Είναι αλήθεια; Ναι. Υπάρχει μια «μετοχή σωτηρίας» στο…χρηματιστήριο!
29 Ιανουαρίου 2010
Το Χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας μπορεί να συνοψιστεί πιο καλά με τους όρους μετοχή, συμπαράσταση και ταύτιση. Η έννοια της μετοχής είναι ένα κλειδί παρόμοιο με το δόγμα του Τριαδικού Θεού και με τη διδασκαλία για την ενανθρώπηση του Θεού. Το Τριαδικό δόγμα βεβαιώνει ότι, όπως ακριβώς ο άνθρωπος είναι αυθεντικά προσωπικός μόνον όταν μοιράζεται τα πάντα με τους άλλους, έτσι και ο Θεός δεν είναι ένα μόνο πρόσωπο που κατοικεί μόνο του, αλλά τρία πρόσωπα που συμμετέχουν το ένα στη ζωή του άλλου με τέλεια αγάπη. Η Ενσάρκωση είναι επίσης μια διδασκαλία μετοχής ή συμμετοχής. Ο Χριστός συμμετέχει απόλυτα στο κάθε τι που μας αποτελεί κι έτσι μας δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχουμε σ’ αυτά που τον αποτελούν στη θεϊκή ζωή του και στη δόξα του. Έγινε ό,τι είμαστε για να μάς κάνει ό,τι είναι αυτός.
Ο Απ. Παύλος το εκφράζει αυτό μεταφορικά με όρους του πλούτου και της φτώχειας: «γνωρίστε τη χάρη του του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που για μας έγινε φτωχός ενώ είναι πλούσιος, για να πλουτήσουμε και μεις από τη δική του φτώχεια» (Β’ Κορ. 8,9). Τα πλούτη του Χριστού είναι η αιώνια δόξα του· η φτώχεια του Χριστού είναι η απόλυτη ταύτισή του με την ξεπεσμένη ανθρώπινη κατάστασή μας. Με τα λόγια ενός Ορθόδοξου Χριστουγεννιάτικου ύμνου: «Καθώς πέρα για πέρα ντύθηκες τη φτώχεια μας, έκαμες θεία τη γήινη φύση μας με την ένωσή σου και τη μετοχή σου σ’ αυτήν». Ο Χριστός μετέχει στο θάνατό μας, κι εμείς μετέχουμε στη ζωή του· «εκένωσεν εαυτόν», ενώ εμάς μας «υπερύψωσεν». Η κάθοδος του Θεού κάνει δυνατή την άνοδο του ανθρώπου. Ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Με άφατο τρόπο το άπειρο περιορίζεται, ενώ το πεπερασμένο εκτείνεται στο μέτρο του απείρου».
Ο Χριστός μας αξιώνει να συμμετέχουμε στη θεϊκή δόξα του Πατέρα. Είναι ο σύνδεσμος και το σημείο επαφής επειδή είναι άνθρωπος, είναι ένα με μας· επειδή είναι Θεός, είναι Ένα με τον Πατέρα. Έτσι και μέσω αυτού και με αυτόν είμαστε ένα με το Θεό, και η δόξα του Πατέρα γίνεται δική μας δόξα. Η Ενσάρκωση του Θεού ανοίγει το δρόμο για τη θέωση του ανθρώπου. Το να θεωθεί κανείς σημαίνει, με μεγαλύτερη σαφήνεια, να «χριστοποιηθεί». Η θεϊκή ομοιότητα που καλούμαστε να φτάσουμε είναι η ομοίωση του Χριστού. Μέσω του Ιησού που είναι Θεάνθρωπος εμείς οι άνθρωποι «θεούμεθα», θεοποιούμαστε, γινόμαστε «κοινωνοί θείας φύσεως». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση μας, ο Χριστός που είναι Υιός του Θεού από τη φύση του, μας έχει κάνει γιους του Θεού κατά χάρη. Δια μέσου Του είμαστε «υιοθετημένοι» από το Θεό Πατέρα, και γινόμαστε γιοι «εν τω Υιώ».
Αυτή η αντίληψη για τη σωτηρία ως συμμετοχή προϋποθέτει δύο πράγματα ιδιαίτερα σε σχέση με την Ενσάρκωση. Πρώτα, προϋποθέτει ότι ο Χριστός δεν πήρε μόνο ένα ανθρώπινο σώμα, σαν το δικό μας, αλλά κι ανθρώπινο πνεύμα, νου και ψυχή σαν τα δικά μας. Η αμαρτία, έχει την πηγή της όχι μόνο εκ των κάτω αλλά κι εκ των άνω· δεν είναι υλική ως προς την προέλευση της, άλλα πνευματική. Η πλευρά του ανθρώπου λοιπόν που έχει ανάγκη να λυτρωθεί δεν είναι κατά κύριο λόγο το σώμα του αλλά η θέλησή του και το κέντρο της ηθικής εκλογής του. Αν ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, τότε αυτό μοιραία θα κλόνιζε τη δεύτερη αρχή της σωτηρίας, το ότι δηλ. η θεϊκή σωτηρία πρέπει να φτάσει στο σημείο της ανθρώπινης ανάγκης.
Η σπουδαιότητα αυτής της αρχής ξανατονίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι., όταν ο Απολλινάριος έφτιαξε τη θεωρία για την οποία γρήγορα καταδικάστηκε ως αιρετικός – ότι στην Ενσάρκωση ο Χριστός πήρε μόνο ανθρώπινο σώμα και όχι ανθρώπινο νου ή λογική ψυχή. Σ’ αυτό απάντησε ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Το απρόσληπτον και αθεράπευτον». Ο Χριστός δηλαδή μας σώζει με το να γίνει ό,τι είμαστε κι εμείς· μας θεραπεύει παίρνοντας τη διασπασμένη μας ανθρώπινη φύση μέσα στον εαυτό του, «προσλαμβάνοντάς» την, έτσι που να είναι δική του, μπαίνοντας στην ανθρώπινη εμπειρία μας και γνωρίζοντας την εκ των έσω, γιατί ο Ίδιος είναι ένας από μας. Αλλ’ αν αυτή η συμμετοχή του στην ανθρωπότητά μας ήταν κατά κάποιο τρόπο ατελής, τότε και η σωτηρία του ανθρώπου θα ήταν επίσης ατελής. Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός μας έχει φέρει καθολική σωτηρία, τότε συνάγεται ότι έχει προσλάβει τα πάντα.
Το δεύτερο είναι ότι , αυτή η αντίληψη για τη σωτηρία ως συμμετοχή προϋποθέτει- αν και πολλοί δίστασαν να το πουν ανοιχτά- ότι ο Χριστός έχει προσλάβει όχι μόνο τη μη πεπτωκυΐα αλλά και την πεπτωκυΐα ανθρώπινη φύση. Όπως τονίζεται στην Επιστολή προς Εβραίους (και σ’ όλη την Κ. Διαθήκη δεν υπάρχει πιο σημαντικό Χριστολογικό κείμενο απ’ αυτό). Ο Χριστός ζει τη ζωή του πάνω στη γη κάτω από τις συνθήκες της πτώσης. Ο ίδιος δεν είναι αμαρτωλό πρόσωπο, αλλά μέσα στη συμπαράστασή του για τον πεπτωκότα άνθρωπο δέχεται ως έσχατο όριο τις συνέπειες της αμαρτίας του Αδάμ. Δέχεται απόλυτα όχι μόνο τις φυσικές συνέπειες, όπως είναι η κούραση, ο σωματικός πόνος και προσωρινά ο χωρισμός σώματος και ψυχής με το θάνατο. Δέχεται επίσης τις ηθικές συνέπειες, τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την εσωτερική σύγκρουση. Ίσως φάνει τολμηρό να τ’ αποδώσουμε όλα αυτά στο ζωντανό Θεό, αλλά μια συνεπής διδασκαλία για την Ενσάρκωση δεν απαιτεί τίποτε λιγότερο. Αν ο Χριστός είχε προσλάβει απλώς τη μη πεπτωκυΐα ανθρώπινη φύση, ζώντας την επίγεια ζωή του στην κατάσταση του Αδάμ μέσα στον Παράδεισο, τότε δεν θα τον είχαν αγγίξει οι αδυναμίες μας, ούτε θα είχε νιώσει πειρασμό στο κάθε τι όπως ακριβώς εμείς. Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν ο Σωτήρας μας.
Ο Απ. Παύλος προχωρεί ως το σημείο που να γράψει: «τον μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αύτω» (Β’ Κορ. 5,21). Δεν πρέπει εδώ να σκεφτούμε μόνο με όρους κάποιας νομικής διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός, αθώος ο ίδιος, έχει κατά κάποιο τρόπο «αποδώσει» στον εαυτό του την ένοχη μας μ’ ένα τρόπο εξωτερικό. Εδώ έχει συντελεστεί κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Ο Χριστός μας σώζει αποκτώντας εμπειρία «εκ των έσω», σαν ένας από μας, για ολ’ αυτά που υποφέρουμε εσωτερικά καθώς ζούμε μέσα σ’ ένα κόσμο αμαρτωλό.
(Καλλίστου Γουέαρ, Επισκόπου Διοκλείας, «Ο Ορθόδοξος δρόμος», Εκδ. «Επτάλοφος»)