…Να μας αξιώσει ο Θεός να φθάσουμε σ’ αυτή την τρέλα!
6 Μαρτίου 2010
Περί σημείων και ενεργημάτων της αγάπης του Θεού.
Η αγάπη του Θεού είναι θερμή από την φύση της, και όταν επιπέσει σε κάποιον άφθονη κάνει τη ψυχή του εκστατική. Γι’ αυτό η καρδιά εκείνου που την ένοιωσε δεν μπορεί να την χωρέσει και να την αντέξει, αλλά, κατά το μέτρο της ποσότητας της αγάπης που έρχεται σ’ αυτόν, υφίσταται μια ασυνήθιστη αλλοίωση.
Αισθητά σημεία της είναι τα εξής: Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται ροδαλό, χαρούμενο, και το σώμα του θερμαίνεται. Απομακρύνεται απ’ αυτόν ο φόβος και η αιδημοσύνη, και γίνεται εκστατικός. Η δύναμη που μαζεύει το νου φεύγει απ’ αυτόν και γίνεται σαν «έξω φρενών». Νομίζει το φοβερό θάνατο σαν χαρά και η θεωρία του νου του δεν σταματά από τη σκέψη των ουρανίων πραγμάτων κι ενώ είναι απών από τον ουρανό, ομιλεί ως παρών και δεν βλέπεται από κανένα. Η φυσική του γνώση και δράση απομακρύνεται και δεν αντιλαμβάνεται αισθητά την κίνηση που ενεργεί ανάμεσα στα πράγματα. Και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται τελείως, διότι έχει το νου του μετέωρο στην θεωρία. Και η διάνοιά του είναι πάντοτε σαν να ασχολείται με κάποιον άλλο.
Αυτή την πνευματική μέθη δοκίμασαν κάποτε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι πρώτοι βέβαια περιήλθαν ολόκληρο το κόσμο, κοπιάζοντας και ονειδιζόμενοι, ενώ οι δεύτεροι, με κατακομμένα τα μέλη του σώματος τους, έχυσαν τα αίματα τους σαν νερό και, ενώ υπέφεραν τα πάνδεινα, δεν κάμφθηκαν, αλλά υπέφεραν με γενναιότητα και, ενώ ήσαν σοφοί, θεωρήθηκαν άφρονες. Άλλοι περιπλανήθηκαν στις ερημιές, σε όρη, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης, όντας εύτακτοι ανάμεσα στις αταξίες.
Είθε να μας αξιώσει ο Θεός να φθάσουμε σ’ αυτήν την τρέλα.
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος )
Οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο για τις ακόλουθες πέντε αίτιες, που άλλες είναι τιμητικές και άλλες είναι μεμπτές: ή για την αγάπη του Θεού, όπως συμβαίνει ο ενάρετος να αγαπά όλους τους ανθρώπους, αλλά και ο μη ενάρετος να αγαπά τον ενάρετο· ή από φυσικό φίλτρο, όπως συμβαίνει με τους γονείς προς τα τέκνα και αντίστροφα· ή από κενοδοξία, κατά τη οποίαν ο δοξαζόμενος αγαπά τον δοξάζοντα· ή πάλι από φιλαργυρία, που ο φιλάργυρος αγαπά τον πλούσιο γιατί του δίνει χρήματα· ή τέλος από φιληδονία, γιατί ο φιλήδονος αγαπά το πρόσωπο εκείνο που του ικανοποιεί το πάθος της γαστριμαργίας και της ακολασίας. Και η μεν πρώτη είναι επαινετή· η δεύτερη ως φυσική, ούτε επαινετή ούτε αξιόμεμπτη είναι· οι άλλες όμως τρεις είναι άθλιες ως εμπαθείς.
(Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)