Για το καλό των παιδιών μας…
28 Ιανουαρίου 2010
Αλήθεια έχετε αναρωτηθεί πόσο και αν χρειάζονται όρια τα παιδιά μας; Μήπως στο βωμό της παιδοκεντρικής διαπαιδαγώγησης (ακούμε ό,τι πει το παιδί) καλώς «παρατάμε» τα παιδιά μόνα τους (χωρίς όρια) ή όντως χρειάζονται όρια για να μεγαλώσουν πραγματικά δημοκρατικά;
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι κάποιες «ελευθερίες» που δίνουμε στα παιδιά μας, κάνουν δύσκολη την ύπαρξη ορίων και επιπλέον κάνουν τα παιδιά να αναζητούν τα όριά μόνα τους, ασυνείδητα μέσω συμπεριφορών που το τρίτο μάτι μόνο ως «δύσκολες» ή και «απαράδεκτες» μπορεί να τις χαρακτηρίσει.
Ας μιλήσουμε με πρακτικούς όρους:
Το laisser-faire
Είναι η θεωρία σύμφωνα με την οποία το παιδί έχει την απόλυτη ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει χωρίς συνέπειες. Είναι η λεγόμενη θεωρία της επιτρεπτικότητας. Το πρότυπο αυτό κάνει τα παιδιά ανίκανα να αντιμετωπίσουν τη ζωή καθώς τα καθηλώνει σε ένα ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ σχήμα:
Μη ικανοποίηση → θυμός → έκρηξη.
Με άλλα λόγια όποιος δεν θέτει κανόνες κάνει τα παιδιά θυμωμένα και τα βάζει στην άβολη θέση να ψάχνουν μόνα τους τα όριά τους. Και αυτό γιατί:
1. φορτίζονται συναισθηματικά,
2. και πνευματικά καθώς δεν έχουν κάποιο πρότυπο να ακολουθήσουν.
Οι ανθρώπινες σχέσεις αλλά και η δυνατότητα προσανατολισμού, αυτονομίας και κοινωνικοποίησης είναι η βάση της προσωπικότητας και πρέπει να δομηθεί με βάση τα ΟΡΙΑ.
Όταν εκλείπουν τα παραπάνω τότε δημιουργούνται προβλήματα στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Χάνονται τα παρακάτω:
1. Ο συναισθηματικός προσανατολισμός: αισθάνονται άβολα όταν βρίσκονται σε ευρύτερη ομάδα και δυσκολεύονται στις κοινωνικές συναναστροφές και συνάψεις σχέσεων. Έχουν την αίσθηση ότι δεν είναι σημαντικά για τους γύρω τους και από αυτό ακριβώς πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα προβλήματα. Νιώθουν μειονεκτικά και απομονώνονται ενώ πολλές φορές θεωρούν οι άνθρωποι του κοινωνικού περιβάλλοντος τους πως πρόκειται για αγενή, παθητικά ή αντικοινωνικά παιδιά.
2. Ο κοινωνικός προσανατολισμός: πρότυπα, κανόνες, ηθικό πλαίσιο, όρια. Πάσχουν από αυτά και για αυτό πολλές φορές στρέφονται προς την τηλεόραση μέσω της οποίας ταυτίζονται με ήρωες που θα ήθελαν να είναι και είναι ξεκάθαρο το ότι ασυνείδητα ζητούν πρότυπα. Ένα χαρακτηριστικό αυτών των παιδιών είναι ότι δίνουν υποσχέσεις που δεν κρατούν εύκολα.
3. Η επιθυμία για ατομικότητα: δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και για αυτό φορτίζονται αρνητικά αλλά και μειώνεται η απόδοσή τους. Είναι τα παιδιά που έχουν την αίσθηση ότι δεν θα τα καταφέρουν ποτέ και έτσι, δεν βελτιώνουν τις ικανότητές τους και τις δυνατότητές τους. Αν το παιδί μας έχει αυτό το σημάδι καλό είναι να το κάνουμε να πιστεύει πως θα τα καταφέρει. Και όταν δεν τα καταφέρνει να είναι γιατί απλά δεν τα «κατάφερε ακόμη» και όχι γιατί «ποτέ δεν θα τα καταφέρει». Η ατομικότητα εμπεριέχει και την αγωνία για διαφορετικότητα και ξεχωριστή ταυτότητα.
4. Η επιθυμία για δύναμη: αδυναμία και αναποφασιστικότητα. Αδυναμία για ευθύνες και υποχρεώσεις.
Όταν, λοιπόν, έχουν εγκατασταθεί όλα τα παραπάνω στο σύστημα της οικογένειας, τότε είναι πολύ λογικό να πέφτουμε σε ένα άνισο αγώνα που η σχέση γονέων-παιδιού γίνεται σαν ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Ας τονίσουμε το παράδοξο πως ακόμα και αν οι γονείς αυτού του σχήματος δίνουν την «απόλυτη ελευθερία» στερούν κάτι πολύ βασικό από τα παιδιά τους και αυτό είναι: Την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους.
Συνήθως οι γονείς ανακαλύπτουν πως κάτι «δεν πάει καλά» με το σύστημα γιατί ξαφνικά ισχύουν τα παρακάτω:
1. Οι γονείς πέφτουν σε παρορμητικές τιμωρίες
2. αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και την ανεκτικότητά τους
3. παρά τη θέλησή μας πέφτουμε σε συναισθηματικού τύπου απειλές (η μαμά θα πεθάνει, αχ, θα με μαραζώσεις και άλλα).
Κατά συνέπεια, υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου. Και φυσικά ο αλληλοσεβασμός ή η σταθερότητα ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας γίνονται σπάνια «αγαθά».
Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, μήπως το «καλομαθημένο» παιδί είναι τελικά «κακομαθημένο»;
Αυτό σχετίζεται και πάλι με τα όρια. Η τάση μας να τα καλομαθαίνουμε εκφράζει ασυνείδητες ή και συνειδητές υπερπροστατευτικές διαθέσεις εκ μέρους των γονέων. Από την άλλη βέβαια μπορεί να σημαίνει έλλειψη στενών δεσμών ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Για αυτό και πολλές φορές οι οικογενειακές σχέσεις κινδυνεύουν να γίνουν σχέσεις απλής παροχής υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η συχνή ανταλλαγή δώρων και η συνήθεια των γονέων να δίνουμε ανταλλάγματα στα παιδιά μας για διάφορες περιστάσεις καθιστά τις σχέσεις μας «σχέσεις υλικών αγαθών». Και έτσι προκύπτουν δυσκολίες στην επικοινωνία και έχουμε αυξανόμενες απαιτήσεις και αυξανόμενα ανταλλάγματα και υλικές παροχές.
Οι εμπειρίες του παιδιού ολοένα και συρρικνώνονται καθώς τα δώρα και οι δωροδοκίες είναι αυτό που στερεί στα παιδιά τη δυνατότητα να ενταχθούν σε μία λειτουργική οικογενειακή ζωή. Και όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το συναίσθημα του ανήκειν έρχεται μόνο μέσω ενεργητικής συμμετοχής! Η αξιολόγηση των υλικών αναγκών έρχεται σε ένα περιβάλλον συναισθηματικά εξισορροπημένο. Αλλιώς το παιδί θεωρεί ότι είναι όλοι υποχρεωμένοι να το δωροδοκούν για κάτι που είναι η απλά η σειρά του να το κάνει. Έτσι, έχουμε γονείς που δίνουν πάντα ανταλλάγματα για να γίνουν κάποιες μικροδουλειές ή ψώνια, για να πλυθεί το αυτοκίνητο ή να μαζευτούν τα πιάτα ή ακόμα για κάνει τις ίδιες του τις υποχρεώσεις όπως το διάβασμα! Αυτή είναι μια μαθημένη συμπεριφορά που δεν είναι έμφυτη και που το παιδί το ξεσήκωσε από τους γονείς!
Άλλωστε το παιδί όπως και κάθε έμβιο ον, λειτουργεί με τη λογική και τη πλάνη. Έτσι, όταν δει ως που μπορεί να τραβήξει την ανεκτικότητα των γονέων θα το κάνει.
Όποιος δίνει επαίνους και ανταμοιβές για πράγματα αυτονόητα μειώνει την αξία της σχέσης παιδιού-γονέα. Ένας ψυχαναλυτής είχε πει κάποτε πως το λιγότερο είναι πολλές φορές και περισσότερο. Τι να εννοούσε με αυτό; Προφανώς το λιγότερο είναι ευκαιρία για βαθύτερη και καλύτερη σχέση. Δηλαδή, η συνδιαλλαγή και η κοινή συμμετοχή σε κάτι ώστε να ικανοποιήσουμε μια ανάγκη μας.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Μια μητέρα που προτείνει στο παιδί της να φτιάξουν μαζί ένα υλικό αγαθό αντί να το ψωνίσουν.
Ας φανταστούμε τα όρια σαν ΦΑΡΟ. Όπου φωτίζει ο Φάρος έχουμε και τη σωστή συμπεριφορά.
Αν δώσουμε όρια στα παιδιά τότε τα ωθούμε στο να αναπτυχθούν και να προετοιμαστούν για νέα εδάφη και νέες εμπειρίες. Το να υπερβούμε τα όρια είναι κάτι το οποίο αναμένουμε αλλά πρέπει να τα επαναφέρουμε γρήγορα εξηγώντας τις τιμωρίες και τις συνέπειες.
ΤΕΛΟΣ
Ας καταλάβουμε πως ζούμε σε μια εποχή με αφανή όρια. Η χαλαρότητα αλλά και η τόσο ευρεία γκάμα επιλογής ανάμεσα στα υλικά αγαθά προκαλούν επιφόρτιση του παιδιού που χωρίς να υπάρχουν κριτήρια εκείνο καλείται να επιλέξει!
Για αυτό και εμείς το οπλίζουμε με τη θέσπιση ορίων!!
Βασιλεία Δημουλή (M.Sc. παιδοψυχολογίας)