Ας μη βάλουν μαύρα! Τί να τους κάνω; Ας είχαν και αυτοί αδελφό Υπουργό!
2 Μαρτίου 2010
Οι ανάξιοι και οι επιτυχίες τους.
Όλοι μας έχουμε δει τέτοιες περιπτώσεις. Ανάξιος έφτασε στην κορυφή. Μερικοί ψίθυροι, μερικές απορίες, «μα πώς, μα πώς είναι δυνατόν;», μερικά κουνήματα κεφαλιού -αλλά αν το αξίωμα που έφθασε ο νέος αξιωματούχος είναι σημαντικό και έχει δύναμη, η αντίδραση σταματά συνήθως έως έδώ.
Καμιά αξία δεν έχει η βαθμίδα που έφθασαν. Όταν οι βαθμίδες καταλαμβάνονται με αυτούς τους τρόπους, δεν έχουν αξία, αποχρωματίζονται, αποδυναμώνονται, κατά ένα τρόπο, ισοπεδώνονται.
-Μη επιχειρήσετε να βράσετε το νερό πάνω από 100 βαθμούς. Δεν έχει 101, 102, 103. Μετά από 100, είναι όλα ίσα.
Αυτό το έλεγε ένας παλιός συγγραφέας για να προσθέσει: -Έτσι συμβαίνει και για τους μεγαλοφυείς. Πάνω από ορισμένη βαθμίδα, είναι όλοι το ίδιο. Η μεγαλοφυΐα είναι η χώρα των ίσων.
Κατά ένα παράδοξο τρόπο, συμβαίνει το ίδιο και με το φαινόμενο εκείνων που φτάνουν ψηλά χωρίς να το αξίζουν. Εφ’ όσον έφτασαν εκεί χωρίς αξία, κανείς τους δεν είναι πιο ψηλά ή πιο χαμηλά. Αρχηγός ή κλητήρας, είναι όλοι ίσοι. Τους ισοπεδώνει όλους η μέθοδος η κακή, η χρήση των «άλλων» μέσων. Ισοπεδώνονται λοιπόν όλα τα αξιώματα, γιατί ακριβώς τους αφήρεσε την σημασία τους την αρχική, η μέθοδος με την οποία αποκτήθηκαν. Γιατί η σημασία των αξιωμάτων είναι συνυφασμένη ηθικά με τον κανονικό και δίκαιο τρόπο καταλήψεώς τους. Από τη στιγμή που δεν καταλαμβάνονται επάξια, χάνουν και τη σημασία τους, -και άρα, μέσα σε αυτή την αποδυνάμωσή τους, ισοπεδώνονται.
Οπωσδήποτε, έφτασαν λοιπόν εκεί πάνω. Τί γίνεται ύστερα; Λίγοι απ’ αυτούς θα είναι τόσο έξυπνοι, ώστε να έχουν και λίγο χιούμορ, και να το πάρουν και λίγο στ’ αστεία. «Φτάσαμε εδώ, ας μη το λέμε ούτε του παπά! Τσιμουδιά τώρα και φρόνιμα». Υπάρχουν μερικοί τέτοιοι ξένοιαστοι τύποι, θυμούμαι έναν ευφυέστατο προϊστάμενο, που ωστόσο δε μελετούσε ποτέ, και όταν έγινε προϊστάμενος και παραγκώνισε αρκετούς που ήταν ασυγκρίτως καλύτεροί του, είχε την ευφυΐα να το παίρνει στ’ αστεία:
-Ας μη βάλουν μαύρα! έλεγε για τους άλλους. Τί να τους κάνω; Ας είχαν και αυτοί αδελφό Υπουργό!
Αυτός ο ίδιος μου είχε πει κάποτε:
-Μη μελετάς και τόσο! Χάνεις τον καιρό σου. Την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να προσέχεις τί γράφει κάθε φορά, και, έννοια σου, θα τους περάσεις όλους!
Οι περισσότεροι όμως, το παίρνουν στα σοβαρά αυτό το αξίωμα, που ξέρουν ότι το απέκτησαν χωρίς αξία. Και τότε αρχίζει το κωμικοτραγικό στοιχείο. Καμαρώνουν σα να είναι εκεί με την αξία τους. Κάνουν και τον αρμόδιο. Φλέγονται, παραπατούν καμιά φορά, δε λένε πολλά, «η σιωπή είναι χρυσός», αλλά λίγο -λίγο, συνηθίζουν την κατάσταση, πείθονται ότι όλα έχουν γίνει ομαλά, και ότι όλα πάνε καλά.
Δε θα λείψουν βέβαια και οι κόλακες:
-Είστε αξιοθαύμαστος, εδώ που φθάσατε με την αξία σας.
Ένας έξυπνος, θα πει: «Αυτός εδώ που μου τα λέει ή είναι βλάκας, ή είναι κόλακας».
Αλλά αυτός ο έξυπνος, θα είναι εξαίρεση. Οι περισσότεροι από τους ανάξιους θα πιστέψουν στο τέλος τις κολακείες.
-Λοιπόν, αυτός ο νέος οργανισμός της υπηρεσίας σας είναι θαυμάσιος, του λένε. Ξεπεράσατε τους προκατόχους σας.
Αυτούς τους νέους «οργανισμούς» τους πετυχαίνουν καμιά φορά οι επιτήδειοι, ακριβώς επειδή συνήθως τους κάνουν μερικοί κατώτεροι άξιοι υπάλληλοι, αφανείς και ανώνυμοι. Ευκολότερο είναι να κάνεις ένα νέο οργανισμό, παρά να εφαρμόζεις καλά τον παλιό.
Μερικοί, δεν πέφτουν στην παγίδα. Το ρίχνουν στη μετριοφροσύνη:
-Δε βαριέσαι, τον έκαμαν εδώ τα παιδιά (εννοεί «παιδιά» τους υπαλλήλους, τους πάντοτε ανωνύμους). Εγώ έδωσα μόνο τις «κατευθύνσεις».
Οι «κατευθύνσεις» αυτές αναπληρώνουν το έργο, εκεί που έργο, ελλείψει αξίας, δε μπορεί να υπάρξει.
Γενικά, ο ανάξιος που φτάνει στην κορυφή, αισθάνεται ήσυχος και ευτυχισμένος. Αντίθετα, ο άξιος που έφτασε με την αξία του, διαρκώς ανησυχεί, μήπως δε φανεί πραγματικά άξιος.
Και κάποτε, ω του θαύματος, να και μια απροσδόκητη επιτυχία του ανάξια φτασμένου, μια επιτυχία που κανείς δεν την περίμενε από άνθρωπο του δικού του επιπέδου. Η επιτυχία αυτή έρχεται σε κραυγαλέα αντίφαση με την πασίγνωστη ανικανότητα του αξιωματούχου. Και ο ίδιος δεν την περίμενε, του την έστειλε η τύχη.
Τί θα κάνει τώρα; θα διεκδικήσει την επιτυχία σαν δική του; θα καμαρώνει, ότι είναι δικό του έργο, αυτό που είναι φανερό πως έγινε από τύχη;
Διάβασα κάποτε για ένα περιστατικό που έγινε στο Παρίσι, σε μια μεγάλη Διεθνή Έκθεση, πριν από τον δεύτερο Πόλεμο. Είχε επισκεφθεί την Έκθεση, φτασμένη από το Λονδίνο, η Βασίλισσα της Αγγλίας. Την ξεναγούσε ο γηραιός Γάλλος στρατηγός Λυωταί, ο μεγάλος οργανωτής των γαλλικών αποικιών, ένας άξιος και μυαλωμένος άνθρωπος, που ήταν οργανωτής και εκείνης της Εκθέσεως.
Η υψηλή ξένη περιδιάβαζε μαζί του τα διάφορα περίπτερα και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον. Όμως ήταν καλοκαίρι, έκανε ζέστη, ο ήλιος έκαιγε και ίσκιος δεν υπήρχε.
Κάποτε είπε η βασίλισσα στο στρατηγό, μισοαστεία, μισοσοβαρά:
-Ωραία όλα, στρατηγέ. Αλλά για το Θεό, αυτός ο ήλιος δεν υποφέρεται. Έπρεπε να υπάρχει και λίγος ίσκιος. Φτιάξτε λίγον ίσκιο.
Ο στρατηγός στενοχωρήθηκε και προσπαθούμε να σκεφτεί ένα τρόπο να ευχαριστήσει την Μεγαλειοτάτη. Κοίταζε εδώ, κοίταζε εκεί, αλλά αργούσε να βρει λύση.
Όπου, σε μια στιγμή, να ένα σύννεφο αρκετά μεγάλο στον ουρανό, έρχεται και σκεπάζει τον ήλιο, και ρίχνει μια ευεργετική σκιά σε όλο το χώρο.
Η βασίλισσα, κατευχαριστημένη, γυρίζει και λέει στο στρατηγό, χαμογελώντας έξυπνα και ευγενικά:
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, στρατηγέ. Είστε θαυμάσιος! Ο καημένος ο στρατηγός σάστισε, κάτω από το έξυπνο χαμόγελο της βασίλισσας. Σεμνός άνθρωπος, λίγο ασυνήθιστος σε τέτοιες λεπτές στιγμές, δε βρήκε τί να πει και σιώπησε.
Αλλ’ ο ανάξια φτασμένος, τις πιο πολλές φορές δε θα σιωπήσει. Ζαλισμένος από την τυχαία επιτυχία, θα προσπαθήσει να την παραστήσει ως έργο δικό του. Στο κάτω -κάτω, γιατί δε μπορεί να είναι έργο δικό του; Με λίγη επιτηδειότητα, μπορεί να το παραστήσει έτσι το πράγμα, ώστε να πιστέψουν μερικοί ότι δεν ήταν η επιτυχία τυχαία, αλλά αποτέλεσμα δικής του ενεργείας. Και ίσως-ίσως, στο τέλος θα το πιστέψει και ο ίδιος.
Σε κάποια προεκλογική εκστρατεία, στη Γαλλία, ένας υποψήφιος βουλευτής έλεγε στους εκλογείς του, σοβαρά και αστεία μαζί:
-Μα όλο σοφούς θα ψηφίζετε; Ψηφίστε και κάποιον για να σας κάνει τις δουλειές σας!
Και εννοούσε τον εαυτό του.
Και προς γενική κατάπληξη, ο εξυπηρετικός αυτός υποψήφιος εξελέγη πρώτος!
Όταν όμως συνήλθε και ο ίδιος από την έκπληξη, είπε, πολύ σοβαρά αυτή τη φορά:
-Ας πάψουν τα σχόλια! Με ψήφισαν απλούστατα, γιατί είμαι ο καλύτερος!
Όταν, στη δική μας τη χώρα, μεγάλοι εθνικοί ηγέτες καταψηφίσθηκαν, ενώ βγήκαν στην ίδια περιφέρεια άλλοι υποδεέστεροι, και άσημοι, οι τελευταίοι αυτοί για κάμποσο καιρό, δε μιλούσαν. Αν όμως με τον καιρό ξεθάρρευαν και μιλούσαν, θα έλεγαν κάτι ανάλογο με το Γάλλο βουλευτή:
-Επί τέλους, τί το παράδοξο! Μας προτίμησαν γιατί είμαστε καλύτεροι απ’ αυτόν το Μεγάλο! Δεν κάναμε εσφαλμένη διεθνή πολιτική, δεν φέραμε οικονομικές χρεοκοπίες, δεν είχαμε τόσες αποτυχίες όσες εκείνος.
Θα ήταν παράδοξο χιούμορ. Φυσικά, ο ασφαλέστερος τρόπος να μην έχεις αποτυχίες, είναι να μην επιχειρείς τίποτα!
Και οι τρίτοι, οι θεατές ; Αυτοί χαμογελούν, με τους ανάξια φτασμένους, αλλά τις πιο πολλές φορές δε μιλούν, έκτος από τους λίγους γενναίους.
Γιατί χαμογελούν, γιατί δε μιλούν;
Καμιά φορά, θα πουν: «Τί θέλετε να πω, τί να γράψω; Αισθάνομαι αηδία, μου φτάνει να τους περιφρονώ».
Είπε όμως ένας Γάλλος πολιτικός: – Le mepris n’est pas un systeme politique. Η περιφρόνηση και μόνη δεν αποτελεί πολιτικό συστημα ούτε και πολιτική στάση.
Γιαυτό, και οι ανάξια φτασμένοι εύχονται να τους δείχνουν αυτή την περιφρόνηση. Είναι η αντίδραση η πιο ανώδυνη γι’ αυτούς. Είναι η πιο βολική γι’ αυτούς αντιπολίτευση.
(Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, «Το πινάκιον της φακής και ο νόμος των λύκων»)