Ο άγιος Φώτιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – 6 Φεβρουαρίου
6 Φεβρουαρίου 2010
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα του 9ου αιώνος. Καταγόταν από επιφανή, αλλά και ευσεβή οικογένεια της Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με τον ιερό Συναξαριστή, ο πατέρας του διακρινόταν για την ορθή πίστη του, η δε μητέρα του υπήρξε υπερβολικά φιλόθεος και φιλάρετος. Ο ίδιος ο άγιος, στην 145η επιστολή του, πλέκει το εγκώμιο στους γονείς του και λέγει ότι απέθαναν και οι δυο τους ως ομολογητές. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, ρητορική, ιατρική και προσέφερε πάρα πολλά στην Εκκλησία και την παιδεία. Αναδείχθηκε σπουδαίος διδάσκαλος, αλλά και έξοχος γιατρός, ο οποίος μπορούσε και κατασκεύαζε φάρμακα πολύ ευεργετικά. “Δεν ήταν μόνο έξοχος διδάσκαλος, αλλά και σπουδαίος ακροατής και θεωρούσε άξιον ευγνωμοσύνης εκείνον που προέβαλλε γνώμη καλύτερη από την δική του. Παράλληλα πρόσφερε και τις ιατρικές γνώσεις του στους διαφόρους ασθενείς, παρασκευάζοντας ο ίδιος και φάρμακα πολύ αποτελεσματικά. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοί του τον παρενέβαλαν με τον Γαληνό και τον Ιπποκράτη”. (Ε.Π.Ε., τόμ. 1ος, σελ 11).
Τα εξωτερικά βιογραφικά στοιχεία ενός αγίου δεν παρουσιάζουν συνήθως και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αν δεν συνδέονται και με την όλη του προσωπικότητα και την εσωτερική του ζωή, που είναι επιμελώς κρυμμένη από τα μάτια του κόσμου. Από την γέννηση μέχρι την κοίμηση συνήθως δεν υπάρχει τίποτε το εξαιρετικά εντυπωσιακό, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που εντυπωσιάζονται από την επιφάνεια και δεν έχουν μάθει να αναζητούν το βάθος και την αιτία των γεγονότων. Βέβαια ο βιογραφούμενος είχε και πολλά εξωτερικά χαρίσματα, αλλά αυτό που τον ανέδειξε μέγα είναι κυρίως η μεγάλη του αγάπη και υπακοή προς τον Χριστό και την Εκκλησία Του, που υπήρξε γνώμονας όλων των πράξεων και ενεργειών του.
Σε μια περίοδο κρίσιμη για την βυζαντινή αυτοκρατορία ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο και λάμπρυνε. Την περίοδο αυτή φάνηκε η εξυπνάδα, η ευστροφία, αλλά και το ψυχικό του μεγαλείο. Η Εκκλησία ταλανιζόταν από έριδες και φανατισμούς. Οι οπαδοί του έκπτωτου Πατριάρχη Ιγνατίου, προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στον θρόνο διώχνοντας τον Φώτιο. Ο φράγκος πάπας της Ρώμης Νικόλαος δεν τον αναγνώρισε ως κανονικό Πατριάρχη, όχι γιατί ήθελε το Ιγνάτιο ή ότι τον ενδιέφεραν τα εσωτερικά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό που στην πραγματικότητα επεδίωκε ήταν να επαναφέρη το θέμα του “πρωτείου”, δηλαδή ότι ο πάπας έχει το πρωτείο, όχι τιμής, αλλά εξουσίας έναντι των άλλων Εκκλησιών, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου. Επίσης εποφθαλμιούσε την περιφέρεια του Ιλλυρικού. Ήθελε να υποτάξη τους Βουλγάρους και γι’ αυτό είχε αποστείλη εκεί φράγκους ιεραποστόλους. Η περιοχή αυτή όμως ανήκε στην δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως. Ο Φώτιος, όπως ήταν φυσικό αντέδρασε αστραπιαία. Οργάνωσε Ορθόδοξες ιεραποστολές προς τους Σλάβους με επικεφαλής τον μαθητή του Κύριλλο και τον αδελφό του Μεθόδιο. Οι φράγκοι αναγκάστηκαν να φύγουν και τότε ο Νικόλαος οργισμένος τον πολέμησε με λύσσα. Και όπως θα δούμε στην συνέχεια, οι φράγκοι τον πολέμησαν και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, και μάλλον θα έλεγα μέχρι σήμερα.
Ο Φώτιος όμως ήξερε να αντιμετωπίζη τα θέματα με ψυχραιμία, αλλά και με πρόγραμμα και στρατηγική. Γνώριζε πολύ καλά το τί ήθελε, αλλά επίσης γνώριζε και το πώς να το πραγματοποιήση. Ως αληθινός ηγέτης, προπορευόταν των γεγονότων. Δεν άφηνε να τον προλάβουν και να σέρνεται ουραγός πίσω από αυτά. Άλλωστε, αληθινός ηγέτης είναι εκείνος που έχει την δυνατότητα να βλέπη μακρυά και έτσι μπορεί και προλαβαίνη κάποια δυσάρεστα γεγονότα, τα οποία, πολλές φορές, έχουν σοβαρές επιπτώσεις και διαμορφώνουν την ιστορία. Ίσως σήμερα χωρίς τον Φώτιο τα σλαυικά κράτη να ήσαν υπό την επίδραση του Πάπα. Και γι’ αυτό και μόνο τον λόγο του χρωστούμε πολλά.
Ήρθη στο ύψος των κρισίμων τότε περιστάσεων και συνέβαλε τα μέγιστα στην ενότητα της Εκκλησίας. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από την διάσπαση της ενότητος των μελών της Εκκλησίας. Η δημιουργία φατριών από άφρονας και σαρκικούς ανθρώπους τραυματίζει την ενότητα, σχίζει τον άρραφο χιτώνα του Χριστού.
Το μεγάλο όμως αυτό πνευματικό ανάστημα, που εγκωμιάστηκε ακόμα και από εχθρούς και πολεμίους του, δεν έχει τιμηθή δεόντως και είναι στους πολλούς τελείως άγνωστος. Δεν υπάρχουν Ιεροί Ναοί, οι οποίοι να τιμούνται στο όνομά του. Ίσως ένας ή δύο σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Στο μηναίο της Εκκλησίας η Ακολουθία του καταχωρήθηκε προσφάτως και μάλιστα όχι στην ημέρα της μνήμης του, αλλά στο τέλος σαν παράρτημα. Αυτό βέβαια συμβαίνει και με άλλους μεγάλους θεολόγους και κήρυκας και ομολογητάς της Ορθοδόξου πίστεως, όπως οι άγιοι Γρηγόριος ο Παλαμάς και Μάρκος ο Ευγενικός, για τον ίδιο πάντα λόγο. Μη ξεχνάμε ότι επί Τουρκοκρατίας τα εκκλησιαστικά βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα τυπώνονταν στην Βενετία και οι παπικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για την μη καταχώρηση της Ακολουθίας τους στα μηναία και αυτό γιατί ποτέ δεν τους “χώνεψαν”, αφού τους χάλασαν τα σχέδια ο καθένας στην εποχή του και με τον δικό του τρόπο.
Κατά κοινή ομολογία, υπήρξε μεγάλος Ιεράρχης και οικουμενικός διδάσκαλος. Ήταν φορεύς της ελληνορθόδοξης παράδοσης και παιδείας, η οποία δεν έχει στόχο της την μετάδοση απλώς και μόνο κάποιων γνώσεων, αλλά ασχολείται προσωπικά με τον άνθρωπο, με τον όλο άνθρωπο, ως ψυχοσωματική ύπαρξη και αγωνίζεται να τον βοηθήση και να δώση λύση στα μεγάλα υπαρξιακά του προβλήματα και τις αναζητήσεις του. Ο φορεύς αυτής της παραδόσεως διαθέτει αρχοντιά και λεβεντιά πνευματική, αλλά και πολύ μεγάλη ευαισθησία. Και όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί γνωστός λογοτέχνης του αιώνα μας, “σκάπτει μέσα βαθειά στην ψυχή των ομοφύλων του και την ανυψώνει, έστω και διαβατικά, την ανθρωπιά τους”.