…Τελικά σε τι κόσμο ζούμε;
3 Φεβρουαρίου 2010
Η φρικτότητα του θανάτου.
Ο θάνατος είναι φοβερός ως κατάσταση. Κατανοητός στο αποτέλεσμά του αλλά ασύλληπτος στην ουσία, στην αιτία, στους τρόπους και στο μέγεθος των συνεπειών του. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όταν κάποιος πεθαίνει, λέμε ότι «τον χάσαμε». Στην καθημερινή διάλεκτο, όταν κάποιος δικός μας φύγει για πάντα από αυτόν του κόσμο μιλάμε για «απώλεια». Ο θάνατος βιώνεται ως αμετάκλητο «τέλος», «χωρισμός» οριστικός. Το χρώμα του είναι μαύρο. Η έκφρασή του έχει πόνο, δάκρυα, θλίψη, απορία. Η πορεία του είναι ή προς το τίποτα ή, στην καλύτερη περίπτωση, προς το άγνωστο. Μόνον οι θρησκείες μιλούν για συνέχεια. Μόνον ο Χριστιανισμός μιλάει για Ανάσταση. Μόνον η Εκκλησία μιλάει για μεταθανάτια δόξα, για μακαριότητα και ανάπαυση· το γιορτάζει, το διαλαλεί. Το ερώτημα είναι αν και πως ο καθένας μας το ζει.
Μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση υπάρχει κάτι το πολύ τραγικό. Αν ο θάνατος δεν οδηγεί στην όντως ζωή, τότε όσο περισσότερη είναι η αγάπη τόσο μεγαλύτερο είναι το τραύμα του χωρισμού. Δεν είναι το ίδιο να χωρίζουν δύο διαρκώς διαφωνούντες ή και αντίπαλοι ή αμοιβαίως μισούμενοι από τη μία μεριά και δύο πολύ αγαπημένοι από την άλλη. Η βεβαία παρουσία του θανάτου στη ζωή μας κάνει να φοβόμαστε την αγάπη μας, να δυσκολευόμαστε να δοθούμε.
Πεθαίνει ένας νέος και μας πνίγει αφ’ ενός μεν το ασύνηθες του γεγονότος, αφ’ έτερου δε η απώλεια των ωραίων οραμάτων μας για αυτόν, για το μέλλον του. Πεθαίνει ένας γέροντας και μας συντρίβει το σβήσιμο μιας ζωής γεμάτης αναμνήσεις, εμπειρίες, στιγμές κοινής πορείας, το παρελθόν του. Ο μακροχρόνιος θάνατος ταλαιπωρεί, ο ξαφνικός αιφνιδιάζει. Ο μεμονωμένος επικεντρώνει τον πόνο, ο ομαδικός συγκλονίζει την κοινωνία. Όποια και να είναι η μορφή του θανάτου, η γεύση του είναι ό,τι πιο πικρό υπάρχει.
Η αίσθηση του οριστικού χωρισμού από τον αγαπημένο μας, η πορεία του προς το άγνωστο, η απειλή του τέλους πραγματικά συντρίβουν αμφότερους. Η αντικατάσταση της εικόνας, της φωνής, της φυσικής επαφής, της ζωντανής επικοινωνίας, του διαλόγου με την ανάμνηση μόνο και τη φαντασία, αντί να παρηγορούν, βαθαίνουν το τραύμα του χωρισμού και δίνουν στην πληγή υπαρξιακό διαμέτρημα.
Ο ερχομός του είναι καθολικός και δεν έχει ούτε μία εξαίρεση. Είναι και αδυσώπητος. Δεν τον αναχαιτίζει ούτε η γνώση ούτε η τεχνολογία ούτε η κοσμική δύναμη ούτε η οικονομική παντοδυναμία ούτε και το θαύμα. Όλα αυτά ίσως λίγο τον μεταμορφώνουν και κάποιες φορές μπορούν λίγο να τον αναβάλλουν, αδυνατούν όμως να αντισταθούν στην παντοδυναμία του.
Πώς να ξεπεράσουμε τη μοναξιά του θανάτου;
Μέσα στην κατάσταση αυτήν, ο ασθενής νοιώθει αδιεξοδικά και απεγνωσμένα ψάχνει για λίγη βοήθεια. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να υπερβεί το δράμα του μοναχικού του τέλους;
Λογικά ένας τρόπος είναι να αντλήσει κανείς δυνάμεις από μέσα του, από του δυνατό εαυτό του. Άλλος τρόπος θα μπορούσε να είναι οι συνάνθρωποί μας, φίλοι, συγγενείς, γιατροί, νοσηλευτές· κάποιος να δώσει κουράγιο και δύναμη.
Ο άρρωστος όμως πώς να αντλήσει δυνάμεις από του εαυτό του, αφού καταρρέει; Μήπως από τη ζωή που του φεύγει; από το μέλλον του που είναι σκοτεινό; από τους δικούς του που τους αφήνει και χωρίζεται και τους βλέπει και αυτοί να λυγίζουν; από το επαναλαμβανόμενο ψέμα ότι θα γίνει καλά; Και οι συγγενείς και φίλοι πώς να τον ενισχύσουν; Λέγοντας ότι όλα θα πάνε καλά; μα αφού τα γεγονότα και η πραγματικότητα τους διαψεύδουν. Λέγοντας ότι τον αγαπούν; μα τόσο το χειρότερο, αφού η αγάπη τους θα διακοπεί. Λέγοντας τί να κάνουμε, αυτή είναι η μοίρα μας; μα αυτό είναι που θα τον διαλύσει. Κάνοντας αστεία, αλλάζοντας τη συζήτηση, προκαλώντας ψευτοπαρηγορητικούς περισπασμούς και προσποιούμενοι ψυχολογική άνεση; μα αυτό προσφέρει μόνο προσωρινή ανακούφιση.
Το ίδιο και οι γιατροί και οι νοσηλευτές. Τι να πουν; Ότι θα εφαρμόσουν νέες θεραπείες; μα έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους. Ότι όλα αυτά είναι παρενέργειες και όχι συμπτώματα της κατιούσας εξέλιξης της ασθένειας; δεν θα γίνουν πιστευτοί. Ότι έχασαν τη μάχη και το μόνο που μένει είναι το μοιραίο; τότε είναι που θα καταρρεύσει ο ασθενής.
Κάτι πολύ σημαντικό που μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε είναι να δώσουμε στον πάσχοντα αυθεντική αγάπη και ταυτόχρονα αλήθεια. Όχι αγάπη χωρίς αλήθεια. Ούτε αλήθεια χωρίς αγάπη, χωρίς φιλάνθρωπη έκφραση. Αυτά τα δύο θα προσφέρουν ξεκούραση και θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη. Απλά, χρειάζεται αυθεντικότητα και διάκριση.
Η αγάπη δεν μπορεί να έχει τα στοιχεία της «καλής πράξης» αλλά της ολόκαρδης συμπαράστασης. Ο ασθενής εκείνη τη στιγμή θέλει λίγο φως, λίγη ανάπαυση και λίγη αγάπη όχι ως υπερβολή συναισθήματος (κλάματα, γλυκά λόγια, συγκινήσεις κ.λπ.), αλλά ως ενδιαφέρον, ως στηριγμό, ως κατανόηση, ως καρδιακή συμμετοχή στη δυσκολία και ως ελπίδα. Η αγάπη πρέπει να έχει δύναμη και στιβαρότητα. Μόνον έτσι στηρίζει. Αλλά και η δυσκολία να πούμε την αλήθεια είναι στοιχείο της δικής μας αδυναμίας που το συνειδητοποιεί ο ασθενής. Αν εμείς αντέχαμε το γεγονός, αν είχαμε ψυχικά και πνευματικά αποθέματα να το αντιμετωπίσουμε μέσα μας ως δικό μας προσωπικό αγώνα, τότε θα υπήρχαν περιθώρια διακριτικής και συνετής φανέρωσης της αλήθειας. Η ειλικρίνεια μόνον εμπνέει εμπιστοσύνη· ποτέ το ψέμα.
Από την άλλη πλευρά, ο σκοπός μας δεν είναι να περιγράψουμε με ακρίβεια το ιατρικό πρόβλημα, αλλά να στηρίξουμε ψυχικά τον ασθενή ως αδελφό και συνάνθρωπο. Σίγουρα τα απροκάλυπτα ψεύδη μόνο ζημιά κάνουν. Αλλά και η σκληρή διατύπωση της αλήθειας δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη. Καλό θα είναι οι απαντήσεις μας να περιγράφουν πραγματικά θετικά στοιχεία που μπορούν να οικοδομήσουν λίγη ελπίδα. Να λέμε ότι υπάρχει κάποια δυσκολία, αλλά εμείς ελπίζουμε και όλοι μαζί προσπαθούμε. Χωρίς αμφιβολία, ο γλυκός λόγος, η ήσυχη και υπομονετική παρουσία αυξάνουν την εμπιστοσύνη και εξασθενίζουν το αίσθημα της μοναξιάς. Το ίδιο και η ειλικρίνεια. Είναι το καλύτερο χάδι που μπορεί κανείς να δώσει σε έναν συνάνθρωπο που διαλέγεται πρόσωπο προς πρόσωπο με τον θάνατο.
Μυστήριο που μας υπερβαίνει.
Δεύτερος τρόπος να βοηθηθούμε και να βοηθήσουμε είναι η συναίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μυστήριο, που μας υπερβαίνει ως γνώση, ως ψυχική αντοχή, ως γεγονός που ανεξέλεγκτα συμβαίνει στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο του πόνου. Γιατί να πονάει τόσο ένας άνθρωπος; Γιατί να μην μπορεί κανείς να τον ανακουφίσει; Ποιός να του πάρει τον ψυχικό πόνο; Πώς αυτός ο πόνος συνάδει με τα λεγόμενα περί αγάπης του Θεού; Γιατί ο πόνος να επιλέγει τους πελάτες του; Γιατί να μην μπορούμε να τον προβλέψουμε και να τον προλάβουμε;
Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο του επικείμενου θανάτου.
Τι ακολουθεί μετά την τελική εκπνοή ενός ανθρώπου; Γιατί το μέλλον μας, αν υπάρχει, να είναι άγνωστο; Τι είναι τελικά ο θάνατος; Πώς συνδέεται με την εδώ ζωή; Αν όλα οδηγούνται στο τίποτα, τί άξια έχει ακόμη και η καλύτερη και ευτυχέστερη ζωή; Αν ο χωρισμός μας είναι οριστικός, σε τι μας βοηθάει η αγάπη μας; Αν η ζωή και η αγάπη είναι τα μεγαλύτερα δώρα, τότε ο θάνατος ταυτίζεται με τη μεγαλύτερη απώλεια. Και το τραγικότερο είναι ότι το μεν πρώτο αποτελεί υπόθεση, ενώ το δεύτερο αδιαμφισβήτητο δεδομένο. Αν πάλι η μετά θάνατον κατάσταση είναι αιώνια και εκφραστική μιας δυνατής και τέλειας σχέσης με τον Θεό ή μιας συνειδητής οριστικής απομάκρυνσης από Αυτόν, γιατί αυτό να μας είναι άγνωστο και όχι αμεσότερα προσβάσιμο; Αν, τέλος, είναι προσβάσιμη η αλήθεια του θανάτου, γιατί η πόρτα αυτού του δρόμου να είναι τόσο κρυμμένη; Γιατί ο θάνατος να είναι άγνωστος στην ώρα του, αδυσώπητος στις επιλογές του και ο πιο βέβαιος στην παρουσία του στη ζωή του κάθε άνθρωπου;
Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ζωής και του κόσμου.
Τελικά σε τι κόσμο ζούμε; Αν είμαστε ένα μηδέν ριγμένο τυχαία μέσα στη θάλασσα του τίποτα, τι άξια έχει το παρόν μας, η γνώση, η τεχνολογία, οι κοινωνίες μας, η ιστορία; Η ίδια η ζωή γιατί να θεωρείται αγαθό; Και αυτό ποιός μπορεί να μας το αποδείξει; η επιστήμη; η ευφυΐα; κάποιες ικανότητες μας; κάποιος ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος;
Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο του κάθε ανθρώπου και της ιστορίας του. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που μας μιλούσε, που εξέφραζε έναν πλούτο εσωτερικού κόσμου, που φανέρωνε μοναδικά το πρόσωπό του, που έγραψε μια ιστορία, γεμάτος δύναμη και ζωή, τώρα να βρίσκεται λιωμένος πάνω σε ένα κρεβάτι και σε λίγο αιώνια σιωπηλός; Είναι δυνατόν τα χαρίσματα του, οι αγώνες του, τα πνευματικά επιτεύγματα του, οι αποτυπώσεις της αγάπης και του προσώπου του στις καρδιές μας να έχουν τέλος; να έχουν την ίδια τύχη με τα φθαρτά και υλικά έργα του; να σβήνουν όπως το σώμα του; Κι αν όχι, τί τελικά μένει από τον άνθρωπό μας; και πώς μπορούμε με το κομμάτι του που ζει και δεν φθείρεται κάπως να επικοινωνούμε;
Αναντίρρητα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μυστήριο. Δεν έχουμε σαφείς ή τουλάχιστον εύκολες απαντήσεις. Ή δεν υπάρχουν ή δεν τις ξέρουμε. Η κατάσταση μας υπερβαίνει. Δεν υπάρχει ο σοφός που γνωρίζει ή ο έξυπνος που συλλαμβάνει και πρέπει οπωσδήποτε να γεμίσουν το κεφάλι μας με απαντήσεις. Κάτι άλλο πρέπει να γίνει. Σε άλλο χώρο πρέπει να ψάξουμε την παρηγοριά και τον φωτισμό μας. Εμείς απλώς αρκούμεθα στη συναίσθηση ότι ζούμε κάτι που μας ξεπερνά.
Το μυστήριο δεν ζητεί τον λόγο μας, αλλά περιμένει την ταπεινή και διακριτική σιωπή μας.
Κοντά σε αυτόν που φεύγει αλλά δεν τελειώνει.
Τελικά δεν είναι δυνατόν τη στιγμή που σβήνει κάποιος στο κρεβάτι, τότε από μόνος του να ανακαλύψει μέσα του δυνάμεις που του χρειάζονται να στηριχθεί. Δεν υπάρχουν ανθρώπινες δυνάμεις που απουσίασαν στη διάρκεια της ζωής και εμφανίζονται ξαφνικά να βοηθήσουν στην εκπνοή της. Αναφέρεται σε κείμενα της ασκητικής βιβλιογραφίας ότι μεγάλοι, επώνυμοι ασκητές, οι οποίοι έζησαν μονίμως προσευχόμενοι, στις τελευταίες τους στιγμές, δεν είχαν τη δύναμη ούτε προσευχή να κάνουν. Κρατούσαν μέσα τους μόνο την πίστη τους. Και αυτό σε εποχές που ο άνθρωπος μπορούσε να πεθάνει αρκετά πριν φθάσει στην κατάσταση που η σύγχρονη τεχνολογία συνήθως προκαλεί στους καρκινικούς ασθενείς. Δυστυχώς ό,τι κερδίζουμε σε χρόνο το πληρώνουμε συχνά σε βάσανο και ταλαιπωρία. Αλλά και η γεμάτη αγάπη παρουσία μας δίπλα στον ασθενή σίγουρα ανακουφίζει από το βασανιστήριο της μοναξιάς. Η κατανόηση του πόνου του άλλου και η βίωσή του ως δικού μας πόνου, της αγωνίας του, της ανάγκης του, του σκανδαλισμού του ως δικών μας περιορίζουν τα κουραστικά και συνήθως ανόητα λόγια, όπως «όλα θα πάνε καλά», «δεν έχεις τίποτα», «σε λίγες μέρες θα κάνουμε το ένα και το άλλο», «κάνε υπομονή» κ.λπ., και εκφράζουν πιο πολύ την αγάπη μας ως σεβασμό που πείθει παρά ως καθήκον ή ψυχολογικό τέχνασμα που ξεγελάει. Από μόνη της όμως αυτή η αγάπη, όσο αγνή και ποιοτική κι αν είναι, δεν επαρκεί να απαλύνει το κεντρί του θανάτου. Το σημαντικό δεν είναι να στεκόμαστε με αξιοπρέπεια κοντά σε κάποιον που φεύγει. Το μεγάλο είναι να υπάρχουμε στο πλευρό αυτού που φεύγει και ταυτόχρονα μαζί με αυτόν που δεν τελειώνει.
Σίγουρα το μυστήριο υπάρχει όχι για να το διδάξουμε εκείνη τη στιγμή στον ετοιμοθάνατο συνάνθρωπό μας, αλλά αφ’ ενός μεν για να κλείσουμε ταπεινά και με δέος ιερό το στόμα μας, αφ’ ετέρου δε για να γεμίζουμε εμείς με πίστη, ώστε από την πίστη μας να μπορούμε να δώσουμε ελπίδα. Η πίστη είναι «Θεού δώρον».Η πίστη είναι για να τη δώσει ο Θεός. Η ελπίδα είναι για να τη δώσουμε εμείς. Εμείς λοιπόν μπορούμε και πρέπει να δώσουμε την ελπίδα της πίστεως, με το δεδομένο ότι υπάρχει μέσα μας η βεβαιότητα της αλήθειας της.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάζεται Εκκλησία της Αναστάσεως, γιατί στο επίκεντρο της θεολογίας και ζωής της έχει το γεγονός της νίκης και συντριβής του θανάτου, το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Το αναστάσιμο εφύμνιο «Χριστός ανέστη εκ νεκρών», που τη νύχτα της Αναστάσεως ατέλειωτες φορές ψάλλουμε στην Εκκλησία, μιλάει για ζωή αυτών που βρίσκονται «εν τοις μνήμασι», υπογραμμίζοντας διακριτικά ότι ο θάνατος δεν είναι τέλος αλλά μετάβαση σε άλλη ζωή, σε θεϊκότερη κατάσταση. Η αίσθηση ότι με τον θάνατο δεν τελειώνουν τα πάντα, η σταθερή πίστη στη συνεχιζόμενη άλλη ζωή, η βεβαιότητα της συνάντησης με τον Θεό, μπορούν να μεταβάλουν τον θάνατο από αποτρόπαιο γεγονός σε ποθούμενο, και από εμπειρία ανθρώπινης μοναξιάς σε συνείδηση θεϊκής παρουσίας. Αν την πίστη την έχει ο συγγενής, τότε αυτός τη μεταγγίζει στον ασθενή. Αν τη διαθέτει ο ασθενής, τότε αυτός τη μεταδίδει στο περιβάλλον του. Όποιος την έχει δημιουργεί γύρω του τη ζεστασιά της κοινωνίας και μπολιάζει τον θάνατο με την ελπίδα της ζωής. Δίπλα λοιπόν σε κάποιον που πεθαίνει, απλώς είμαστε παρόντες, σιωπούμε διακριτικά, μιλούμε περιορισμένα και ταπεινά, κυρίως προσευχόμαστε μυστικά· δεν είμαστε δίπλα, είμαστε μαζί. Η απάντηση στο ερώτημα αν μπορεί κανείς να πεθάνει μόνος, είναι ότι δεν μπορούμε εμείς να αφήσουμε κάποιον ούτε να πεθάνει ούτε πολύ περισσότερο να είναι μόνος.
(Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». Εκδ. Σταμούλη, 2009)