Το σύνδρομο του ταξιτζή (μέρος 1ο)
9 Φεβρουαρίου 2010
VatopaidiFriend: Θα πρέπει να ενημερώσουμε τους φίλους αναγνώστες ότι ο κ. Μιχαηλίδης αλλά και πολύ περισσότερο το ιστολόγιο μας δεν έχουν κάτι με τον επαγγελματικό χώρο των ταξιτζήδων απλώς χρησιμοποιήθηκε ο χαρακτηρισμός λόγω της συμπεριφοράς κάποιου ταξιτζή προς τον μακάριο Γέροντα Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη. Μάλιστα μιλώντας με κάποιους πατέρες στο Άγιο Όρος και στη Μονή Βατοπαιδίου μας είπαν πόσο προσεύχονται να δίνει ο Κύριος κουράγιο στους ανθρώπους αυτούς γιατί εργάζονται σε ένα πάρα πολύ δύσκολο επάγγελμα.
Την υποκρισία της σημερινής κοινωνίας την καταγράφει με φωτογραφική πιστότητα ένα γεγονός από την ζωή σύγχρονου γέροντα, του Πορφύριου, πού απεβίωσε το 1991.
Ο γέροντας και τρία πνευματικά του παιδιά ξεκίνησαν πεζοί να πάνε σε μοναστήρι. Στο δρόμο οι συνοδοί του -λαϊκοί και οι τρεις- σκέφτηκαν να βρουν ένα μεταφορικό μέσον. Εκείνη την ώρα φάνηκε από μακριά ένα ταξί. Είπαν στον γέροντα να το σταματήσουν και να τους πάει στο μοναστήρι. «Όχι», τους είπε ο γέροντας. «Θα σταματήσει αυτός μόνος του και θα μας πάρει. Αλλά όταν μπούμε στο ταξί, να μή μιλήσει κανένας σας στον οδηγό· μόνο εγώ θα του μιλήσω».
Έτσι ακριβώς έγινε. Ο ταξιτζής σταμάτησε τους πήρε και στο δρόμο άρχισε να κατηγορεί τους παπάδες. Και κάθε φορά πού έλεγε κάτι, απευθυνόταν στους τρεις νεαρούς λαϊκούς πού κάθονταν πίσω και τους ρωτούσε: «Έτσι δεν είναι βρέ παιδιά; Τί λέτε σεις;». Και αφού είδε ότι δεν απαντούσαν οι νεαροί, στράφηκε στον γέροντα και του είπε: «Έτσι δεν είναι παπούλη; Τί λες εσύ; Δεν είναι αλήθεια αυτά πού τα γράφουν και οι εφημερίδες;».
«Θα σου ειπώ κι΄ εγώ μια μικρή ιστορία. Θα σου την ειπώ μια φορά, δεν θα χρειασθεί δεύτερη», του είπε ο γέροντας και άρχισε. «Ήταν ένας από το τάδε μέρος (ο γέροντας το ονόμασε) πού είχε ένα ηλικιωμένο γείτονα, ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μια νύχτα τον σκότωσε και τον έθαψε. Στη συνέχεια με πλαστά χαρτιά το πήρε το κτήμα, το πούλησε, και ξέρεις τί αγόρασε με τα χρήματα πού πήρε; Αγόρασε ένα ταξί». «Γέροντα αυτό δεν το ξέρει κανένας, μή το λές», είπε ο ταξιτζής. Συγκλονισμένος το σταμάτησε το ταξί στην άκρη τοϋ δρόμου και είπε: «Μή λες τίποτα παπούλη, μόνο εγώ το ξέρω αυτό κι΄ εσύ». (Κλ. Ιωαννίδη «Ο γέρων Πορφύριος» σελ. 142)
Αυτός λοιπόν ο ταξιτζής, αυτός ηταν πού το είχε κάνει αυτό το έγκλημα. Αλλά αυτός και πάλι με δημοσιογραφικό ύφος κατηγορούσε όλους τους άλλους.
Το γεγονός αυτό το ονομάζω: Σύνδρομο του ταξιτζή, για να είναι εύχρηστο στην συνέχεια.
Τέτοιοι, δηλαδή πάσχοντες από το σύνδρομο του ταξιτζή, είναι όλοι όσοι κρίνουν και κατακρίνουν με Χιτλερο-Σταλινικό ύφος σήμερα. Οι έντιμοι άνθρωποι λυπούνται όταν βλέπουν τα παράλογα, και αναζητούν λύση. Οι κακούργοι όμως με δημοσιογραφική αυθάδεια βρίσκουν την ευκαιρία να κατακρίνουν αλλά για να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους στον εαυτό τους.
Τη χρονιά του δύο χιλιάδες οκτώ παρακολουθήσαμε ένα γεγονός πολύ περίεργο: Την εκστρατεία λάσπης κατά της Μονής Βατοπαιδίου. Είναι ένα γεγονός πού θέτει σε αμφιβολία:
1. Την σοβαρότητα του δημοσία λόγου.
2. Την αξιοπιστεία του κράτους.
3. Την νομιμότητα των ενεργειών της «δημοκρατικής» εξουσίας.
Το μοναστήρι είχε την κυριότητα της λίμνης Βιστωνίδας, των παραλημνίων περιοχών και των νησίδων της. Και είναι γεγονός πού το αναγνώριζαν και οι Τούρκοι, στον καιρό της Τουρκοκρατίας. Υπουργοί της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, πρότειναν στο μοναστήρι να την πάρουν, και σε αντάλλαγμα να δώσουν στο μοναστήρι ακίνητα του ολυμπιακού χωριού. Μεσολάβησε όμως η άνοδος στην εξουσία της ΝΔ και η ανταλλαγή ολοκληρώθηκε με υπουργούς της ΝΔ. Η ανταλλαγή έγινε λοιπόν με την θέληση και την απόφαση υπουργών των δύο μεγάλων κομμάτων πού εναλλάσσονται στην εξουσία.
Το ακίνητο πού πήρε το μοναστήρι, για να το αξιοποιήσει το εκποίησε με δημοπρασία. Η πρώτη δημοπρασία κρίθηκε ασύμφορη. Στην δεύτερη εκποιήθηκε με καλή τιμή, και το μοναστήρι βρέθηκε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στα χέρια του.
Το γεγονός αυτό κατηγορήθηκε από όλους, και με ιδιαίτερη μανία. Όλοι το μόνο πού συζητούσαν και κατηγορούσαν ήταν αυτό το γεγονός. «Πιστοί» και άπιστοι, κατηγόρησαν τον ηγούμενο της Μονής, γι΄ αυτό το γεγονός.
Γιατί όμως; Για ποιό λόγο και με ποιό κριτήριο τον κατηγόρησαν; Τα χρήματα αυτά δεν τα έκλεψε, δεν τα άρπαξε ο καλόγερος. Απλώς αξιοποίησε το ακίνητο πού νόμιμα το κατείχε.
Όλοι κατηγόρησαν τον καλόγερο, αλλά κανένας, μα κανένας δεν μας είπε για ποιό παράνομο ή απλά παράλογο γεγονός τον κατηγορεί. Κανένας δεν διατύπωσε ακόμα και κάποια έστω και αστήρηκτη κατηγορία. Αυτό σημαίνει ότι όλοι αυτοί, που κατηγόρησαν τον καλόγερο, πάσχουν από το σύνδρομο του ταξιτζή.
Τα χρήματα αυτά το μοναστήρι δεν θα τα ξοδέψει στις ταβέρνες, ή στα θέατρα, ή για διακοπές σε τουριστικά θέρετρα. Τα χρήματα αυτά δεν θα τα θάψει, δεν θα τα κάψει, δεν θα τα σπαταλίσει. Σε κανένα άλλο χέρι δεν θα είναι τόσο χρήσιμα στην κοινωνία, όσο στα χέρια του καλόγερου.
Αυτή όμως, αυτή ακριβώς είναι και η αιτία πού κατηγόρησαν τον καλόγερο: Ο φθόνος. Ο φθόνος πού προκαλεί στον υπόκοσμο η έλλογη προσφορά των μοναστηριών στην κοινωνία. Ο άδολος λαός εκτιμά πολύ την προσφορά των μοναστηριών και γενικά της ορθοδοξίας. Αυτό όμως γίνεται αίτία να φουντώνει ο φθόνος του υπόκοσμου. Και θέλουν να μηδενίσουν τις δυνατότητες τους. Ο «διαφωτισμός» τους διασκότισε τόσο πολύ, αναμφίβολα πλέον, και γι΄ αυτό την μισούν την ορθοδοξία. Την μισούν επειδή ο φωτεινός λόγος της τους μηδενίζει, έτσι όπως και ή παρουσία του φωτός μηδενίζει το σκοτάδι.
Η πραγματικότητα όμως, αυτή πού τόσο ύπουλα της φέρονται οι λόγω «διαφωτισμού» διασκοτισμένοι, τους οδηγεί στην αυτοτιμωρία τους. Ήδη βασανίζονται από τα δεινά του κτηνισμού, πού δίδαξαν και επέβαλλαν οι «διαφωτιστές» και τα δέχτηκε η κοινωνία χωρίς να τα ελέγξει. Η σημερινή κοινωνία δεν έχει καμμιά διαφορά από την ζούγκλα.
Αξιολύπητα ανθρωπάκια, οι «διαφωτισμένοι»· αντί να διδάσκονται ανθρωπιά, προσπαθούν να το μηδενίσουν το κριτήριο της ανθρωπιάς. Γι΄ αυτό φθονούν και μισούν την ορθοδοξία. Τί θα κάνουν όμως όταν αυτή σύμφωνα με τις προφητείες -και ίσως στις μέρες μας- θα δοξάζεται σε παγκόσμιο πλέον πεδίο;
Την ίδια χρονιά η Μονή Βατοπαιδίου έφτιαξε ένα κτήριο στο νεοσύστατο Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης, στην Καστοριά. Στα ογδόντα ένα χρόνια της ηλικίας μου, την σκεπή αυτού του κτιρίου την έφτιαξα με προσωπική μου εργασία. Ήξερα ότι το έργο το χρηματοδότησε η Μονή Βατοπαιδίου, και ότι έχει και πολλά χρήματα. Αλλά την δουλειά την έκανα δωρεάν. Η μία μηνιαία αγροτική σύνταξη πού παίρνω, (340€) μου φτάνει τρεις-τέσσερις μήνες και μου περισσεύει, και δεν χρειάζομαι δουλειά. Τα χρήματα πού μπορούσα να πάρω από αυτή τη δουλειά, εμένα δεν μου ήσαν λοιπόν απαραίτητα, και δεν τα πήρα. Και δεν τα πήρα, επειδή ήμουν βεβαίως ότι στα χέρια τα δικά τους θα είναι πιο χρήσιμα στην κοινωνία.
Συνεχίζεται…