Με τρία μεγάλα πανιά αρμενίζουμε στο πέλαγος.
15 Μαρτίου 2010
Η Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών», είναι σαν κάποιο νοητό καράβι, όπου σαν μπαρκάρεις δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί θα σε οδηγήσει με ασφάλεια στον παράδεισο.
Η πλώρη αυτού του μυστικού καραβιού είναι οι δυο πρώτες λέξεις : «Πάτερ ημών». Ο Χριστός μας έμαθε ν’ αποκαλούμε πατέρα μας το Θεό. Δεν απευθυνόμαστε, λοιπόν, μονάχα στον Δίκαιο και τον Άγιο, αλλά με το χάρισμα της υιοθεσίας που πήραμε με τη μεσολάβηση του Ιησού, έχουμε να κάνουμε με ένα Θεό που πριν από κάθε άλλο είναι για μας πατέρας, γεμάτος οικτιρμούς και αγάπη. Η πλώρη αυτή είναι στραμμένη πάντα κατά εκεί, στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Πότε υψώνεται και πότε βυθίζεται στη φουρτούνα των περιστάσεων, αλλά δεν ξεστρατίζει από την κατεύθυνση, που εμπνέει η γνώση πως ο Θεός είναι πατέρας μας! Χωρίς αυτή τη γνώση, χωρίς αυτή την παρρησία, χωρίς αυτή την αμετάθετη βεβαιότητα, θ’ αρμενίζαμε μάταια πάνω στο πέλαγος της ευσέβειας.
Στο πλάι της πλώρης κρέμεται έτοιμη η άγκυρα της ελπίδας, η φράση; «ο εν τοις «ουρανοίς». Δεν έχουμε εδώ κάτω «μένουσαν πόλιν». Το μακάριο αραξοβόλι βρίσκεται πέρα από τον επίγειο βίο, στην άνω Ιερουσαλήμ, όπου, καθώς λέγει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη, θα κατοικήσουν τα έθνη των σωσμένων και που το δάπεδο της είναι από μάλαμα διάφανο. Σε αυτό το λιμάνι που έχει νερά από φως, από το φως της θείας δόξας, θα αγκυροβολήσουμε.
«Αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου, γενηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης». Να και τα τρία μεγάλα πανιά που σπρώχνουν αυτό το νοητό καράβι. Τα κολπώνει το Πνεύμα το Άγιο που φυσά δυνατά και βίαια και εμπνέει τους τρεις αυτούς πόθους, που ο Κύριος μας δίδαξε και μας φύτεψε,
Ο πρώτος πόθος: Να δοξαστεί το άγιο όνομα του Θεού. Να αγιαστεί στα χείλη και στις καρδιές των ανθρώπων, που βρίσκονταν κάτω από την κατάρα του Αδάμ και που ο καινούργιος Αδάμ τους ελευθέρωσε μέσα στο Πνεύμα.
Ο δεύτερες πόθος : Να έρθει η βασιλεία του Θεού. Να ενθρονιστεί ο Χριστός στις ψυχές και να ποιμάνει με το σιδερένιο σκήπτρο της Αλήθειας τους λαούς, καταισχύνοντας τους ισχυρούς της γης, όπως έψαλλε και ο Δαβίδ.
Ο τρίτος πόθος: Να αποκατασταθεί η θεοπήγαστη αρμονία ανάμεσα στα άνω και τα κάτω, με το να πάρουν τα κάτω το καθεστώς των άνω. όπου ένας νόμος υπάρχει και μια αγαλλίαση: το θέλημα του Θεού.
Το σκαρί δε του μυστικού τούτου καραβιού είναι τα παρακάτω λογία: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Ένα σκαρί καμωμένο από τα απαραίτητα σωματικά αγαθά. Πανάλαφρο και αμέριμνο. Αλλά ίσο λεπτό και αν ήτανε το σκάφος αυτό, θα βούλιαζε πριν ακόμα ξεκινήσει, χωρίς την παρακάτω θερμή αίτηση . «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Γιατί έχοντας το φοβερό φορτίο των πταισμάτων, και μην αδειάζοντάς το με τη μετάνοια και τη χάρη του Θεού, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα προς τη σωτηρία, μα απεναντίας ούτε και να σταθεί πάνω στην ευσέβεια μπορεί. Αλλά χάνεται στους βυθούς της απώλειας. Για ν’ ανακουφιστεί απ’ αυτό το βάρος πρέπει δύο πράγματα να κάνει: Να συγχωρέσει τους αδελφούς του και να ζητήσει από το Θεό να συγχωρεθεί και ο ίδιος.
Και κάτι άλλο όμως χρειάζεται, που είναι και το σπουδαιότερο. Η εγκατάλειψη στο Θεό, που Αυτός μονάχα μπορεί να κυβερνήσει ένα τέτοιο καράβι. Αυτός πρέπει νάχει στα χέρια Του το τιμόνι, γιατί αλλιώς, αν ο χριστιανός βασιστεί στον εαυτό του, είναι αδύνατο να ξεφύγει τις ξέρες που έσπειρε ο διάβολος κάτω από την καρίνα κι όπου θα τσακιστεί. Αυτή τη σημασία έχουν τα λόγια : «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Και να τέλος και η ομορφοστόλιστη πρύμη, η δοξολογία με την οποία τελειώνει η Κυριακή προσευχή : « ότι σου έστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα».
(Βασ. Μουστάκης. «Κιβωτός-Απάνθισμα»)