Απελευθέρωση της Ηπείρου
22 Φεβρουαρίου 2010
Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια
πολλά το λένε
μάτια πολλά το λένε όπου γελούν
και κλαίνε.
Το λέν’πουλιά των Γρεβενών κι
αηδόνια του Μετσόβου
που τασκιαζαν η παγωνιά κι
ανατριχίλα φόβου.
Το λέν’οι χτύποι κι οι βροντές το
λένε κι οι καμπάνες,
το λένε κι οι χαρούμενες κι οι
μαυροφόρες μάνες.
Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που
ζούσαν χρόνια βόγγου
το λένε κι οι Σουλιώτισσες κι οι
βράχοι του Ζαλόγγου.
Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος απέστειλε πρός τήν Κορυτσά τήν 3η, 4η καί 6η μεραρχία μέ σκοπό τόν αποκλεισμό της. Οι αποκλεισμένοι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο χωρίς επιτυχία καί υποχώρησαν πρός τά Ιωάννινα καί έτσι στίς 7 Δεκεμβρίου η 3η μεραρχία, έπειτα από τριήμερη μάχη, κατέλαβε τήν Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου. Ενώ Βούλγαροι καί Σέρβοι είχαν υπογράψει ανακωχή μέ τήν καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία στήν Τσατάλτζα, η Ελλάς αρνήθηκε νά υπογράψει εφόσον συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στήν Ηπειρο αλλά καί του στόλου στό Αιγαίο.
Ηδη στήν Ηπειρο στήν περιοχή της Αρτας, από τόν Οκτώβριο του 1912, υπήρχε η στρατιά της Ηπείρου η οποία βρίσκονταν κάτω από τίς διαταγές του Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη καί αριθμούσε 282 αξιωματικούς καί 7.915 οπλίτες μέ 24 πυροβόλα. Απέναντί τους είχαν 15.000 περίπου Τούρκους μέ διοικητή τόν Εσάτ πασά. Η μικρή αριθμητική δύναμη της στρατιάς της Ηπείρου τήν περιόρισε σέ δευτερεύοντα ρόλο καί μόλις τήν 11η Οκτωβρίου κατέλαβε τό χωριό Κουμτζάδες καί τήν 12η Οκτωβρίου κατέλαβε τή Φιλιππιάδα η οποία είχε εκκενωθεί από τόν τουρκικό στρατό κατόπιν διαταγής του Εσάτ πασά, ο οποίος αγνοούσε τήν πραγματική δύναμη του ελληνικού στρατού.
Στίς 20 Οκτωβρίου ξεκίνησε επιχείρηση πρός κατάληψη της Πρέβεζας, πρός τήν οποία είχε πλησιάσει καί η μοίρα Ιονίου του ελληνικού ναυτικού. Η τουρκική φρουρά της πόλεως είχε σχηματίσει γραμμή άμυνας πάνω στήν ακρόπολη της αρχαίας Νικοπόλεως με προχωρημένα τμήματα στό ύψωμα Φλάμπουρα. Τά ελληνικά τμήματα βλήθηκαν καί από εξοπλισμένη μέ πολυβόλα Μαξίμ τουρκική βενζινάκατο, η οποία όμως βυθίστηκε από εύστοχη βολή ελληνικού πυροβόλου. Τήν ίδια μέρα βομβαρδίστηκε τό φρούριο της Πρέβεζας από τήν ελληνική μοίρα Ιονίου η οποία βύθισε καί τά τουρκικά τορπιλλοβόλα “Αττάλια” καί “Τοκάτ”. Στίς 21 Οκτωβρίου 1912 παραδόθηκε η Πρέβεζα καί οι 1.000 περίπου Τούρκοι πού τήν υπερασπίζονταν. Η μάχη της Νικόπολης είχε στοιχίσει στό στρατό μας 10 νεκρούς καί 54 τραυματίες.
Στό μεταξύ ο Εσάτ πασάς εξαπέλυσε επίθεση μέ πέντε τάγματα εναντίον των ευζώνων μας πού βρίσκονταν στό χωριό Ανώγι. Κέντρο εξορμήσεως των Τούρκων ήταν τά Πέντε Πηγάδια, όπου βρίσκοταν ο ίδιος ο διοικητής των Ιωαννίνων καί κατηύθυνε τίς επιχειρήσεις. Η μάχη των Πέντε Πηγαδίων διήρκεσε επτά ημέρες (24 – 30 Οκτωβρίου), χωρίς νά επικρατήσει κανένας αντίπαλος. Οι Ελληνικές απώλειες ήταν 26 νεκροί καί 222 τραυματίες. Μέχρι τό τέλος του Νοεμβρίου είχε απελευθερωθεί τό Μέτσοβο (27 Οκτωβρίου) από απόσπασμα 330 ανδρών, η Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), η Καστοριά (11 Νοεμβρίου) καί τό Συρράκο (23 Νοεμβρίου). Ο Χιμαριώτης συνταγματάρχης της χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομίλιος, ο Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, αφού στρατολόγησε συμπατριώτες του, μαζί μέ Κρήτες εθελοντές απελευθέρωσε στίς 5 Νοεμβρίου τή Χιμάρα.
Οι Τούρκοι στήν Ηπειρο, αν καί αποκλεισμένοι, πολέμησαν γενναία, προξενώντας στό στρατό μας σημαντικές απώλειες. Εκεί σκοτώθηκε καί ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, 53 ετών. Ηταν στή μάχη του Δρίσκου όταν το σώμα των Γαριβαλδινών αποδεκατιζότουν από τα τουρκικά κανόνια, καί ο ένας έπειτα από τον άλλο έπεφταν νεκροί οι αξιωματικοί του. Ενα βόλι του διαπέρασε το πρόσωπο, χαλώντας του τα δύο μάγουλα και πολλά δόντια. Υποχρεώθηκε τότε να αποτραβηχτεί. Σ’ ένα εξωκλήσσι του Δρίσκου ήταν το προσωρινό νοσοκομείο. Και φτάνοντας εκεί ο λαβωμένος ανάγυρε το βλέμμα για να ιδεί ακόμα μια φορά τον κάμπο του πολέμου, και τότε ένα δεύτερο βόλι τον εύρηκε στο στόμα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: “επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου”.
Οι Τούρκοι είχαν καί ένα σημαντικό πλεονέκτημα στήν Ηπειρο, πού δέν ήταν άλλο παρά οι τρομερές οχυρώσεις στό ύψωμα Μπιζάνι, 15 χιλιόμετρα έξω από τά Ιωάννινα. Ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε μπροστά στό Μπιζάνι, δεχόμενος καταιγισμό πυρών του τουρκικού πυροβολικού καί τό μόνο πού του έμενε ήταν νά αναμένει περαιτέρω ενισχύσεις. Στίς 6 Ιανουαρίου 1913, ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος μαζί μέ τό Γενικό Στρατηγείο αναχώρησε ατμοπλοϊκώς από τή Θεσσαλονίκη, γιά νά αναλάβει τή διεύθυνση των επιχειρήσεων στήν Ηπειρο, όπου έφθασε στίς 10 Ιανουαρίου καί εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ηπειρο.
Ηδη είχαν φθάσει στό μέτωπο της Ηπείρου, η 4η μεραρχία μέ δύναμη 10.000 άνδρες καί η 6η μεραρχία μέ δύναμη 7.000 άνδρες. Η στασιμότητα των επιχειρήσεων είχε ανησυχήσει σοβαρά τόν Βενιζέλο, αφού οι Τούρκοι πληρεξούσιοι στή Συνδιάσκεψη του Λονδίνου κέρδιζαν στό διπλωματικό παιχνίδι, μέ τό επιχείρημα της αποτυχίας των ελληνικών επιχειρήσεων στήν Ηπειρο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Το τελικό σχέδιο για την επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Μπιζάνι προέβλεπε συσπείρωση όλων των δυνάμεων και ελιγμό αιφνιδιασμού. H συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν σε 41.500 άνδρες, 48 πολυβόλα και 93 πυροβόλα. Οι οχυρωμένοι Τούρκοι αριθμούσαν 30.000 άνδρες και 112 πυροβόλα. Τό σχέδιο του Κωνσταντίνου ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο, καθώς αποσκοπούσε στήν ευρεία υπερκέραση από δυτικά της της οχυρωμένης τοποθεσίας καί στήν κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα θά γινόνταν επιθέσεις στό κεντρικό καί ανατολικό τομέα, γιά τήν παραπλάνηση του εχθρού καί τήν καθήλωση των δυνάμεων πού υπήρχαν εκεί.
Στίς 19 Φεβρουαρίου τέθηκε σέ εφαρμογή τό σχέδιο παραπλάνησης μέ βολές πυροβολικού καί επιθέσεις μονάδων πεζικού, από τό Α’ τμήμα της ελληνικής Στρατιάς, στόν τομέα Μπιζάνι – Κουτσελιά – Καστρίτσα. Τό Β’ τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε μέ πλήρη μυστικότητα απέναντι από τόν τομέα Μανωλιάσα – Αγιος Νικόλαος – Τσούκα. Μέ τό πρώτο φώς της επομένης, τό Β’ τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση μέ μεγάλη σφοδρότητα καί τό 1ο Σύνταγμα Ευζώνων κατόρθωσε νά φθάσει στίς παρυφές των Ιωαννίνων, στόν Αγιο Ιωάννη, φροντίζοντας νά καταστρέψει τήν επικοινωνία της πόλης μέ τά οχυρά του Μπιζανίου. Οι φήμες της προέλασης του ελληνικού στρατού είχαν σκορπίσει τόν πανικό στόν τουρκικό πληθυσμό της πρωτεύουσας της Ηπείρου.
Στίς 11 τό βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου του 1913, έφθασε στίς προφυλακές του 9ου τάγματος ευζώνων της 2ης μεραρχίας ένα αμάξι. Σέ αυτό επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ραούφ καί ο ανθυπολοχαγός Ταλαάτ καί έφερναν μαζί τους επιστολή πού υπογράφοταν από τούς προξένους στά Γιάννενα της Ρωσίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας καί της Γαλλίας καί περιείχε πρόταση του Εσάτ πασά πρός τόν Κωνσταντίνο γιά άμεση καί χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων καί του Μπιζανίου. Τά ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913 καί ώρα 2, οι απεσταλμένοι συνοδευόμενοι από τό διοικητή του 9ου τάγματος Ιωάννη Βελισσαρίου, έφθασαν στο Χάνι Εμίν Αγά όπου βρισκόταν το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε ασυζητητί γιά τήν παράδοση καί στίς 5:30 τό πρωΐ, δόθηκε διαταγή κατάπαυσης του πυρός πρός όλες τίς μονάδες.
Στίς 23 Φεβρουαρίου οι μονάδες του Β΄τμήματος πού είχαν εκτελέσει τήν κύρια επίθεση παρήλασαν στούς δρόμους των Ιωαννίνων κάτω από τίς επεφημίες καί τά δάκρυα των Ρωμιών κατοίκων της πόλης. Ηταν τό 1430, όταν εκείνη τή φορά έμπαινε κατακτητής της πόλης ένας Τούρκος, ο Σινάν πασάς. Καί θά έμενε ο Τούρκος κατακτητής γιά 500 χρόνια περίπου, μολύνοντας μέ τήν παρουσία του τά χώματα της Αρχαίας Δωδώνης, τά νερά του Αχέροντα καί τίς βυζαντινές εκκλησιές της Ηπείρου. Αλλά “Πάλι μέ χρόνια καί καιρούς, πάλι δικά μας θάναι”, πού λέει καί ο λαός μας. Τήν 1η Μαρτίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος μέ τηλεγράφημά του πρός τόν στρατηγό της νίκης Κωνσταντίνο, όριζε τή γραμμή πέρα από τήν οποία δέ θά έπρεπε νά προελάσει ο ελληνικός στρατός πρός τά βόρεια. Η γραμμή αυτή περνούσε από τό Τεπελένι, τό Δαγλή – Ντάγκ καί τό Παναρέτι καί κατέληγε στή Μοσχόπολη.