Τότε θα το καμαρώνεις και δε θα το χορταίνεις..!
6 Μαρτίου 2010
Ο μεγάλος Απόστολος Θωμάς πουλήθηκε από τον Κύριό του σε κάποιον έμπορο Αρβάνη, σαν ένας δούλος που ήξερε περίφημα να κτίζει, και μαζί του ταξίδευσε στην Ινδία. Τον παρουσιάσανε λοιπόν στο Βασιλέα και όταν τον ρώτησε για την τέχνη του, τον διαβεβαίωσε, πως είναι περίφημος αρχιτέκτονας, και του διηγήθηκε πολλά και διάφορα, σχετικά με αυτό. Και πραγματικά, λένε, πως ήταν πολύ σπουδαίος τεχνίτης, όπως το συμπεραίνει κανείς και από τη φήμη πού σώζεται ως τώρα. Γι’ αυτό και ο Βασιλιάς εκείνος του εμπιστεύθηκε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων, και του παρήγγειλε να του κτίσει Ανάκτορο σε κάποια ωραία τοποθεσία. Πήρε λοιπόν τα χρήματα, που ήταν ολάκερη περιουσία, και τα ξόδεψε όλα σε διάφορους ανθρώπους που είχαν ανάγκη.
Έπειτα λοιπόν από λίγο έστειλε ο Βασιλιάς κάποιους επίτηδες, για να δούνε και να τον πληροφορήσουν κατόπιν, πώς πάνε οι οικοδομές και αυτοί του είπαν, γυρίζοντας, πως ο Θωμάς δεν είχε βάλει ακόμη ούτε θεμέλιο, και πως όλα τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε τα καταξόδεψε στη φτωχολογιά. Και από το θυμό του, άναψε και διέταξε να του φέρουν αμέσως τον Απόστολο, πισθάγκωνα δεμένο.
Και όταν τον έφεραν, του λέει·
-Το έχτισες το Παλάτι που σε διέταξα;
-Ναι το έχτισα , του απάντησε ο Θωμάς, και είναι περίφημο!
Και ο Βασιλιάς, του είπε·
-Θα πάω και θα το δω. Και ο Απόστολος του απάντησε τότε· Όσο ζεις, ποτέ σου δεν θα αξιωθείς να το δεις. Σαν θα φύγεις όμως κάποτε από τον κόσμο αυτό, τότε θα το καμαρώνεις, και δεν θα το χορταίνεις…
Τα λόγια του αυτά, ο Βασιλιάς, τα πέρασε για κοροϊδία, και επειδή έμαθε πως ο Θωμάς δεν έχει τίποτε άλλο έκτος από το ρούχο που φορεί και πως είναι θεόφτωχος, και απελπίσθηκε πως δεν θα πάρει ποτέ πίσω τα χρήματά του, αποφάσισε πάνω στην έξαψη του θυμού του, να τον γδάρει πρώτα ζωντανό, και’ ύστερα να τον ρίξει στη φωτιά.
Ο Μεγαλοδύναμος όμως Θεός, που όλα τα προλαβαίνει και όλα τα μεταστρέφει σύμφωνα με το άγιο θέλημά του, φανέρωσε και στην περίσταση αυτή το μεγαλείο του, με μια θανατική αρρώστια που έστειλε στον αδελφό του Βασιλιά τον Γαδ.
Αυτός, περισσότερο και από το Βασιλιά ακόμη, είχε στενοχωρηθεί που δεν χτισθήκανε τα Παλάτια. Και όχι μονάχα ήτανε ξεφρενιασμένος από θυμό, για την κοροϊδία που τους έκανε ο Απόστολος, αλλά και έσπρωχνε τον αδελφό του το Βασιλιά, να τον τιμωρήσει το γρηγορότερο. Εν τω μεταξύ όμως πέθανε. Και έτσι, ο θάνατός του αυτός έγινε αιτία να πάρει άλλον όλως διόλου δρόμο και η καταδίκη σε θάνατο του Αποστόλου. Γιατί, θλιμμένοι όπως ήταν, όλοι τους, είχαν το νου τους πώς θα κάνουν την κηδεία, και το λησμονήσανε εκείνο.
Αλλά ο Παντοδύναμος Θεός «που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, ωσότου να μετανοήσει και ωσότου να γνωρίσει την αληθινή ζωή», θαυματούργησε και εδώ. Γιατί οι Άγγελοι, που πήρανε την ψυχή του Γαδ, την γυρίζανε και της δείχνανε τις κατοικίες, που σε αυτές μένουν αυτοί που σώζονται. Και η ψυχή του Γαδ, σαν είδε μια από αυτές, τόσο πολύ σκλαβώθηκε από την ομορφιά της, το μεγαλείο της και την ανείπωτη λαμπράδα της, που παρακαλούσε ολοένα τους Αγγέλους που τη γυρίζανε εδώ και εκεί, να τον αφήσουν να μείνει σε ένα από τα αμέτρητα κελιά της και ας ήταν και το πιο τελευταίο.
Αυτοί όμως δεν το παραδέχονταν και του έλεγαν, πως το Παλάτι αυτό είναι του αδελφού του, του Βασιλιά και πως αυτός μονάχα το ορίζει, και ότι του το έχει χτίσει ο ξενοφερμένος Θωμάς. Και σαν το άκουσε αυτό, τους παρακαλούσε πολύ θερμότερα ακόμη, να τον αφήσουν να πάει, για λίγο, στον αδελφό του και να το αγοράσει…
Τί απόγινε λοιπόν;
Ο Θεός, που με το νεύμα του κυβέρνα τα Σύμπαντα, ευδόκησε να γυρίσει στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου εκείνου και έτσι και ο θείος Απόστολος να σωθεί από το θάνατο, και να σωθούν και αμέτρητες άλλες ψυχές από την Ανάσταση εκείνη.
Την ώρα λοιπόν που σαβανοφορούσαν τον Γαδ και ήταν έτοιμοι να τον ενταφιάσουν, νοιώσανε να παίρνει ξαφνικά ζωή και πνοή το νεκρό, ως εκείνη τη στιγμή, και άψυχο σώμα του και τρέξανε παρευθύς στο Βασιλιά και του δηγηθήκανε κατάπληκτοι, αυτό που συνέβαινε. Και εκείνος έτρεξε παρευθύς βιαστικά κοντά στον αδελφό του.
Και ω! του θαύματος, άνοιξε αμέσως τα σφραγισμένα από το θάνατο χείλη του, και τον παρακαλούσε, λέγοντας του. -Σου το ζητώ για χάρη, Αδελφέ μου, και σου το αξιώνω. Πούλησέ μου, το Παλάτι που έχεις στον ουρανό και που σου το έχτισε ο Χριστιανός ο Θωμάς,
Εξετάζοντας λοιπόν ο Βασιλιάς, με προσοχή, τα όσα του έλεγε, κατάλαβε πως ο Θωμάς ήταν σταλμένος από το Θεό και ότι ο Θεός που κήρυττε, αυτός ήταν ο μόνος αληθινός και φιλάνθρωπος. Και αμέσως και αυτός καταλείφθηκε από την πίστη, και είπε, απαντώντας, στον αδελφό του:
-Δεν έχω τη δύναμη, αδελφέ μου, να σου το δώσω το Παλάτι, που μου ζητάς, μα ούτε και είναι εύκολο να το αποκτήσει κανείς. Γιατί πρέπει να πάω ο ίδιος εκεί, για να αποκτήσω την κυριότητά του. Θα σου δώσω όμως τον άνθρωπο, που θα μπορέσει, με τη βοήθεια του Θεού, να σου χτίσει ένα παρόμοιο.
Και του παρουσίασε το Θωμά, που είχε διατάξει να τον βγάλουν από τη φυλακή και να τον λύσουν από τα δεσμά του. Και οι δυο τους, πέσανε εμπρός στα πόδια του, και τον ικετεύανε να τους συγχωρέσει για το κακό, που από άγνοια τους του είχαν κάνει, και να τους φανερώσει το Θεό, που αυτοί δεν τον ξέρουν καθώς και τά θελήματα του. Και έλεγαν, πως στο εξής θα ζούνε σύμφωνα με αυτά, για να απολαύσουν τα αιώνια εκείνα αγαθά, που ο Γαδ μπόρεσε να δει την υπέρκαλη εικόνα τους.
Και ο θείος Απόστολος εκπλάγηκε για το απροσμέτρητο βάθος της Πρόνοιας του Θεού και τον ευχαρίστησε, με δάκρυα, και έπειτα αφού τους ευλόγησε και τους δύο και τους κατήχησε, τους βάφτισε, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και έπειτα από αυτούς βάφτισε και αναρίθμητα πλήθη Ινδών.
(Διήγηση από την περιοδεία του Αποστόλου Θωμά)