς, μαθαίνοντας πως ο Όσιος τους ετοίμαζε αυστηρούς κοινοβιακούς κανόνες, δεν έστελναν να τον παρακαλέσουν, να μην πάει και τους επιβάλει μια πειθαρχία, που ήταν ανώτερη από τις δυνάμεις τους.
Έτσι, το όνειρο του Οσίου πραγματοποιήθηκε. Ο Αλέξιος του χαρίζει τη Πάτμο ολάκερη, με τα δυο κοντινά νησάκια της Λειψώς και του Χιλιομοδιού, και άλλα δυο χτήματα που είχε από πριν στη Λέρο. Σ’ αντάλλαγμα, αυτός παραχωρεί στο δημόσιο όλα τ’ ακίνητα που είχε κληρονομήσει από τον Αρσένιο. Το βασιλικό χρυσόβουλο της δωρεάς, με την ιδιόχειρη υπογραφή του Αυτοκράτορα, φυλάγεται και σήμερα στη βιβλιοθήκη του ιστορικού μοναστηριού.
Αυτά έγιναν την άνοιξη του 1088. Η καρδιά του Οσίου Χριστόδουλου ήταν πουλί και πετούσε. Με καμιά πενηνταριά μαστόρους, όλους εργένηδες, και τους καλόγερους που είχε στη Κω, βγαίνει, χωρίς να χάσει καιρό, στη Πάτμο. Κάνει το γύρο του νησιού, διαλέγει τη θέση, πάνω από τη Σπηλιά της Αποκάλυψης, εκεί που ήταν ένα αρχαίο ιερό της Σκυθίας Αρτέμιδας, στην απαλή ράχη του λόφου. Η πρώτη του δουλειά ήταν να κομματιάσει το άγαλμα της θεάς, «οπού είχασιν εκεί με τέχνην πολλήν», και να στεριώσει το καθολικό πάνω στ’ αρχαία θεμέλια. Μόχθος τραχύς, πιότερο από κείνον που είχε κάνει στην Κω, και κοντά στα άλλα, η δίψα. Πολλές φορές μοναχοί και εργάτες απόκαμαν, λιγόστευε το κουράγιο τους, κάποτε έκαναν το σχέδιο να φύγουν κρυφά τη νύχτα, θυμόντουσαν, βλέπεις, τα καλά της Κως και δεν μπορούσαν να συνηθίσουν στην κακοτοπιά τούτη. Μείνανε στο τέλος λιγοστοί και συνέχισαν τη δουλειά με υπομονή και πίστη. Ο ίδιος ο Όσιος, για να τους δίνει κουράγιο, κοπίαζε πιότερο από κάθε άλλη φορά, τόσο που τον βλέπανε οι άλλοι και τον ντρέπονταν.
Τότε κατάλαβε, πως η επιμονή του, να μην κατοικήσει παντρεμένος άντρας στο νησί, ήταν αδύνατη στην πραγματικότητα και θυμήθηκε τα λόγια του Αυτοκράτορα, που του είχε πει. Αναγκάστηκε, λοιπόν για να βρει εργάτες, να παραχωρήσει στις οικογένειες τους ένα ξεχωριστό κομμάτι γης στο βορεινό μέρος του νησιού, με τον όρο όμως να μη βγαίνουν ποτέ από τα σύνορα του οι γυναίκες και τα παιδιά τους, κι’ ούτε οι καλόγεροι νάρχονται ποτέ σ’ επαφή με τα σπίτια του συνοικισμού.
Πέντε χρόνια πέρασαν, ίσως και περισσότερα. Τέλειωσε η εκκλησία, χαράχτηκε ο περίβολος, χτίστηκαν τα κελιά κολλημένα το ένα με τ’ άλλο, και γύρω – γύρω ορθώθηκαν χοντρά μουράγια. Το μοναστήρι, στ’ όνομα του Αϊ Γιάννη του Θεολόγου, πήγαινε να γίνει καστέλι. Μα κει που όλα πήγαιναν καλά, αδόκητα το κακό ξαναφάνηκε. Οι Αγαρηνοί της Μικρασίας έφτασαν στη θάλασσα, σκάρωσαν καράβια και πήραν να ρημάζουν τα νησιά. Ο φόβος μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Οι δυστυχισμένοι καλόγεροι αποφασίζουν πάλι να φύγουν. Μοιράζουν όσο στάρι είχαν στις φτωχές φαμίλιες, μπαρκάρουν και πάνε στην Εύβοια. Εκεί, ο διοικητής τους δέχτηκε φιλόφρονα και ένας πλούσιος τους παραχώρησε το σπίτι του, να το κάνουν μοναστήρι.
Πέρασαν άλλα τρία χρόνια. Ο Όσιος Χριστόδουλος είχε γεράσει, ένιωθε να πλησιάζει το τέλος του. Στέλνει τότε έναν έμπιστο του μοναχό στην Πάτμο, να προετοιμάσει το γυρισμό τους. Του δίνει και τα βιβλία του. Όμως οι Αγαρηνοί δεν έλεγαν ακόμα να τραβηχτούν από τα νησιά. Ο καιρός περνούσε και μπαίνοντας το 1101, οι δυνάμεις εγκαταλείπουν το γερομοναχό. Κλείνεται τότε στο κελλί του μια βδομάδα, σε αδιάκοπη προσευχή. Σα βγήκε, μίλησε στους μαθητές του, τους συμβούλεψε να γυρίσουν στη Πάτμο, παίρνοντας μαζί τους και το λείψανο του, και τους ευλόγησε. Έπειτα έσβησε ήσυχα.
Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγουν. Λυπήθηκε ο πλούσιος που τους στέγασε, όμως δεν έστερξε να πάρουν μαζί τους και το λείψανο. Οι καημένοι οι καλόγεροι δεν μπορούσαν να ζήσουν στη Πάτμο δίχως τον αρχηγό τους και, λίγους μήνες ύστερα από το γυρισμό, αρματώνουν ένα αλαφρό καΐκι, φτάνουν νύχτα στην Εύβοια, ανεβαίνουν στην εκκλησία, σηκώνουν το λείψανο και φεύγουν. Το βγάζουν με μεγάλες τιμές στη Πάτμο και το φέρνουν σηκωτό στους ώμους μέχρι το μοναστήρι. Ο τόπος αντηχούσε από ψαλμωδίες; «όπως οι Ισραηλίτες μετέφεραν από την Αίγυπτο τα οστά του Ιωσήφ, έτσι και οι μοναχοί της Πάτμου μετέφεραν από την Εύβοια σε αυτήν, το σκήνος σου πάτερ Χριστόδουλε…».
(Αντ.Μυστακίδης, Ο Όσιος Χριστόδουλος και το νησί της Πάτμου, -αποσπάσματα. «Κιβωτός-απάνθισμα»)