Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας, όπως τον γνώρισα (4)
11 Μαρτίου 2010
Έτσι αρχίσαμε να πηγαίνομε στο Μοναστήρι τακτικά, κατά προσκυνηματικές ομάδες 5-6 ατόμων, Παρασκευή απόγευμα έως Σάββατο απόγευμα. Μέλη των προσκυνηματικών αυτών ομάδων ήταν κυρίως Δικαστικοί Λειτουργοί, αλλά και άλλα ευσεβή, συγγενικά και φιλικά μας πρόσωπα, τα οποία εντυπωσιάζοντο από τον π. Ιάκωβο, την πνευματικότητα, την καλωσύνη, την απλότητα και την αγάπη του· και ήθελαν να τον ξανασυναντήσουν, να ακούσουν πνευματικούς λόγους, να εξομολογηθούν, να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων από τα χέρια του και να λάβουν την ευλογία του. Και ήσαν εκατοντάδες.
Το πρόγραμμα των προσκυνημάτων είχε ως εξής: Μετά τον εσπερινό της Παρασκευής, μόλις μούχρωνε, άρχιζε η εξομολόγηση στο Ιερό του Καθολικού (Εκκλησίας) στην Ν.Δ. γωνία της αγίας Τραπέζης. Ο εξομολογούμενος γονάτιζε, αλλά κοντά, σε 1 ή 1½ μέτρο, γονάτιζε (τουλάχιστο σε μένα) και ο π. Ιάκωβος, κάτι πού εγώ δεν δεχόμουνα, λέγοντας «Γέροντα Σας παρακαλώ εσείς καθήσετε στην καρέκλα, γιατί έχετε προβλήματα υγείας κ.λπ.». Αλλά εκείνος επέμενε και καθησμένος στα πέλματα των ποδιών του εδέχετο την εξομολόγηση. Άλλωστε σ΄αυτή την στάση, μπροστά στην εικόνα του Χριστού του Τέμπλου, παρακολουθούσε την Θεία Λειτουργία, όταν δεν λειτουργούσε ο ίδιος.
Η εξομολόγηση ήταν σύντομη, ευγενική, διακριτική, ήρεμη, χωρίς πλατειασμούς, αδιάκριτες ερωτήσεις και λεπτομέρειες· κρατούσε δε συνήθως 15-30 λεπτά της ώρας. Όταν του έλεγες κανένα σοβαρότερο αμάρτημα, το δικαιολογούσε εκείνος λέγοντας. «Ε! Κύριε Δημήτρη μου, χοϊκοί άνθρωποι είμεθα, τί περιμένεις…».
Στο τέλος έλεγε χαμηλόφωνα την ευχή: «Κύριε ο Θεός ημών ο τω Πέτρω και τη πόρνη διά δακρύων άφεσιν αμαρτημάτων δωρησάμενος και τον τελώνην τα ίδια επιγνόντα πταίσματα δικαιώσας, πρόσδεξαι την εξομολόγηση του δούλου Σου… και είτι επλημμέλησεν εκούσιον ή ακούσιον αμάρτημα, εν λόγω ή έργω ή κατά διάνοιαν, ως αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός συγχώρησον. Συ γαρ ει ο μόνος εξουσίαν έχων αφιέναι αμαρτίας και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν… Η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος διά της εμής ελαχιστότητος έχοι σε λελυμένον και συγχωρημένον».
Όταν ετελείωνε η εξομολόγηση των μελών της ομάδος μας και όλων των προσκυνητών, γύρω στις 9 μ.μ., συγκεντρωνόμεθα στο αρχονταρίκι, παλαιά τραπεζαρία της Μονής, όπου το μεγάλο στενόμακρο τραπέζι, μήκους 6 μέτρων, στην κεφαλή του οποίου, στο Νότιο άκρο, καθόταν, ως προανέφερα, ο π. Ιάκωβος, στην δεξιά πλευρά του οι Πατέρες της Μονής και αριστερά οι προσκυνητές και πάντοτε πρώτος αριστερά, δίπλα του, η μετριότητά μου.
Εκεί μας έλεγε λόγους πνευματικούς, ενδιαφέροντες, επί ώρα πολλή, χωρίς ερωτήσεις και διακοπές, μέσα σ΄ένα κλίμα, πνευματικό, ήρεμο, ησυχαστικό.
Όταν ομιλούσε σε πολλούς προσκυνητές, απέφευγε να αναφέρει προσωπικά του γεγονότα και βιώματα, για να μην σκανδαλίζει και εμβάλλει σε πειρασμό τους ακροατές.
Χαιρόταν ιδιαιτέρως και αισθανόταν μεγάλη ικανοποίηση όταν είχεν ακροατές ανωτάτους και ανωτέρους δικαστικούς λειτουργούς, Αρεοπαγίτες, Προέδρους Εφετών, Εφέτες, εισαγγελείς κ.λπ., προς τους οποίους μιλούσε σωστά, άνετα και διακριτικά, χωρίς φοβίες ή διστακτικότητα. Τους αγαπούσε δε και τους εκτιμούσε πολύ. Κάποτε μάλιστα είπε στον Πρόεδρο Εφετών των Δ.Δ. κ. Δημήτριο Ανδρ., κατά την διάρκεια της εξομολογήσεώς του, για δύο Αρεοπαγίτες τους κ. Εμμανουήλ Εμ. και Εμμανουήλ Χ. ότι αυτοί έπρεπε να είναι μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τόσο καλή ιδέα είχε γι΄αυτούς. Καμιά φορά με ρωτούσε, χαμηλόφωνα, καθώς καθόμουνα δίπλα του: «Τώρα εσείς, κύριε Δημήτρη μου, ανώτατοι Δικασταί, Αρεοπαγίτες, Πρόεδροι, Εισαγγελείς, Καθηγητές Πανεπιστημίου κ.λπ. «επίσημα πρόσωπα» έρχεσθε να δείτε και να ακούσετε έναν αγράμματο καλόγερο; Γιατί έρχεσθε;». Συγχρόνως χαμογελούσε. Ρωτούσε, αλλά δεν πίστευε στην απορία του. Γιατί ήξερε καλά, πώς η Χάρις του Θεού Εκείνον μεν τον εκάλυπτε – τον έλουζε πλουσίως, εμάς δε μας έσπρωχνε προς Εκείνον.
Πάντως, ομιλούσε και έγραφε την ελληνική γλώσσα πολύ σωστά, χωρίς ασυνταξίες και ορθογραφικά λάθη, καίτοι είχε τελειώσει μόνο το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του Φαράκλα το 1933. Ήταν όμως έξυπνος και επιμελής, άριστος μαθητής. Γι΄αυτό και ο δάσκαλος του επέμενε στον πατέρα του Σταύρο να τον στείλει στο Γυμνάσιο της Χαλκίδος, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αλλά λόγω των οικονομικών κυρίως δυσκολιών της εποχής εκείνης ο πατέρας του δεν τον έστειλε, αλλά τον κράτησε κοντά του ως βοηθό στις οικοδομικές εργασίες του. Άλλως τε η πίστη δεν είναι ζήτημα πολλών θεωρητικών γνώσεων, διότι «η γνώσις φυσιοί» (Α΄Κορ. η΄, 1), αλλά της χάριτος του Θεού και της προαιρέσεως-θελήσεως, του αγώνος του άνθρωπου. Γι΄αυτό ο Κύριος εξέλεξε ως μαθητές του αγράμματους ψαράδες.
Απόδειξη του ότι ομιλούσε και έγραφε άπταιστα την ελληνική γλώσσα είναι και η κατωτέρω ιδιόγραφη επιστολή πού μου έστειλε στις 12-2-1986. Καθώς και η ετέρα επιστολή πού έστειλε σε πνευματικό αδελφό του.
α) Επιστολή (σε μένα)
Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ τη 12/2/1986
Αγαπητέ μου Κύριε Δημήτρη Χαίρε εν Κυρίω πάντοτε.
Πρώτον σε ζητώ συγγνώμη για να με συγχρέσεις, γιατί τολμώ να σε γράψω δυο λέξεις.
Έλαβον πολλές επιστολές σου άγιες και πνευματικές, και σε ευχαριστώ πολύ απ΄όλα και όσα μου γράφεις.
Έλαβον και το δέμα με τα δώρα της αγάπης σου. Ευχαριστώ πολύ. Ο όσιος Δαβίδ να σας ανταποδώση μισθόν εν ουρανπίς και εδώ να σας επισκίαση η χάρις Του η αγία και να σας χαρίζη υγείαν, χαράν και παν αγαθόν.
Όπως η αγάπη σου δεν μας ξεχνά, ούτε και εμείς σας ξεχνάμε.
Νυχθημερόν ευχόμεθα εις τον Πανάγαθον Θεόν, όπως σας χαρίζη υγείαν και ευλογίαν ουράνιον. Δεν γνωρίζω γράμματα να σε ευχαριστήσω με λόγους. Ένα μόνον πράττω κάθε ημέραν πού τελούμεν την Θείαν Λειτουργίαν, σας βγάζω την πρώτη μερίδα εις την αγίαν Πρόθεσιν και παρακαλώ τον Όσιον Δαυΐδ να πάρη την μερίδα την αγίαν και να την προσφέρει στον Θρόνον του Θεού και να βοηθεί τον κύριον Δημήτρη, καν Μαρίαν και Ευγενία και Δέσποινα.
Διαβιβάζης σε παβακαλώ πολύ την ευλογίαν του Οσίου Δαυΐδ εις την ευσεβεστάτην καν Μαρία και παιδιά Ευγενία και Δέσποινα και ευχάς των Πατέρων.
Με αγάπη Χρίστού, σας ασπάζομαι εν φιλήματι αγίω
† Ιερομ. Ιάκωβος.
β) Επιστολή Κείμενο (σε πνευματικό αδελφό του)
«Αδελφέ μου, μου λέγεις ότι είσαι αμαρτωλός, όλοι οι άνθρωποι αμαρτωλοί είμεθα, μόνον ο Θεός (είναι αναμάρτητος), γι΄αυτό θα κάνουμε θυσίες στο Θεό, πίστη, πραότητα, υπομονή, ταπείνωση, αποχή των κακών, θείες λειτουργίες, μετάνοιες, νηστείες, για να συγχωρέσει τις αμαρτίες μας.
Μην απελπίζεσαι ο Θεός βλέπει την ψυχή σου και θα σε βοηθήσει.
“Τις ήλπισεν εις τον Κύριον και κατησχύνθη!…
Έχετε την ελπίδα σας εις τον επί ξύλου τανυθέντα Ίησοϋ Χριστό και όλα θα έλθουν κατ’ εύχήν”.
«… Άκουσε. Εγώ ούτε ηγουμενεία ζήλεψα, ούτε δόξα ζήλεψα, ούτε κτίρια, ούτε τιμές. Ζήλεψα τον πα¬ράδεισο! Ο άγιος Δαβίδ, πού ζούσε στα σπήλαια και στις έρημους και δεν είχε αυτά, τί έκανε; Με την απλότητα και την ταπείνωση κέρδισε τον παράδεισο. Διάβασες σε κανένα βίο άγιων, ότι φτιάξανε το τάδε ηγουμενείο, το τάδε κτίριο και κερδίσανε τον παράδει¬σο; Αλλά έκαναν θυσίες, προσευχές, νηστείες, χαμαικοιτίες και τέτοια. Είχαν αρετές, μ΄ αυτές κερδίσανε τον παράδεισο. Εγώ θέλω έστω μία γωνία στον πα¬ράδεισο, μία άκρη».
«Πέντε δίνω, πενήντα μου φέρνουν… και το ταγάρι έχει πάντοτε, δεν το βρήκα ποτέ άδειο. Έρχονται οι φτωχοί μου και τους δίνω, και εκείνο δεν αδειάζει. Γυρίζω και το βρίσκω ξεχειλισμένο. Τα χρήματα δεν τα δίνει ο Θεός όλα για τον εαυτό μας…».
Σε κάθε περίπτωση οι πνευματικές δυνατότητες και ικανότητες του π. Ιακώβου φάνηκαν και όταν κλήθηκε στις τάξεις του στρατού το θέρος του 1947 και πέρασε από το Κέντρο επιλογής οπλιτών Βόλου, όπου αρίστευσε στις εξετάσεις, γι΄αυτό και κατετάγη στο Κέντρο Εφοδιασμού και Μεταφορών του Πειραιώς, υπηρεσία πού απαιτούσε πολλές γραμματικές γνώσεις και εντιμότητα.
Αλλά και στην πράξη επέτυχε στην Μονάδα του. Γι΄αυτό και ο Διοικητής του, Συνταγματάρχης κ. Πολύκαρπος Ζώης, εκτιμήσας επί πλέον το ήθος, την ευσέβεια και το λαμπρό χαρακτήρα του, τον εγνώρισε και τον προσκαλούσε συχνά στην οικογένεια του, πού έμενε στην περιοχή ΦΙΞ των Αθηνών. Εκεί μετέβαινε πολλά απογεύματα, ο π. Ιάκωβος, το μεν γιατί έβρισκε οικογενειακή ζεστασιά και θαλπωρή, το δε γιατί περπατούσε, παρά την μεγάλη απόσταση και τα συγκοινωνιακά μέσα (λεωφορεία) πού μπορούσε να χρησιμοποιήσει και μάλιστα ως στρατιώτης δωρεάν, για να εισέρχεται στις πολλές και ωραίες εκκλησίες πού υπήρχαν στην διαδρομή, να ανάβει το κεράκι του, να προσκυνεί και να προσεύχεται.
Στο στρατό υπηρέτησεν ο π. Ιάκωβος μέχρι το θέρος του 1949. Λίγους μήνες πριν είχε πεθάνει ο πατέρας του Σταυρός Τσαλίκης. Ενώ η μητέρα του Θεοδώρα είχε πεθάνει νέα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, το 1942.
Το Νοέμβριο του έτους 1951 προσήλθε στο Μοναστήρι, αφού προηγουμένως πάντρεψε την αδελφή του Αναστασία, μητέρα της ανηψιάς του Μαρίας, στο σπίτι της οποίας και του συζύγου της κ. Θεόδωρου, στους Αμπελοκήπους, μας εδέχετο αργότερα ο Γέροντας, όταν κατέβαινε στην Αθήνα για νοσηλεία. Εκεί βρίσκαμε καλωσύνη, ευγένεια και αγάπη ειλικρινή και ανιδιοτελή.
Το Μοναστήρι τότε (1951) είχε 3 Μοναχούς ηλικιωμένους, τους Ευθύμιο, Άνθιμο και Μακάριο και ήταν ιδιόρρυθμο, άγνωστο, με μεγάλες ανάγκες, σοβαρές ελλείψεις και πνευματική ζωή πολύ περιορισμένη. Ενώ ο Ηγούμενος π. Νικόδημος έμενε στη Λίμνη της Ευβοίας, όπου ασκούσε καθήκοντα εφημερίου. Γι΄ αυτό σηκώθηκε και έφυγε, πήγε πάλι στο χωριό του Φαράκλα. Άλλα κι εκεί δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η κλήσις του Θεού και η κλίσις η εσωτερική για τον Μοναχικό βίο πού έντονα αισθανόταν, τον επίεζαν ασφυκτικά. Γι΄ αυτό, μετά ολίγους μήνες, στις 15 Ιουλίου 1952 επέστρεψε στην Μονή, αποφασισμένος να παραμείνει και υπηρετήσει εκεί υπό οιασδήποτε συνθήκες, με κύρια όπλα την προσευχή, την υπομονή και την άσκηση. Και το επέτυχε. Την 31.11.1952 (σημείωση VatopaidiFriend: ψάξαμε και σε άλλα βιβλία για τον όσιο Γέροντα και δυστυχώς υπάρχει και αλλού το ίδιο λάθος, αφού ο Νοέμβριος έχει μόνο 30 μέρες) εκάρη Μοναχός, του ανατέθησαν δε και καθήκοντα Οικονόμου. Και στις 17.12.1952 και 19.12.1952 εχειροτονήθη από τον Μητροπολίτη Χαλκίδος κυρό Γρηγόριο, στο παρεκλήσιον του Επισκοπείου, Διάκο¬νος και Πρεσβύτερος.
Ούτε λοιπόν Γυμνάσιο, ούτε Λύκειο τελείωσε, ούτε σε Πανεπιστήμιο φοίτησε ο π. Ιάκωβος. Κι όπως έλεγε κάποτε, σπούδασε στην σκήτη του Οσίου Δαβίδ. Εκεί πράγματι, ατέλειωτες νύχτες, χειμώνα-καλοκαίρι, με τα κανδηλάκια, τα κεράκια και το δαδί διάβαζε επί ώρες Ψαλμούς, Απολυτίκια, τροπάρια, Ιερές ακολουθίες.
Όλη του δε η ζωή, από την νεαρή ηλικία, ήτανε μια ζωή θερμής και σωστής Ορθοδόξου πίστεως, αδιάλειπτου προσευχής και ασκήσεως, νηστείας και αγρυπνίας· ασκήσεως αυστηρής, μέχρι λιποθυμικών τάσεων και βλάβης της υγείας του.
Ο θείος έρωτας κατάκαιγε τα στήθη του, την καρδιά του.
Βεβαίως, το να εκθέσει κανείς και παρουσιάσει όλα εκείνα πού μας έλεγε ο Γέροντας είτε εν συνάξει στην Τράπεζα, είτε στις κατ΄ ιδίαν μεταξύ μας συζητήσεις, χρησιμοποιώντας τις ίδιες ακριβώς φράσεις και λέξεις πού χρησιμοποίησεν εκείνος, σε όλη την έκταση, είναι δύσκολο, αν μή αδύνατο.
Το πνεύμα του όμως και το νόημα των λόγων του είναι ακριβώς το ίδιο και αυτό είναι το ουσιώδες και κρίσιμο. Πάντως οι αφηγήσεις και διηγήσεις του ήσαν σαφείς και συγκεκριμένες, χωρίς υπερβολές και μυθοπλασίες. Γι΄ αυτό και δεν δημιουργούσαν αμφιβολίες ή απορίες στους ακροατές, οι οποίοι ήκουαν με μεγάλο ενδιαφέρον και απόλυτη εμπιστοσύνη τους λόγους του.
Πηγή: Δημητρίου Αλεξ. Τζούμα, Πρωτοπρεσβυτέρου Αρεοπαγίτου ε.τ., Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας, όπως τον γνώρισα, σελ. 28-40, έκδοσις β΄, Αθήναι 2008