Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας όπως τον γνώρισα (7)
13 Μαρτίου 2010
Στην σκήτη του Οσίου Δαβίδ.
«Στα πρώτα χρόνια που ήρθα εδώ στο Μοναστήρι, κύριε Δημήτρη μου, καθώς ήμουνα νέος, υγιής, είχα και όρεξη για δουλειά, εργαζόμουνα σχεδόν όλη την ημέρα και μόνος, στην Μονή και τα κτήματα. Γιατί οι τρεις Πατέρες -Ευθύμιος, Άνθιμος και Μακάριος- ήταν μεγάλης ηλικίας και φιλάσθενοι. Ο Ηγούμενος π. Νικόδημος, ήσυχος και καλοκάγαθος άνθρωπος έμενε, τον περισσότερο καιρό, μαζί με την μητέρα του στην Λίμνη της Εύβοιας, από όπου καταγόταν, και όπου εκτελούσε καθήκοντα εφημερίου. Εγώ όταν τελειώναμε τις ασχολίες μας, έβαζα τους γέροντες να κοιμηθούν στα κελλιά τους, άνοιγα την εξώπορτα της Μονής, έβγαινα, ξανάκλεινα καλά, χωρίς κανείς να με αντιληφθεί, και ξεκινούσα μόνος για την σκήτη του Οσίου Δαβίδ. Ήταν μία, περίπου, ώρα δρόμος, αλλά δασικός, χωματόδρομος, σκοτεινός και ανώμαλος για πεζούς και τρακτέρ κατά την ημέρα. Όταν τον χειμώνα είχε συννεφιά, πίσσα, σκοτάδι, δεν έβλεπες ούτε την μύτη σου. Τα τσοπανόσκυλα, επιθετικά, γαύγιζαν, καραδοκούσαν. Αλλά, όταν έρχονταν κοντά, τα καλόπιανα, τα χάϊδευα, τους καλομιλούσα κι εκείνα ηρεμούσαν, κουνούσαν την ουρά τους και έγλυφαν τα πόδια μου. Κρατούσα, όμως, και ένα ραβδί, κυρίως για να παραμερίζω την πυκνή δασική βλάστηση, που γύρω από την σκήτη και σε απόσταση 100 και πλέον μέτρων, μέχρι τον χωματόδρομο, ήταν πολύ πυκνή, αδιαπέραστη.
Πολλά χειμωνιάτικα βράδυα, με πυκνά σύννεφα δεν έβλεπα τίποτε. Τότε ένα μικρό άστρο έρριχνε το φως του μπροστά μου, έβλεπα και περπατούσα άνετα. Όταν έφθανα στην σκήτη, εξηφανίζετο. Ήταν σημαδιακό…».
Η σκήτη ήταν μια μικρή σπηλιά μέσα σε βράχο, με έδαφος επικλινές και ανώμαλο, επάνω είχε μια μικρή σχισμή που έβγαιναν οι καπνοί και το σχήμα της, πολύπλευρο, είχε εμβαδόν 5 τ.μ. περίπου. Μέσα είχε μικρές εικόνες, κανδήλια, κεριά διάφορα, καρβουνάκια και λιβάνι. Τον χειμώνα δε και κουβέρτες.
Εκεί άναβε τα κανδήλια και τα κεράκια, θύμιαζε τις εικόνες και προσηύχετο ώρες πολλές. Ήταν οι καλύτερες συνθήκες για προσευχή και επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και τους Αγίους, λόγω ψυχικής ηρεμίας, γαλήνης και απολύτου ησυχίας. Μόνο το κελάρυσμα από τα λίγα νερά που κυλούσαν σ΄ ένα κοντινό ρυάκι στην βόρεια πλευρά, τον χειμώνα, ακουγότανε ρυθμικά.
Επικαλούμενος δε την ευλογία του Οσίου Δαβίδ διάβαζε νύχτες ολόκληρες ψαλτήρι, ιερές ακολουθίες, κοντάκια και απολυτίκια, που ήξερε απέξω από μικρό παιδί. Αποστήθιζε ολόκληρα αποσπάσματα με ευκολία, καθώς ήταν νέος (32 ετών). Εκεί έμαθε τους Ψαλμούς «ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψ. 83, 2-3). «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός… πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» (Ψ. 41, 1-,3). «Προς σε Κύριε, ήρα την ψυχήν μου ο Θεός μου… χρηστός και ευθύς ο Κύριος, διά τούτο νομοθέτηση αμαρτάνοντας εν οδώ…» (Ψ. 24, 1). Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα…» (Ψ.-10, 8). «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ινά μή σαλευθώ…» (Ψ. 15, 8). «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστέρηση· εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με…» (Ψ. 22, 1-2), «γεύσασθε και ίδετε, ότι χρηστός ο Κύριος· μακάριος ανήρ, ος ελπίζει εις αυτόν…» (Ψ. 33, 9).
Τις μελέτες του δε αυτές συνεπλήρωνε στο κελλί του και το καθολικό της Μονής κατά τις Ιερές Ακολουθίες.
Ορισμένες βραδυές παρουσιαζόντανε, έξαφνα, 100άδες μεγάλοι μαύροι σκορπιοί, σε όλες τις πλευρές της σκήτης και περισσότεροι στην οροφή, οι οποίοι εκινούντο προς αυτόν. Τότε έκανε εντονότερη προσευχή και τους απωθούσε με το ραβδί του, να μην πλησιάσουν στα πόδια του. Και δεν επλησίαζαν. Ούτε ποτέ ένας τον κέντρισε. Αλλά όπως αιφνιδίως παρουσιάζοντο, έτσι αιφνιδίως και έξηφανίζοντο. Ήταν πειρασμικοί…
Πριν ακόμη χαράξει, αφού τακτοποιούσε την σκήτη, ξεκινούσε για το Μοναστήρι. Όταν έφτανε εκεί, οι 3 πατέρες ήταν ακόμη στα κελλιά τους και δεν τον άντιλαμβάνοντο, όπως επεδίωκε.
Η παράλειψη του Γέροντα Ιακώβου να βγάλει μερίδα στη μητέρα του.
Στη Μονή του Οσίου Δαβίδ κατά παράδοση, όπως γνωρίζω, η Αγία Προσκομιδή κρατεί πολλές ώρες. Τόσο ο π. Ιάκωβος, όσο και ο σημερινός Ηγούμενος π. Κύριλλος, άξιος διάδοχός του, που όλη του την ζωή πέρασε στο Μοναστήρι, μνημονεύουν για ώρες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων, βέβαιοι ότι η μνημόνευση αυτή επιφέρει, όπως λένε οι Πατέρες της εκκλησίας, μεγάλη όνηση, δηλαδή ελάφρυνση, ανακούφιση στις ψυχές αυτές, σαν ακτίνα φωτός που πέφτει σε σκοτεινό θάλαμο. Όπως τα μνημόσυνα και οι πράξεις φιλανθρωπίας που κάνουμε για τους κεκοιμημένους γονείς και αδελφούς μας.
Κάποτε όμως ο π. Ιάκωβος ελησμόνησε, όπως μου έλεγε, κατά την Αγία Προσκομιδή να βγάλει μερίδα της μητέρας του Θεοδώρας, ευσεβούς και ταλαιπωρημένης Χριστιανής, την οποίαν εσέβετο και υπεραγαπούσε. Το βράδυ εκείνο λοιπόν, την βλέπει στον ύπνο του στενοχωρημένη και του λέγει: «Γιακωβάκι παιδί μου, σημέρα, γιατί δεν μου έβγαλες μερίδα στην Αγία Προσκομιδή; Γιατί με ξέχασες;» Να με συγχωρείς μητέρα, δεν ξεύρω πως μου διέφυγε. «Εγώ, κύριε Δημήτρη μου, πάντοτε βγάζω μερίδα της μητέρας μου στην Αγία Προσκομιδή, αλλά εκείνη τη φορά, δεν ξεύρω κι εγώ πως μου διέφυγε. Φαίνεται όμως, ότι οι ψυχές, τουλάχιστον ορισμένες, παρακολουθούν τα εδώ συμβαίνοντα πνευματικά γεγονότα και περιμένουν. Γι΄ αυτό εμείς μνημονεύομε ονόματα ώρες πολλές. Από τότε δεν ξέχασα ποτέ το όνομα της μητέρας μου στην αγία Προσκομιδή, ούτε την ξαναείδα στον ύπνο μου παραπονεμένη.
Το πρόσφορο του Γέροντα, η γιαγιά και τα εγγονάκια της.
Εκείνη την εποχή, τα πρώτα χρόνια της ιερωσύνης του, ο π. Ιάκωβος πολλές φορές λειτουργούσε, γιορτές και Κυριακές, στα γύρω μικρά χωριά. Οι προσκυνητές της Μονής τότε (1950-1970) ήσαν σχεδόν ανύπαρκτοι ή ελάχιστοι. Κι εγώ ο ίδιος, καίτοι είχα υπηρετήσει στο Πρωτοδικείο Χαλκίδος ως Πρόεδρος Πρωτοδικών την 2ετία 1971-1973 και είχα έπισκεφθεί προσκυνηματικά πολλά Μοναστήρια της περιοχής (Αγίου Νικολάου Γαλατάκη, Αγίου Γεωργίου Ιλίων, Αγίου Νικολάου Αμαρύνθου κ.λπ.) δεν είχα επισκεφθεί τον Όσιο Δαβίδ ούτε μία φορά.
Μια γιορτή λοιπόν ο Γέροντας λειτούργησε στην εκκλησία ενός μικρού χωριού στο νότιο μέρος της Μονής. Τότε αυτοκίνητο η Μονή δεν διέθετε, γι΄ αυτό οι Πατέρες εξυπηρετούντο με ένα μουλάρι της Μονής. Είχε μεταβεί λοιπόν ο π. Ιάκωβος στην εκκλησία ενός χωριού με το μουλάρι, με το οποίον, αφού ετελείωσε την Θεία λειτουργία, την κατάλυση και όλα τα σχετικά, επέστρεφε.
Στο δρόμο ανηφορίζοντας, υπήρχε αριστερά ένα αγροτικό σπιτάκι, στο όποιον έμενε μια φτωχή αγροτική οικογένεια, αποτελούμενη από τους δύο γονείς, 3 μικρά παιδιά, ηλικίας 2-5 ετών, και μία ηλικιωμένη γιαγιά.
Περνώντας κοντά από το σπιτάκι ο π. Ιάκωβος βλέπει την γιαγιά ξαπλωμένη κάτω από μια συκιά στην αυλή του σπιτιού, σκεπασμένη με κουβέρτες. Όποτε έπλησίασε και την ρώτησε: «Τί κάνεις Γερόντισσα, πως περνάς;». «Πώς να περνώ παπά μου, κρυώνω, αλλά τί να κάνω. Το σπίτι είναι μικρό και δεν παίρνει το αντρόγυνο και τα 3 παιδιά κι έμενα. Κι έτσι μένω εγώ εδώ, μέχρις ότου φθινοπωριάσει. Μετά έχει ο Θεός».
Τότε ο π. Ιάκωβος λυπήθηκε την γιαγιά όπως την είδε έξωσμένη από το σπιτάκι, κρυωμένη και πεινασμένη. Αλλά τί να της κάνει. Λεφτά δεν είχε, τρόφιμα δεν είχε. Είχε μόνο ένα μικρό πρόσφορο που περίσεψε από την λειτουργία, και πήρε μαζί του διά τους φτωχούς Πατέρες της Μονής. Κατέβηκε από το μουλάρι και το έδωσε στην παγωμένη και πεινασμένη γιαγιά, η οποία φίλησε το χέρι του Γέροντα, του είπε χίλια ευχαριστώ και καλά λόγια και το έκρυψε κάτω από τις κουβέρτες. Ο π. Ιάκωβος ανέβηκε στο μουλάρι του και ξεκίνησε να φύγει. Δεν είχε όμως απομακρυνθεί ούτε 20 μέτρα, οπότε γυρίζοντας το κεφάλι του να δει τί συμβαίνει, γιατί άκουσε φωνές, βλέπει τα 3 εγγονάκια της γιαγιάς να την έχουν πλησιάσει, να αρπάζουν το πρόσφορο του Γέροντα και μπαίνουν τρέχοντας στο σπίτι τους, ενώ η γιαγιά έκλαιγε και διεμαρτύρετο με κραυγές.
Τότε ο Γέροντας, γυρίζοντας πίσω, κατέβηκε από το μουλάρι, ζήτησε το πρόσφορο από την μητέρα των παιδιών, το έκοψε με το μαχαίρι στα δύο, έδωσε το ένα κομμάτι, το μικρό στη γιαγιά και το άλλο, το μεγάλο, στην μητέρα των παιδιών με την συναίνεση πάντων. Αλλά και την ικανοποίηση πάντων. Έφυγε δε, αφού προηγουμένως έβαλε τα παιδιά να φιλήσουν το χέρι της γιαγιάς και να ζητήσουν συγχώρεση. Έτσι ηρέμησαν τα πνεύματα και άπεκατεστάθη η ομόνοια και η γαλήνη στην οικογένεια.
Ο μικρός Δαβίδ και το Γιακωβάκι.
Σάββατο πρωί, μετά την Θεία Λειτουργία, καθόμαστε στο Αρχονταρίκι με τον Γέροντα και άλλους προσκυνητές. Τα άλλα μέλη της ομάδος μας είχαν ξεκινήσει με τα πόδια για την σκήτη του Οσίου Δαβίδ. Διαδρομή μιας περίπου ώρας σε δασικό χωματόδρομο, μέσα σε θαυμάσια δασική έκταση και θέα προς τον Βόρειο Ευβοϊκό και ένα ψηλό βουνό με πυκνό και καταπράσινο πευκοδάσος. Και ενδιάμεσα ένα μικρό, αλλά γραφικό ρυάκι.
Έξω στην αυλή του Μοναστηριού μερικά μικρά παιδιά, ηλικίας 5-8 ετών, έπαιζαν, έτρεχαν και μάλωναν: «Άντε ρε Δαβίδ, ζαβολιάρη. Θα το πούμε στη μάνα σου, δεν θα σε ξαναπαίξομε». «Εσύ είσαι ζαβολιάρης βρε Γιακωβάκι, που μου πήρες και την μπάλα μου. Θαρρείς πως θα σου την χαρίσω».
Εγώ άκουγα από μέσα. Τότε μου εγεννήθη η περιέργεια και ρώτησα τον π. Ιάκωβο: «Γέροντα, ποιά είναι αυτά τα μικρά παιδιά, ο Δαβίδ και το Γιακωβάκι και πως τα ονόμασαν έτσι;» Κι εκείνος μου διηγήθηκε το εξής: Σε μια πόλη της Εύβοιας ζούσε ένα ανδρόγυνο, που ήταν και οι δύο εκπαιδευτικοί. Καλοί άνθρωποι και ευσεβείς χριστιανοί. Είχαν και οικονομική ευχέρεια, αλλά δέκα χρόνια παντρεμένοι, δεν απέκτησαν παιδί. Πήγαν σε γιατρούς-γυναικολόγους της Αθήνας, σε μαμές και πρακτικές νοσοκόμες, αλλά τίποτε. Παιδί δεν έκαναν, και το είχαν μεγάλο καημό. Τότε κάποιος ευσεβής Χριστιανός, φίλος της Μονής, τους είπε: Δεν πάτε και στον Όσιο Δαβίδ να σταυρώσει ο Γέροντας την κ. Μαρία με την Τιμία Κάρα του Οσίου, ίσως μείνει έγκυος, όπως συνέβη σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Πράγματι ήρθε η κ. Μαρία, προσευχήθηκε, παρακάλεσε τον Όσιο Δαβίδ με δάκρυα να της δώσει ένα παιδάκι και υπεσχέθη ότι εάν γεννήσει αγόρι θα του δώσει το όνομα του (Οσίου). Σε λίγο καιρό έμεινε έγκυος η κ. Μαρία, γέννησε ένα αγοράκι και το έβγαλαν Δαβίδ. Κι έρχονται κάθε τόσο να ευχαριστήσουν τον Όσιο.
— Και το Γιακωβάκι πατέρα Ιάκωβε τί είναι;
— Παρόμοια περίπτωση είναι και το Γιακωβάκι. Έχοντας υπόψη μου τις δηλώσεις αυτές του
Γέροντα και τα γεγονότα τα οποία τις επιβεβαίωναν, συνέστησα σε ένα συγγενικό μου πρόσωπο, εξ αγχιστείας, του οποίου η αδελφή είναι εκπαιδευτικός. Κι αυτή παντρεμένη με εκπαιδευτικό από 10ετίας, χωρίς μέχρι τότε να αποκτήσουν παιδί, να κάνει ο,τι και η μητέρα του Δαβίδ και του μικρού Γιάκωβου. Να παρακαλέσουν δηλαδή τον Όσιο Δαβίδ να τους βοηθήσει, αφού προηγουμένως εξαντλήσουν όλα τα μέσα της ιατρικής επιστήμης. Μου απάντησε, πως δεν άφησαν φημισμένο καθηγητή-γυναικολόγο που να μην ζητήσουν την βοήθεια του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γι΄ αυτό στη συνέχεια έκαναν προσκύνημα στον όσιο Δαβίδ και ζήτησαν την βοήθεια του και την βοήθεια του νέου Ηγουμένου πατρός Κυρίλλου. Αυτό προ 10ετίας. Και σημέρα το ανδρόγυνο των καθηγητών έχει τρία παιδιά, τον Παν. 8 ετών, την Ελ. και τον Β. 5 ετών (δίδυμα). Είναι δε μια πανευτυχής χριστιανική οικογένεια. Έτσι είχε δίκιο ο Γέροντας Ιάκωβος, όταν έλεγε ότι η θεία Χάρις τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί.
Το Προσευχητάριο του Θ. Επισκόπου Μ.Λ. ως ευλογία του πατρός Ιακώβου.
Μια χριστιανική ομάδα Αγάπης Δικαστικών Λειτουργών αφανής και άτυπη, που λειτουργεί από 25ετίας και πλέον, με κέντρο την Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Παλαιάς Πεντέλης, μεταξύ των πνευματικών και φιλανθρωπικών σκοπών που έχει, είναι και εκείνος της διαθέσεως σε ικανόν αριθμό δωρεάν Χριστιανικών βιβλίων και δη Καινών Διαθηκών με ερμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα και Ιωάννη Κολλιτσάρα, Προσευχηταρίων κλπ. Εκείνη την εποχή η ομάδα διέθετε προσευχητάρια εκδόσεως του Θ. Επισκόπου Μ.Λ., τα οποία ήσαν κόκκινα, πολύ ωραία, με χρυσά γράμματα και πρακτικά. Γι΄ αυτό και περιζήτητα. Απ΄ αυτά είχαμε στείλει 10 και στον Γέροντα Ιάκωβο, για να τα δίδει ευλογία σε πνευματικά του παιδιά ή προσκυνητές της Μονής κατά την εξομολόγηση.
Σ΄ ένα προσκύνημά μας λοιπόν στον Όσιο Δαβίδ, στο οποίο μετείχαν και τα μέλη της Όμάδος Εμμανουήλ Εμμαν., Αρεοπαγίτης ε.τ. και Ιωάννης Τριανταφ. ευσεβής Χριστιανός και διαπρεπής δικηγόρος των Αθηνών, ο δεύτερος εξ αυτών παρακάλεσε τον π. Ιάκωβο να του δώσει ένα τέτοιο προσευχητάριο, που ήταν ωραίο, ως ευλογία. Ο π. Ιάκωβος εδέχθη την παράκληση και του είπε «μείνε ήσυχος κ. Γιάννη, αύριο θα σου δώσω ένα», γιατί τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Πράγματι την επομένη ημέρα Σάββατο απόγευμα την ώρα που αποχαιρετούσαμε τον Γέροντα στο Αρχονταρίκι, εκείνος έβγαλε ένα τέτοιο ωραίο, κόκκινο προσευχητάριο και το έδωσε στον κ. Τριανταφ. παρουσία μου. Εγώ περίμενα πως θα έδιδε και σε μένα ο Γέροντας ένα με την ευγένεια που τον διέκρινε και το γεγονός ότι εγώ, στο κάτω-κάτω, του τα είχα στείλει. Αλλά δεν μου έδωσε. Γι΄ αυτό ζήλεψα, αλλά δεν είπα τίποτε. Έφυγα πικραμένος, χωρίς κουβέντα, κάτι που προφανώς αντελήφθη ο π. Ιάκωβος. Ούτε συζήτηση έκανα με τον κ. Τριανταφ. για το ζήτημα αυτό. Γυρίσαμε στο σπίτι το απόγευμα του Σαββάτου, εγώ πάντοτε πικραμένος. Αλλά την Δευτέρα το πρωί, μόλις μπήκα στο γραφείο μου και κάθησα στην καρέκλα, βλέπω μπροστά μου, στο γραφείο (το έπιπλο) ένα παρόμοιο κόκκινο Προσευχητάριο, που κανένα μέλος της οικογενείας μου ή τρίτος δεν είχε τοποθετήσει. Ήταν μυστήριο.
Τώρα πως βρέθηκε το Προσευχητάριο αυτό στο γραφείο μου δεν το γνωρίζω. Η εξήγηση που δίνω είναι, ότι ο π. Ιάκωβος με το διορατικό χάρισμα που είχε, αντιληφθείς την στενοχώρια μου έστειλε και σε μένα ένα παρόμοιο, με το δικό του, άγνωστο σε μας, τρόπο.
Μάλιστα σκόπευα να μην αναφέρω το περιστατικό αυτό σε τούτο το βιβλίο, προς αποφυγήν σχολίων η και σκανδαλισμού. Αλλά το αναφέρω τη επιμονή του αγαπητού εν Χριστώ Αδελφού κ. Ι. Τριανταφ. πρωταγωνιστού του περιστατικού αυτού.
Ο ίδιος σε σχετικό έγγραφο κείμενό του, αναφέρει και τα εξής χαρακτηριστικά περιστατικά:
α) Στις 22 Οκτωβρίου 1991 συμμετείχε προσκυνηματικής ομάδος, η οποία επεσκέφθη την Μονή του Οσίου Δαβίδ και εζήτησε την ευλογία του Γέροντα, στον οποίον τα μέλη της και εξομολογήθησαν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο ίδιος.
Εκείνη την εποχή σκεπτόταν να παραιτηθεί του δικηγορικού λειτουργήματος και συνταξιοδοτηθεί.
Πριν όμως υποβάλει την παραίτησή του, δύο αδέλφια, φίλοι και πελάτες του, ο Τ.Ν. και Σ.Ν., βιομήχανος ο ένας και γιατρός ο άλλος, που είχαν επαφές με κάποιον τρίτο (Κ.Μ.) για την δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως πλοίων και αλυσίδας ξενοδοχείων, του επρότειναν να μην παραιτηθεί της δικηγορίας, αλλά να παραμείνει και αναλάβει νομικός σύμβουλος των νέων επιχειρήσεών τους, έναντι παχυλής αντιμισθίας.
Το γεγονός αυτό τον προβλημάτισε σοβαρά, διότι άλλοι φίλοι του τον συνεβούλευαν να αναλάβει νομικός σύμβουλος των επιχειρήσεων των φίλων του και άλλοι να παραιτηθεί και συνταξιοδοτηθεί.
Γι΄ αυτό το βράδυ της 22ας Οκτωβρίου του 1991 την ώρα της εξομολογήσεώς του στον Γέροντα, στο ιερό του καθολικού της Μονής, στην γωνία της Αγίας Τραπέζης, ζήτησε την συμβουλή του, εάν πρέπει να αναλάβει νομικός σύμβουλος των επιχειρήσεων των φίλων του ή να παραιτηθεί της δικηγορίας.
Αλλά ο Γέροντας δεν του απάντησε, κάτι που τον προβλημάτισε. Το απόγευμα όμως της επομένης ημέρας, την ώρα του αποχαιρετισμού, ο Γέροντας του έδωσεν ως ευλογία ένα ωραίο κόκκινο προσευχητάριο του Επισκόπου Μ.Λ. και αφού τον τράβηξε, ιδιαιτέρως, κι έμειναν μόνοι, του είπε: «Κύριε Γιάννη μου, μήπως αυτά που μου έλεγες για επιχειρήσεις πλοίων, μεγάλη αντιμισθία κ.λπ. είναι καμιά απατεωνιά των φίλων σου…».
Και πράγματι, τον Αύγουστο του 1992, ένας από τους φίλους και πελάτες του ο γιατρός Σ.Ν. του τηλεφώνησε, ότι ο άνθρωπος (Κ.Μ.) με τον οποίον θα έκαναν τις επιχειρήσεις πλοίων και ξενοδοχείων είχε πεθάνει, η όλη δε ιστορία με τα πλοία και ξενοδοχεία ήταν μια καλοστημένη άπατη. Οι δε δύο φίλοι του είχαν χάσει περί τα 100 εκατομμύρια δραχμές. Έτσι ο π. Ιάκωβος τον προφύλαξε από μεγάλες στενοχώριες και δικαστικές περιπέτειες.
β) Τον Οκτώβριο του 1993 έκανε σοβαρή εγχείριση καταρράκτου, προκληθέντος από πολυχρόνιο χρήση φαρμάκων.
Κατά την διάρκεια της εγχειρήσεως παρουσίασε σοβαρά συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος: καρδιακή ανωμαλία, δύσπνοια, πόνους στο στήθος κ.λπ. Οι γιατροί ανησύχησαν σοβαρά, ο ίδιος δε πανικοβλήθηκε, γιατί καταλάβαινε ότι εκινδύνευε η ζωή του. Πάνω στην απελπισία του είδε, τυχαία, την φωτογραφία του Γέροντα, στο εξώφυλλο του βιβλίου του Στ. Παπαδοπούλου «Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης» και ζήτησε από την σύζυγό του κ. Κ. να του το δώσει. Εκείνη, μόλις έπιασε το βιβλίο ήρχισε να φωνάζει δυνατά «Καλέ ευωδιάζει, ευωδιάζει…». Κάτι όμως που αντελήφθη μόνον εκείνη. Ο ίδιος, με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε την βοήθεια του Γέροντα, την οποία και έλαβε. Διότι αμέσως αισθάνθηκε βελτίωση και σε λίγη ώρα ήταν απολύτως καλά· συνεχίστηκε δε η εγχείρηση του καταρράκτη όλως επιτυχώς. Και
γ) ένα πρωινό ο π. Ιάκωβος λειτουργούσε στο καθολικό της Μονής. Προσκυνητές δεν υπήρχαν και ο ίδιος μόνος συνέχιζε την Λειτουργία μέσα στο Ιερό.
Όταν άρχισε να διαβάζει τις ευχές της θείας Μεταλήψεως γονατιστός μπροστά στην Αγία Τράπεζα
«Πιστεύω Κύριε και ομολογώ, ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών είς τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμι εγώ…» ένοιωσε ένα κτύπημα στην πλάτη, το οποίον υπέθεσε ότι ήταν από τον π. Σεραφείμ ή άλλον μοναχό, ο οποίος μπήκε εν τω μεταξύ μέσα στο ιερό, γιατί ο π. Ιάκωβος ήταν αρχικά μόνος. Αλλά δεν είδε κανέναν. Γι΄ αυτό κατέληξε με βεβαιότητα, όπως έλεγε, στο ότι ήταν κτύπημα από μεγάλη φτερούγα αγγέλου, από εκείνους που κατεβαίνουν στο ιερό Θυσιαστήριο την ώρα της Θείας Λειτουργίας.
Πηγή: Δημητρίου Αλεξ. Τζούμα, Πρωτοπρεσβυτέρου Αρεοπαγίτου ε.τ., Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας, όπως τον γνώρισα, σελ. 48-64, έκδοσις β΄, Αθήναι 2008