Αν ποτέ κρυφοκοιτάξεις μέσα απ’ το παράθυρό σου…
29 Ιανουαρίου 2010
Φαντάσου έναν κατακόρυφο απόκρημνο βράχο, με μιαν άκρη να προεξέχει στην κορφή. Τώρα φαντάσου τι θα αισθανόταν ίσως ένα πρόσωπο, αν έβαζε το πόδι του στην άκρη αυτού του γκρεμού και, κοιτάζοντας κάτω προς το χάος, δεν έβλεπε ούτε στέρεο πάτημα ούτε κάτι για να πιαστεί. Αυτό είναι, νομίζω, η εμπειρία της ψυχής όταν πηγαίνει πέρα απ’ το πάτημα στα υλικά πράγματα, στην αναζήτησή της γι’ αυτό που δεν έχει διάσταση και υπάρχει προαιώνια. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε απ’ όπου να μπορεί να κρατηθεί, ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε μέτρο, ούτε τίποτε άλλο· το μυαλό μας δεν μπορεί να το προσεγγίσει. Κι έτσι η ψυχή, γλιστρώντας σε κάθε σημείο απ’ όπου δεν μπορεί να πιαστεί, ζαλίζεται και παθαίνει σύγχυση και ξαναγυρίζει γι’ άλλη μια φορά σ’ αυτό που της είναι σύμφυτο, ευχαριστημένη τώρα που ξέρει απλώς αυτό για το Υπέρτατο, ότι είναι τελείως διαφορετικό από τη φύση των πραγμάτων που η ψυχή γνωρίζει.
(Αγ. Γρηγόριος Νύσσης)
Σκέψου έναν άνθρωπο που στέκεται τη νύχτα μέσα στο σπίτι του, μ’ όλες τις πόρτες κλειστές· κι έπειτα υπόθεσε ότι ανοίγει ένα παράθυρο ακριβώς τη στιγμή που παρουσιάζεται μια ξαφνική λάμψη αστραπής. Ανίκανος ν’ ανεχτεί τη λαμπρότητα, αμέσως προφυλάσσεται κλείνοντας τα μάτια του και φεύγοντας προς τα πίσω, μακριά απ’ το παράθυρο. Έτσι συμβαίνει με την ψυχή που είναι κλεισμένη μέσα στο βασίλειο των αισθήσεων· αν ποτέ κρυφοκοιτάζει μέσα απ’ το παράθυρο του νου κατακλύζεται από τη λαμπρότητα -σαν την αστραπή- της βεβαιότητας ότι το Άγιο Πνεύμα είναι μέσα της. Μη μπορώντας να υποφέρει το θάμπος από το φως που αποκαλύφθηκε, αμέσως παθαίνει σύγχυση στο νου της και αποσύρεται ολοκληρωτικά στον εαυτό της καταφεύγοντας σαν σ’ ένα σπίτι, ανάμεσα στα αισθητά και ανθρώπινα πράγματα.
(Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος)
Όποιος προσπαθεί να περιγράψει το άφατο με λόγια είναι πράγματι ψεύτης -όχι επειδή μισεί την αλήθεια- αλλά επειδή είναι ακατάλληλος για την περιγραφή.
(Αγ. Γρηγόριος Νύσσης)
Άφησε τις αισθήσεις και τις εργασίες του νου, και όλα όσα οι αισθήσεις και ο νους μπορούν να διακρίνουν, και όλα όσα δεν υπάρχουν και όσα υπάρχουν· και μέσα από την αγνωσία πλησίασε, όσο αυτό είναι δυνατό, την ταυτότητα μ’ αυτόν που είναι πέρα από κάθε ύπαρξη και γνώση. Μ’ αυτό τον τρόπο, με μια ασυμβίβαστη, απόλυτη και καθαρή αποδέσμευση από τον εαυτό σου και απ’ όλα τα πράγματα, ξεπερνώντας όλα τα πράγματα και απαλλαγμένος απ’ όλα, θα οδηγηθείς προς τα πάνω, προς αυτή τη λαμπρότητα του θείου γνόφου που είναι πέρ’ από κάθε ύπαρξη.
Μπαίνοντας στο γνόφο που υπερβαίνει την κατανόηση, θα βρεθούμε σε μια κατάσταση όπου όχι μόνο δεν θα μπορούμε να πούμε πολλά, αλλά θα είμαστε σε τέλεια σιγή και αγνωσία.
Αδειανός απ’ όλες τις γνώσεις, ο άνθρωπος ενώνεται στο υψηλότερο μέρος του εαυτού του, όχι με κάποιο δημιούργημα, ούτε με τον εαυτό του, ούτε με κανέναν άλλο, αλλά με τον «Ένα» που είναι τελείως ακατάληπτος και μη ξέροντας τίποτε, γνωρίζει μ’ έναν τρόπο που ξεπερνάει την κατανόηση.
(Αγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης).
Η μορφή του Θεού είναι άφατη και απερίγραπτη, και δεν μπορεί να θεαθεί με τα μάτια της σάρκας. Είναι απεριχώρητος στη δόξα, ακατανόητος στη μεγαλειότητα, ασύλληπτος στην επιβλητικότητα, ασύγκριτος στη δύναμη, απρόσιτος στη σοφία, αμίμητος στην αγάπη, ανέκφραστος στη φιλανθρωπία.
Όπως η ψυχή μέσα στον άνθρωπο δεν φαίνεται αφού είναι αθέατη στους ανθρώπους, αλλά ξέρουμε την ύπαρξή της από τις κινήσεις του σώματος, έτσι ο Θεός δεν μπορεί να ιδωθεί με ανθρώπινα μάτια, αλλά βλέπεται και γνωρίζεται από την πρόνοιά του και τα έργα του.
(Θεόφιλος Αντιοχείας).
Δεν γνωρίζουμε το Θεό στην ουσία του. Τον ξέρουμε μάλλον από το μεγαλείο της δημιουργίας του και από την προνοητική φροντίδα του για όλα τα πλάσματα. Γιατί μ’ αυτό το μέσο, σαν να χρησιμοποιούμε καθρέφτη, αποκτούμε επίγνωση της άπειρης καλοσύνης του, της σοφίας και της δύναμης του.
(Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής).
Το πιο σημαντικό πράγμα που συμβαίνει ανάμεσα στο Θεό και την ανθρώπινη ψυχή είναι το ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται.
(Κάλλιστος Καταφυγιώτης).
Η αγάπη για το Θεό είναι εκστατική, και μας κάνει να βγούμε από τον εαυτό μας· δεν επιτρέπει στον εραστή ν’ ανήκει πια στον εαυτό του, αλλ’ ανήκει μόνο στον Αγαπημένο.
(Αγ. Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης).
Ξέρω ότι ο Ακίνητος κατεβαίνει·
Ξέρω ότι ο Αόρατος μου εμφανίζεται·
Ξέρω ότι αυτός που είναι έξω απ’ όλη τη δημιουργία
Με παίρνει μέσα του και με κρύβει στην αγκαλιά του,
Και τότε βρίσκομαι έξω απ’ όλο τον κόσμο.
Εγώ, ένας εύθραυστος, μικρός θνητός μέσα στον κόσμο,
Βλέπω τον Δημιουργό του κόσμου, ολόκληρο μέσα σε μένα τον ίδιο·
Και ξέρω ότι δεν θα πεθάνω, γιατί είμαι μέσα στη ζωή,
Έχω ολόκληρη τη Ζωή που ξεπηδάει από μέσα μου σαν πηγή.
Αυτός είναι στην καρδιά μου, είναι στον ουρανό·
Κι εκεί κι εδώ μου φανερώνεται με την ίδια δόξα.
(Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος)