Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας, όπως τον γνώρισα (3)
27 Φεβρουαρίου 2010
Η πρώτη γνωριμία μου με τον Γέροντα
Ήτανε θέρος του 1981. Μόλις είχα μπει στον Άρειο Πάγο. Και κάθε υπηρεσιακή μεταβολή-προαγωγή του Δικαστικού Λειτουργού έχει δυσκολίες, μέχρι να γνωρίσει τις συνθήκες εργασίας της νέας του θέσεως και προσαρμοσθεί.
Τότε, μια ευσεβής και ευγενική χριστιανή πού έμενε στην Χαλκίδα -όπου είχα υπηρετήσει ως Πρόεδρος Πρωτοδικών την διετία 1971-1973- και ήτο γνωστή του πατρός Ιακώβου, η κ. Δήμητρα Κ., μου ετηλεφώνησε και μου είπε: «Κύριε Πρόεδρε, ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ π. Ιάκωβος Τσαλίκης επιθυμεί να σας γνωρίσει και ζητήσει την συμβουλή σας επί ενός σοβαρού νομικού ζητήματος της Μονής πού τον απασχολεί».
Απήντησα στην κ. Δήμητρα Κ., ότι κι εγώ επιθυμούσα πολύ να γνωρίσω τον πατέρα Ιάκωβο και νά ζητήσω την ευλογία Του, αλλά λυπάμαι, γιατί, λόγω πολλών υπηρεσιακών υποχρεώσεων και επιβαρύνσεων, αυτή την εποχή δεν έχω χρόνο ούτε για ένα απλό προσκύνημα στη Μονή.
Είναι γεγονός, ότι εκείνο τον καιρό, είχα βρει στην Υπηρεσιακή μου θυρίδα στον Άρειο Πάγο 72 δικογραφίες Εργατικού Δικαίου πού μου εξησφάλιζαν σοβαρή απασχόληση για αρκετούς μήνες, εκτός της «έγνοιας» πού δημιουργούσαν. Θα μπορούσαμε όμως να συζητήσομε την περίπτωση του προσκυνήματος στη Μονή μετά ένα έτος, δηλαδή το θέρος του 1982, οπότε θα έχω προσαρμοσθεί στα νέα μου καθήκοντα και θα έχουν χαλαρώσει τα υπηρεσιακά πράγματα.
Πέρασε, πράγματι, ένας χρόνος, χωρίς καμμιά από την πλευρά του π. Ιακώβου όχληση.
Αρχές Σεπτεμβρίου 1982, όμως, με πήρε τηλέφωνο η κ. Δήμητρα Κ. και μου υπενθύμισε την υπόσχεσή μου, προσθέτοντας ότι ο π. Ιάκωβος μας περιμένει πάντοτε.
Της απήντησα ότι είμεθα έτοιμοι, για το προσκύνημα, με την σύζυγό μου. Εκείνη θα ήτο με τον σύζυγο της τον κ. Τάσο, πού θα οδηγούσε και το Ι.Χ. αυτοκίνητό τους.
Έτσι, στις 8 Σεπτεμβρίου 1982, πολύ πρωΐ, ξεκινήσαμε τα δύο ανδρόγυνα για τον Όσιο Δαβίδ.
Θυμάμαι ότι ήταν 8 Σεπτεμβρίου, γιατί εκείνη την ημέρα γιόρταζε η Παναγία η Λιμνιά, έξω από την Λίμνη, επάνω στο δρόμο Στροφυλιάς-Λίμνης, κατεβαίνοντας δεξιά. Και έξω από το γραφικό εξωκκλήσι, σε μία θαυμάσια τοποθεσία, πού σήμερα έχουν χαλάσει και αλλοιώσει με δημόσια έργα, έβραζαν 3-4 μεγάλα καζάνια με κρέατα, για το νυχτερινό πανηγύρι.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας και μετά τρεις και πλέον ώρες, από την πρωϊνή εκκίνηση, φθάσαμε στον Όσιο Δαβίδ.
Η διαδρομή στην Βόρεια Εύβοια ήταν θαυμάσια, μέσα σε καταπράσινα δάση από πεύκα και πλατάνια.
Η Εύβοια φημίζεται διά τους πολλούς Αγίους της, τον πλούτο και τις σπάνιες φυσικές ομορφιές της. Μόνο ο δρόμος από τις Ροβιές μέχρι το Μοναστήρι, 12 περίπου χιλιόμετρα, ήταν τότε δασικός-χωματόδρομος και κουραστικός.
Κατά τις 10 περίπου η ώρα φθάσαμε στο Μοναστήρι. Ήταν στην παλαιά του μορφή. Οι τρεις πτέρυγες Δυτική, Νοτία και Ανατολική δοκιμασμένες από τα χρόνια και τα κελλιά παλαιά. Τώρα το Μοναστήρι και από πλευράς κτιριακής έχει πάρει άλλη όψη και άλλες διαστάσεις.
Ο Γέροντας μας περίμενε στην αυλή. Υψηλός, λεπτός, ευγενικός, επιβλητικός. Γεμάτος αγάπη, απλότητα, καλωσύνη και ταπείνωση.
Τα ράσα του όχι καινούργια, αλλά πολύ καθαρά και περιποιημένα. Η γενειάδα του λευκή και μακρυά. Δεν έφυγε ούτε στιγμή από κοντά μας.
Έλεγε από τότε συχνά το «Με συγχωρείτε», αλλά όχι ξεκάρφωτα και αταίριαστα.
Μας ξενάγησε στη Μονή, στο Καθολικό, προσκυνήσαμε την Τιμία Κάρα του Οσίου Δαβίδ, μας σταύρωσε, μας διάβασε μία ευχή και στην 1 μ.μ. καθήσαμε στην Τράπεζα.
Το φαγητό Μοναστηριακό, αλλά επιμελημένο και νόστιμο.
Με έβαλε να καθήσω στην αριστερή γωνία του στενόμακρου τραπεζίου, δίπλα του, θέση πού κράτησε σε όλη την γνωριμία μας, μέχρι της κοιμήσεώς του. Στην δεξιά πλευρά του, εκάθηντο οι Πατέρες της Μονής. Καίτοι ήταν άνθρωπος της ουσίας, δεν αγνοούσε τον τύπο.
Μετά το γεύμα, μείναμε οι δυο μας στο αρχονταρίκι και μου εξέθεσε το ζήτημα πού πάντοτε τον απασχολούσε και παρέμενε άλυτο. Αφορούσε δε επιδιωκόμενη υπό ιδιωτών πώληση ενός μεγάλου ελαιοκτήματος της Μονής στη θάλασσα, κάτι πού ο Γέροντας δεν ήθελε ούτε κάν να ακούσει. «Εγώ, κύριε Δημήτρη μου», έλεγε ζωηρά «τα δικά μου κτήματα τα διέθεσα-εχάρισα σε συγγενείς και φίλους, αλλά τα κτήματα της Μονής έχω ιερή υποχρέωση να τα διαφυλάξω, γιατί θα μου ζητήσει τον λόγο ο Όσιος Δαβίδ».
Είχε μία ηύξημένη ευαισθησία και υπευθυνότητα σ΄αυτά τα θέματα. Ιδίως της διαχειρίσεως περιουσιακών στοιχείων της Μονής.
Καθήσαμε στο Μοναστήρι τέσσερις περίπου ώρες. Και πλην μιας ώρας πού μείναμε στα κελλιά μας για να ξεκουραστούμε, ο Γέροντας δεν μας άφησε ποτέ μόνους. Μας συντρόφευε με την παρουσία και τις ενδιαφέρουσες πνευματικές διηγήσεις του. Απομακρύνθηκε μόλις ξεκίνησε το αυτοκίνητο μας, το όποιο ευλόγησε-εσταύρωσε, ξεκινώντας, τρεις φορές.
Οι εντυπώσεις από το Μοναστήρι και τον Γέροντα ήταν άριστες, ενθουσιαστικές, συγκινητικές. Ο Γέροντας με την ευγένεια, την απλότητα, την καλωσύνη και την αγάπη του μας είχε σκλαβώσει. Καθώς και με τις σύντομες και πολύ ενδιαφέρουσες πνευματικές εμπειρίες και διηγήσεις του.
Είχε ήδη δημιουργηθεί μεταξύ μας, τουλάχιστον από την ιδική μας πλευρά, ένας ισχυρός πνευματικός δεσμός σεβασμού, εκτίμησης και αγάπης πού σε τραβούσε προς το Μοναστήρι και τον Γέροντα. Αυτοί οι Γέροντες του 20ού αιώνα (Ιάκωβος, Πορφύριος, Παΐσιος και τόσοι άλλοι), είχαν κάτι το πνευματικό πού σε προσείλκυε, σε καθήλωνε και δεν σου έκανε καρδιά να τους αφήσεις, όταν τους συναντούσες και σου μιλο΄θσαν.
Και πράγματι, σε όσους συναδέλφους στον Άρειο Πάγο, συγγενείς και φίλους διηγήθηκα τις εντυπώσεις μου, όλοι διετύπωσαν-εξέφρασαν την επιθυμία να γνωρίσουν τον π. Ιάκωβο.
Σκεπτόμενος το ζήτημα του π. Ιακώβου ενήργησα ως εξής: Μετά από λίγες ήμερες έστειλα στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κυρό Σεραφείμ, τον οποίον εγνώριζα απλώς-τυπικώς, μία επισκεπτήριο κάρτα, στήν οποία του έγραφα: «Μακαριότατε Πάτερ… ασπαζόμενος, μετά του προσήκοντος σεβασμού, την δεξιάν Σας, επικαλούμαι το ενδιαφέρον και την πατρική Σας αγάπη υπέρ της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ-Γέροντα στην Λίμνη της Ευβοίας και του αξίου Ηγουμένου αυτής π. Ιακώβου Τσαλίκη, διά το ζήτημα πού τους απασχολεί. Διότι επιτελούν αξιόλογο πνευματικό έργο στην Εύβοια και την ευρύτερη περιοχή».
Την κάρτα αυτή, σε ειδικό φάκελλο, παρέδωσα στον φίλο και συνάδελφο μου κ. Νικόλαο Γιαννόπουλο, μετέπειτα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, με την παράκληση να την παραδώσει στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, με τον οποίον συνεδέετο πνευματικά και φιλικά από την Άρτα, στην οποίαν είχαν υπηρετήσει προ ετών, ο μέν ως Μητροπολίτης Άρτης, ο δε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών. Συναντώντο δε συχνά, τις Κυριακές, στο Μητροπολιτικό Ναό και μετά την Θεία Λειτουργία έπιναν καφέ στο Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, επί της οδού Αγίας Φιλοθέης 21.
Στην πρώτη μας συνάντηση με τον κ. Γιαννόπουλο τον ρώτησα για τον φάκελλο και μου απάντησε ότι τον παρέδωσε στον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο από τον οποίον απάντηση μέν δεν έλαβα, όμως το ζήτημα της Μονής τακτοποιήθηκε, γιατί ουδείς ζητούσε πλέον από τον Γέροντα Ιάκωβο να πωλήσει το κτήμα της Ιεράς Μονής. Έπειτα από καιρό, έλαβα από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο την κατωτέρω ευχετήριο επιστολή του, άσχετη με το ζήτημα-ελαιόκτημα της Μονής του Οσίου Δαβίδ.
Τις ανωτέρω ενέργειες μου προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κατέστησα γνωστές στον π. Ιάκωβο, ο οποίος εξεδήλωνε, παντοιοτρόπως, τις ευχαριστίες και την μεγάλη ευγνωμοσύνη του.
Πηγή: Δημητρίου Αλεξ. Τζούμα, Πρωτοπρεσβυτέρου – Αρεοπαγίτου ε.τ., Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας, όπως τον γνώρισα, σελ. 111-222, έκδοσις β΄, Αθήναι 2008