Το δίκαιο του ισχυρότερου δεν είναι άλλο παρά κήρυγμα μίσους!
23 Φεβρουαρίου 2010
«Πινάκιον φακής»
…Γράφει λοιπόν ο Ζακ Βεϋγκάν, σε μια μικρή υποσημείωση του βιβλίου του ο «Λεγεωνάριος», ότι ο Saint – Exupery, ο συγγραφεύς ο τόσο γνώριμος της ερήμου, του είχε πει κάποτε τα εξής:
«Οι οδοιπόροι της αφρικάνικης ερήμου, πολλές φορές χάνονται μέσα στις απέραντες εκτάσεις της και αργούν να βρουν το δρόμο τους. Ο χειρότερος κίνδυνος γι’ αυτούς είναι τότε η έλλειψη νερού. Κάνουν οικονομία, αλλά στο τέλος, σταγόνα -σταγόνα, η προμήθεια του νερού σώνεται. Αγωνίζονται να βρουν το δρόμο τους, να προσανατολισθούν, και η δίψα τους τυραννά και τους απειλεί με το χειρότερο θάνατο. Η γλώσσα ερεθίζεται, ο λαιμός ξεραίνεται, όλα μέσα τους φλογίζονται. Όσοι χαθούν, χάθηκαν. Όσοι όμως σωθούν, πρέπει να προσέξουν πολύ, να μη πιούν αμέσως νερό. Aν πιούν νερό αμέσως μετά από αυτή τη ταλαιπωρία, το νερό αυτό ερεθίζει τον πονεμένο λαιμό τους, μπορεί να φέρει ρήξη, ασφυξία, ή άλλη φοβερή ανωμαλία, κι είναι τότε δυνατό να πεθάνουν από έναν πολύ οδυνηρό θάνατο.
«Οι Ιθαγενείς το ξέρουν αυτό, και όταν ένας ταλαιπωρημένος και διψασμένος ταξιδιώτης φθάσει επιτέλους κάποτε σε ανθρώπους και ζητήσει νερό, ποτέ δεν του δίνουν. Του ετοιμάζουν ένα είδος χυλού από καλοβρασμένες φακές ή άλλα όσπρια και του το δίνουν να το καταπίνει λίγο – λίγο. Έτσι, οι ιστοί του πονεμένου και ερεθισμένου λαιμού του μαλακώνουν σιγά – σιγά. Ύστερα από κάμποσες ώρες, ίσως και μέρες, θ’ αρχίσουν να του δίνουν από λίγο νερό, καθώς και μαλακή τροφή, μέχρι να συνηθίσει».
Και προσθέτει τώρα ο συγγραφέας:
«Αυτή η πληροφορία κάνει πιο νοητή την αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Ησαύ πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του «αντί πινακίου φακής».
Με αυτή τη λακωνική παρατήρηση, γραμμένη με ψιλά γράμματα σε μια υποσημείωση, μας αφήνει ο Ζ. Βεϋγκάν ν’ αναπαραστήσουμε τη σκηνή αυτή ανάμεσα στον Ησαύ και στον Ιακώβ. Και θα δούμε, αληθινά, ότι πολλά πράγματα διαφωτίζονται από αυτή την πληροφορία του.
Η αφήγηση στη Βίβλο
Φαίνεται λοιπόν, ότι δεν ήταν η απλή πείνα, ούτε η λαιμαργία, που έκανε τον Ησαύ να παραχωρήσει ένα τόσο πολύτιμο προνόμιο, με μόνο αντάλλαγμα ένα πιάτο φτηνό φαγητό.
Σύμφωνα με την αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, την ώρα εκείνη ο Ησαύ γύριζε από κάποια πορεία, ήταν ταλαιπωρημένος και άρρωστος, κινδύνευε να πεθάνει. Νερό έβρισκε, αλλά ήξερε ότι, αν το έπινε, θα ήταν ο θάνατός του. Για να σωθεί, έπρεπε να φάει αυτόν τον πολύτιμο χυλό από φακή, να μαλακώσει έτσι ο φλογισμένος λαιμός του, να γίνει καλά, και ύστερα μόνο θα μπορούσε να πιεί, να ξεδιψάσει.
Ο αδελφός του το ήξερε αυτό. Ήξερε ότι από αυτό το πιάτο της φακής κρεμόταν η ζωή του αδελφού του. Πούλησε λοιπόν αυτό το πιάτο, με την οικονομική αξία που είχε εκείνη τη στιγμή. «Δος μου τα πρωτοτόκιά σου, είπε στον αδελφό του, να σου δώσω να φας απ’ αυτό το χυλό, να σωθείς».
Ο Ησαύ πάλι, ήξερε τι φοβερό αντάλλαγμα του ζητούσε ο αδελφός του. Δεν ήθελε να δώσει τα πρωτοτόκιά του. Αλλά, φαίνεται ότι η κατάστασή του ήταν απελπιστική. «Εγώ, είπε, τώρα βαδίζω προς το θάνατο (πορεύομαι προς το θανείν) . Τί με ωφελούν τα πρωτοτόκιά;». «Λοιπόν, του λέγει ο Ιακώβ, ορκίσου μου αυτή τη στιγμή, ότι με αναγνωρίζεις ως πρωτότοκο». Ορκίστηκε λοιπόν ο Ησαύ, και τότε ο Ιακώβ του έδωσε και έφαγε την πολύτιμη φακή.
Ας μη κάνουμε, για την ώρα, κανένα σχόλιο. Η ιστορία αυτή έχει μια πολύ εντυπωσιακή συνέχεια.
Φαίνεται ότι το περιστατικό αυτό δεν το είπαν στον πατέρα τους, τον ‘Ισαάκ, που ήταν γέρος και τυφλός. Ο πρωτότοκος λοιπόν, φαίνεται ότι δικαιούται να πάρει και την ευλογία του πατέρα. Η ευλογία ήταν παρακολούθημα των πρωτοτοκίων. Ο γέρο – Ισαάκ λοιπόν, έχοντας υπ’ όψη του ότι ο Ησαύ ήταν ο πρωτότοκος, είπε μια μέρα:
-Βρε παιδιά, γέρασα και δε βλέπω. Πόσο καιρό θα ζήσω ακόμη; Λοιπόν έλα δω, συ μεγάλε μου γιέ, Ησαύ, να σου μιλήσω. Πήγαινε να κυνηγήσεις και να μου φέρεις να φάω να ευχαριστηθώ, και να σ’ ευλογήσω πριν κλείσω τα μάτια μου.
Ήταν, προφανώς, επιθυμία να τακτοποιήσει και την περιουσία του, Όμως αυτά τα λόγια τ’ άκουσε η Ρεβέκκα, που αγαπούσε το στερνοπούλι της, τον Ιακώβ. Τον φωνάζει λοιπόν και καταστρώνουν μαζί μια απλοϊκή χωριάτικη συνωμοσία, εις βάρος του τυφλού πατέρα.
-Τρέξε, του λέει, να φέρεις δυο αρνάκια από τη στάνη, να τα μαγειρέψω, να τα φάει ο πατέρας σου πριν γυρίσει ο Ησαύ, και να πάρεις εσύ την ευλογία του.
Ο Ιακώβ δεν ήταν τόσο έμπειρος.
-Μα πώς να γίνει αυτό; λέει. Ο Ησαύ είναι μαλλιαρός, εγώ είμαι άτριχος. Αν με αγγίξει ο πατέρας και με καταλάβει, θα με καταραστεί.
Τρέμει την κατάρα ο Ιακώβ.
-Μη σε νοιάζει, επιμένει η μητέρα. Την παίρνω εγώ πάνω μου την κατάρα…
Μεγάλος λόγος αυτός! Οι Εβραίοι, όταν ο Πιλάτος τους είπε: «Μα θέλετε να θανατώσω τον Αθώο;» απάντησαν αυτό το φοβερό:
-Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών. Είναι τόσο τρομακτική αυτή η ανάληψη μιας τέτοιας ακαταμέτρητης ευθύνης, ώστε πολλοί ακόμη διστάζουν να πιστέψουν ότι ελέχθηκε έτσι ακριβώς ο φοβερός αυτός λόγος.
Κάθησε ωστόσο η μητέρα και του φόρεσε τα καλύτερα ρούχα του Ησαύ, του πέρασε τομάρια από πρόβατα στα χέρια και τον συμβούλεψε τι θα πει.
Και η εκτέλεση του σχεδίου προχωρεί. Ο καημένος ο γέρος, καθώς του φέρνει ο Ιακώβ το φαγητό, αφελέστατα απορεί:
-Πώς, τόσο γρήγορα βρήκες κυνήγι;
-Ναι, πατέρα, ο Θεός τόστειλε αμέσως μπροστά μου.
Μα ο γέρος τώρα μπερδεύεται, ακούει τη φωνή του Ιακώβ, αλλά ψηλαφεί χέρια τριχωτά σαν του Ησαύ. Τί να κάνει; Δεν έχει και πολλές δυνάμεις για περισσότερη έρευνα. Πείθεται, δίνει την ευλογία του στον Ιακώβ. Για την ώρα ο Ιακώβ, με τη συνενοχή της μητέρας, θριαμβεύει. Καμιά τύψη για όλ’ αυτά δε σημειώνεται στο κείμενο.
Σε λίγο όμως, να και ο Ησαύ, που γυρίζει από το κυνήγι, λεβέντης και γεροδεμένος. Κάθεται και ψήνει το κυνήγι στη φωτιά, και φωνάζει πρόσχαρα:
-Τώρα θα φας, πατέρα! Σούφερα το κυνήγι που ήθελες.
-Μα τί είναι αυτά που ακούω; απορεί ο τυφλός γέρος. Ποιός είσαι συ; Τώρα μόλις μούφεραν και έφαγα, και έδωσα κιόλας και την ευλογία μου.
Είναι απίστευτα φυσική και δραματική η αφήγηση αυτού του οικογενειακού δράματος. Ο Ησαύ γίνεται έξω φρενών: «ώστε δεύτερη φορά, με απάτησε ο αδελφός μου;» σκέπτεται. Φαρμάκι μπαίνει στην ψυχή του. Ωστόσο, κάνει υπομονή, ικετεύει τον πατέρα:
-Πατέρα μου, μόνο αυτή την ευλογία έχεις μέσα στην καρδιά σου; Η καρδιά σου είναι μεγάλη. Δώσε και σε μένα την ευλογία σου, μη με αδικείς.
Αλλά ο γέρος είναι πιστός στις παραδόσεις, ξέρει ότι ένας μόνος πρέπει νάναι ο οικογενειάρχης, αλλιώς δεν προκόβουν τα σπίτια. Τον ευλογεί όμως και τον Ησαύ, αλλά κάπως ανεπίσημα, θεωρητικά να πούμε:
-Νάχεις και συ τη δροσιά τ’ ουρανού και της γης τη γονιμότητα. Να ζεις όμως με το μαχαίρι σου (του κυνηγού) και να δουλεύεις στον αδελφό σου.
Οικογενειακοί νόμοι επιβάλλουν αυτή τη μονοκρατορική λύση. Η συνέχεια όμως είναι απίστευτη, καταπληκτική.
-Και αν μπορέσεις να υπερισχύσεις, λέει στον Ησαύ, θ’ αποτινάξεις το ζυγό του αδερφού σου, και θα γίνεις εσύ αφεντικό.
Γιατί ο πατέρας έδωσε αυτό το απίστευτο παράγγελμα αντιδικίας μεταξύ αδελφών; Μήπως ήθελε να επανορθώσει την αδικία που είχε γίνει με το να του πάρει με δόλο την ευλογία του ο Ιακώβ; Τότε, όμως, δεν μπορούσε να ανακαλέσει την ευλογία και να τη δώσει στον Ησαύ; Τί δικαιότερη λύση απ’ αύτη; Όμως, ο γέρος σέβεται πάντα την παράδοση. Ίσως, ανάκληση της ευλογίας ήταν κάτι αδιανόητο. Ό,τι έγινε, δεν ξεγίνεται.
Λοιπόν, ο γέρος Πατριάρχης εμπιστεύεται τη λύση στο μόνο δίκαιο που ήταν σεβαστό στη βιβλική εκείνη εποχή, όπου ο Θεός δεν είχε θέσει ακόμη νόμους στους ανθρώπους: δηλαδή στο δίκαιο του ισχυρότερου, που ήταν πρωτόγονος και γενικός νόμος, και που ήταν κι’ η μοναδική λύση στις διαφορές και στις διενέξεις των ανθρώπων.
Όμως, το δίκαιο του ισχυρότερου δεν είναι άλλο παρά κήρυγμα μίσους. Και στην περίπτωση εκείνη ήταν και κήρυγμα αδελφοκτονίας. Ο Ησαύ τόγραψε στο μυαλό του αυτό το παράγγελμα κι’ από τότε, άλλο δε σκεφτόταν, παρά πώς και πότε να σκοτώσει τον αδελφό του!
Η μητέρα όμως τόνιωσε αυτό, και τον φυγάδεψε τον Ιακώβ στα κτήματα του αδελφού της, για να τον γλυτώσει από τη κακή ώρα.
Έτσι το σπέρμα της αντιζηλίας, που στάλαξε ο βιβλικός γέρος στην ψυχή του Ησαύ, βλάστησε τώρα κι’ οδηγεί στη φοβερή αυτή διάλυση του σπιτιού…
( Μιχ. Στασινόπουλου, «Το πινάκιον φακής και ο νόμος των λύκων»