Γέρων Ιωσήφ Μαρτύριον…(πραγματική ιστορία)
19 Φεβρουαρίου 2010
Tροπαιοφόρε Γεώργιε
ήρθες και είναι καθήκον
να ψάλλω το μαρτύριον
δίχως μέτρον και τύπον.
Καππαδοκίας αγλάισμα
των Στρατιών καμάρι
ο Ύψιστος σε προίκισε
Γεώργιε με Χάρη.
Βλέπω τη ρώμη, χαίρουμε
μα στα μαρτύρια κλαίω,
την ιστορία που άκουσα
ευθύς με στίχους λέω..
Ακούω το σήμαντρο χτυπά
στο μοναστήρι τρέχουν
Ανάστασης τροπάρια,
ψέλνουν , αφού σου πρέπουν .
Το “Δόξα Σοι”τερμάτισαν
στην τράπεζα πηγαίνουν
το νουν εις στα ουράνια
οι Μοναχοί τον στέλνουν.
Αρχίζει ο συναξαριστής
να ιστορεί τη θλίψη
δάκρυ βροχή ο Ιωσήφ
για τη δική Του πίστη..
Ευθύς ρωτώ το Γέροντα
που τρέχουν οι οφθαλμοί του,
που τον πηγαίνει ο Άγιος
και κλαίει η ψυχή του..
Σαν τον αφήνει ο λυγμός
να αρθρώσει λέξη μία
μου λέει με αναφιλητά
τα πάθη εν συντομία
και μου ορμηνεύει όσο
ζει , λέξη μη βγει καμία.
“Ωρών τα πάθη ο δύστυχος
οι οφθαλμοί μου τρέχουν,
μύριες οι λόγχες στο κορμί
μα τα πλευρά Του αντέχουν.
Στη φυλακή μαστίγια
το σώμα χαρακώνουν,
μα οληνυκτίς , Αρχάγγελοι
το δέρμα Του επουλώνουν.
Πέτρα μεγάλη βάζουνε
να σφίξει το κορμί Του
τον Κύριο μας και Θεό
να διώξει απ, τη ψυχή Του.
Μα ο Άγιος ομορφότερος
και με περίσσια ανδρεία
δεικνύει στο Διοκλιτιανό,
αληθινή θρησκεία..
Η άσβεστος σαν τη φωτιά
στο λάκκο μέσα βράζει
το δέρμα καίει μα δε πονά
ο Διοκλιτιανός, ας κράζει.
Ούτε ο τροχός που γύριζε
με λύσσα στα μαχαίρια
τον Γεώργιο δεν άγγιξε
είχε ψηλά τα χέρια..
Τα πυρωμένα σίδερα
που φόρεσαν τα πόδια
φτερά στα πέλματα έδωσαν
ψηλά πετούν, στα αστέρια.
Πώς να πονέσει ο Μάρτυρας
αφού μπροστά του ο Κύριος,
τον πόνο κράτησε ευθύς
να αντέχει το μαρτύριο.
Στα χέρια δηλητήρια
ο Αθανάσιος φέρνει
μα δεν αγγίξουν το”Χριστό”
και αυτόν , κοντά το παίρνει.
Ο στέφανος όμως , μπλέχθηκε
με δάφνες Θείας όψης
και η λαιμητόμος, κλίμακα
της αιωνίου δόξης.
Η κεφαλή σαν κύλισε
κάτω απ, τη λεπίδα,
σ, όλους έδωσε σε εμάς
ο Γεώργιος ελπίδα..
Πώς να μη κλάψω, τέκνα μου
μ, όλα αυτά που βλέπω,
Τροπαιοφόρε στήριζε
τον ευτελή , να αντέχω…”
ΜΝΑΣΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ