Χρεοκόπησε ή απέτυχε ο χριστιανισμός;
13 Μαρτίου 2010
Πολλές φορές ακούμε να διατυπώνεται η απορία για το πως συμβαίνει δυο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού να μην καταφέρουν να επηρεάσουν την κοινωνία μας, έτσι που η ζωή της να γίνει πιο υποφερτή και πιο ανθρώπινη. Και ξεκινώντας από την απορία αυτή βγάζουν το συμπέρασμα, ότι ο χριστιανισμός είτε έχει χρεοκοπήσει είτε είναι από τη φύση του ανίκανος για μια τέτοια αποστολή.
Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει από μια παρεξηγημένη αντίληψη για την αποστολή του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός ποτέ δεν επεδίωξε, όσο κι αν πολλοί χριστιανοί το πιστεύουν, μια κοινωνική μεταρρύθμιση, τουλάχιστο για την τωρινή μορφή του κόσμου. Η κοινωνία των πιστών, που είναι η Εκκλησία, δεν έχει γήινες φιλοδοξίες, ούτε επιδιώκει να δημιουργήσει ένα σύστημα κανόνων ζωής που να επιβάλλεται απ’ έξω ή εκ των άνω. Κάτι τέτοιο θα ήταν μια παραχάραξη της διδασκαλίας του χριστιανισμού, μια και το ευαγγέλιο του είναι ευαγγέλιο ελευθερίας, δηλαδή κάτι που δεν επιβάλλεται. Η αποστολή του χριστιανισμού είναι η ανανέωση και αναγέννηση της προσωπικής ζωής του ανθρώπου. Η τέλεια κοινωνία που υπόσχεται ο χριστιανισμός είναι μια «ουτοπία» (=ου τόπος), με την κυριολεκτική έννοια της λέξεως, αφού η κοινωνία αυτή θα εγκαθιδρυθεί στα έσχατα, δηλαδή σε μια μορφή του κόσμου διαφορετική από τη σημερινή. Η κοινωνία αύτη του χριστιανισμού ανήκει στην περιοχή της πίστεως και της ελπίδας. Στο σημείο αυτό πρέπει με κάθε απλότητα να σημειώσουμε, χωρίς καμιά διάθεση και καμιά σκέψη για πολιτική εξαργύρωση, ότι η «ουτοπιστική» αυτή κοινωνία του χριστιανισμού, που δεν είναι άλλη από τη βασιλεία του Θεού, είναι πολύ πιο λίγο ουτοπιστική και πολύ πιο ρεαλιστική από τις κοινωνικές εξαγγελίες του κομμουνισμού, ο οποίος διακηρύττει ότι τη βασιλεία αυτή θα την πραγματοποιήσει πάνω σ’ αυτή τη γη, της σημερινής μορφής του κόσμου!
Μετά από αυτό το εννοιολογικό ξεκαθάρισμα, πρέπει να πούμε ότι η απορία, που διατυπώθηκε στην αρχή, δεν είναι απόλυτα δικαιολογημένη, και πολύ λιγότερο το συμπέρασμα στο όποιο κατέληξε. Οι κοινωνίες των ανθρώπων σ’ όσες περιοχές επικράτησε ο χριστιανισμός έχουν φτάσει σ’ ένα επίπεδο προόδου πολύ ανώτερο από τις κοινωνίες εκείνες στις όποιες επικρατούν άλλα θρησκεύματα. Ίσως πολλές από τις προσπάθειες για το ανέβασμα της δικής μας κοινωνίας να οφείλονται σε πρόσωπα άσχετα και κάποτε πολέμια του χριστιανισμού. Δεν παύει όμως να είναι αλήθεια ότι τα πρόσωπα αυτά αγωνίστηκαν με συνθήματα αλλά και οράματα, όπως τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την αδελφότητα κ.λπ., που είναι παρμένα, είτε συνειδητά είτε ασύνειδα, από τη χριστιανική διδασκαλία και από το μακρόχρονο, σιωπηλό ζύμωμα του κόσμου με τις αρχές του χριστιανισμού.
Όταν το συγκεκριμένο ψωμί και το συγκεκριμένο κρασί πάνω στην αγία Τράπεζα θεώνονται, όλος ο υλικός κόσμος παίρνει μια νέα διάσταση. Είναι η διάσταση εκείνη που προέρχεται από τη νέα θεώρηση της κτιστής φύσεως εκ μέρους του χριστιανισμού, όπου τα υλικά της στοιχεία δεν υπάρχουν μόνο για να λειτουργούν μέσα στη φυσική τους νομοτέλεια, αλλά και για να λειτουργούν στην υπηρεσία ενός παγκόσμιου σχεδίου, που έχει ως τελικό σκοπό την εσχατολογική σύνθεση του πνεύματος και της ύλης. Όταν πάλι η κοινωνία των ανθρώπων, που ανήκει στην Εκκλησία, αγιάζεται, τότε όλη η κοινωνία παίρνει μια νέα διάσταση. Η νέα αυτή διάσταση της κοινωνίας οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το πνεύμα του χριστιανισμού γίνεται ένας δείκτης πορείας, ο οποίος είτε άμεσα είτε έμμεσα αποτελεί έμπνευση για την κοινωνία τούτου του κόσμου.
Ας δούμε μόνο δυο παραδείγματα, που είναι παρμένα μόνο από το χώρο του δόγματος.
Το πρώτο παράδειγμα το παίρνουμε από την Αγία Τριάδα. Η Αγία Τριάδα είναι μια τέλεια κοινωνία τριών ελεύθερων προσώπων που ενώνονται μεταξύ τους με την αγάπη σε μια ενότητα, τη μονάδα. Με το γεγονός ότι η Αγία Τριάδα είναι ταυτόχρονα και μονάδα, καταπολεμείται κάθε έννοια αυτονομίας του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος αυτοορίζεται και αυτοδιέπεται, με απόλυτη παραγνώριση του άλλου ανθρώπου. Μια τέτοια αντίληψη οδήγησε στον άκρατο καπιταλισμό. Με το γεγονός πάλι ότι ο ένας Θεός είναι ταυτόχρονα τρία πρόσωπα, καταπολεμείται κάθε έννοια μαζοποιήσεως, δηλαδή ότι ο άνθρωπος δεν έχει αξία από μόνος του, αλλά ως συλλογικός άνθρωπος. Μια τέτοια αντίληψη οδήγησε στον κομμουνισμό.
Έτσι με την Αγία Τριάδα, δηλαδή με ένα υπόδειγμα τέλειας ισορροπίας ανάμεσα στα επιμέρους και στο ένα, όπου το ένα είναι τα επιμέρους και κάθε επιμέρους είναι το ένα, δίνεται ένα μοντέλο και ταυτόχρονα ένα κριτήριο για την κοινωνία.
Το δεύτερο παράδειγμα το παίρνουμε από την ενανθρώπηση. Η ενανθρώπηση του Λόγου είναι μια άλλη εκδήλωση της αγάπης του Θεού που καταλήγει πάλι σε μια «μοναδική» ένωση. Ο Χριστός είναι ταυτόχρονα τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με δυο θελήσεις, με δυο ενέργειες, αλλά με μια υπόσταση. Η τέλεια αυτή ένωση μέσα στην αγάπη αποτελεί την ουσία μιας άλλης κοινωνίας, της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου, που είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία, που στη μυστηριακή υπόστασή της είναι τέλεια κοινωνία και στην ιστορική της πραγματικότητα γίνεται τέλεια κοινωνία, ανακεφαλαιώνει το μυστήριο της θείας οικονομίας και δείχνει στην κοινωνία των ανθρώπων την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει.
Αν, μετά τα όσα είπαμε παραπάνω, θέλουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο χριστιανισμός και υποδείγματα κοινωνίας διαθέτει και υποδεικνύει, με την αγάπη, τρόπους για μίμηση των υποδειγμάτων αυτών.
(Ηλίας Βουλγαράκης, «Ποιός αγαπάει αληθινά». Εκδ. Μαΐστρος)