Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος – 25 Ιανουαρίου
25 Ιανουαρίου 2010
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καταγόταν από την Ναζιανζό της Μικράς Ασίας. Η μητέρα του Νόννα ήταν ευσεβής Χριστιανή, ενώ ο πατέρας του ήταν αρχικά οπαδός του συστήματος των Υψισταρίων, ενός κράματος από ιουδαϊκά και εθνικά θρησκευτικά στοιχεία, και στο οποίο η λατρεία του υψίστου Θεού συνδυαζόταν με την λατρεία του πυρός. Η σύζυγός του με την προσευχή και την καθημερινή παρακίνησή της κατόρθωσε την επιστροφή του στην Χριστιανική πίστη. Βαπτίσθηκε από Επισκόπους της περιοχής και έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ναζιανζού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παρομοιάζει τους γονείς του με τον Αβραάμ και την Σάρραν, επειδή απέκτησαν τρία παιδιά σε προχωρημένη ηλικία, ήτοι την Γοργονία, τον Γρηγόριο και τον Καισάριο.
Ο άγιος Γρηγόριος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον πατέρα του και Επίσκοπος από τον φίλο του Βασίλειο. Υπήρξε μεγάλος Θεολόγος. Στην υμνογραφία εξυμνείται κυρίως ως “τών θεολόγων ο νούς ο ακρότατος”. Η Εκκλησία τον ετίμησε απονέμοντάς του τον τίτλο του Θεολόγου, τον οποίο επεφύλαξε σε τρεις μόνον αγίους. Οι άλλοι δύο είναι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Ο άγιος Γρηγόριος κλήθηκε να αναλάβη την ηγεσία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως σε μια εποχή δύσκολη, κατά την οποία είχαν επικρατήσει οι αιρετικοί Αρειανοί για σαράντα χρόνια και η αυτοκρατορική αυλή ευνοούσε την αίρεση. Εκεί, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, έλαμψε το θεολογικό του χάρισμα, αλλά και το μεγαλείο της ψυχής του. Εξεφώνησε τις περίφημες περί θεολογίας ομιλίες του και ο μικρός Ναός στον οποίο ομιλούσε και λειτουργούσε ονομάσθηκε Αναστασία, επειδή ανέστησε τον θείο λόγο. Τελικά, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος του παρέδωσε τον καθεδρικό Ναό και η Β’ Οικουμενική Σύνοδος τον ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Οι εχθροί του όμως έθεσαν θέμα αντικανονικότητος της εγκαταστάσεώς του στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή τάχα κατείχε άλλην έδρα. Η καταγγελία όμως αυτή δεν ευσταθούσε, διότι στην πόλη Σάσιμα δεν εγκαταστάθηκε ποτέ. Όμως για να μη δημιουργηθή σχίσμα στην Εκκλησία, ανεχώρησε από την Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα εξεφώνησε από την προεδρικήν έδρα της Συνόδου έναν συγκινητικό λόγο, με τον οποίο απεκάλυπτε όλο το μεγαλείο της πνευματικής του δυνάμεως. Είπε ότι εάν ήταν αυτός αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “τήν φίλη του ησυχία”.
Ο βίος και τα συγγράμματά του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε πολλά και σημαντικά, αλλά η στενότης του χώρου μας επιτρέπει να αναφέρουμε, εντελώς τηλεγραφικά, τα ακόλουθα:
Πρώτον. Ο άγιος Γρηγόριος ήταν όνομα και πράγμα Θεολόγος, επειδή είχε προσωπική γνώση και εμπειρία του Θεού. Οι ομιλίες του, και κυρίως οι εορταστικοί του λόγοι στις μεγάλες Δεσποτικές Εορτές, έχουν θεολογικό περιεχόμενο, επειδή το Ορθόδοξο κήρυγμα είναι κατήχηση και ταυτόχρονα μύηση στο μυστήριο της θεολογίας. Η Ορθόδοξη θεολογία είναι τρόπος ζωής και βοηθά τον άνθρωπο να καθαρθή από τα πάθη, για να μπορέση να αποκτήση προσωπική κοινωνία με τον Θεό, ο οποίος δεν είναι απλώς ανώτερη δύναμη ή αφηρημένη ιδέα, αλλά Πρόσωπο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όπως όλοι οι άγιοι Πατέρες, έτρεφε και τρέφει τον λαό του Θεού με τα νάματα της Ορθοδόξου Θεολογίας, η οποία προσφέρει λύσεις στα μεγάλα υπαρξιακά του προβλήματα.
Το Ορθόδοξο κήρυγμα σήμερα, έχει επηρεασθή, δυστυχώς, από ξένα πρότυπα και από την εκκοσμίκευση. Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά ως επί το πλείστον ακούει κανείς κηρύγματα κοινωνικά, ηθικίστικα, άχρωμα, και άγευστα της Ορθοδόξου θεολογίας, που αφήνουν τον άνθρωπο ασυγκίνητο και αθεράπευτο. Οι άγιοι Πατέρες, ως ποιμένες, καταπιάνονταν ασφαλώς και με τα διάφορα κοινωνικά θέματα και προβλήματα, αλλά το έκαναν ως Θεολόγοι. Δηλαδή μελετούταν τα θέματα και πρότειναν λύσεις μέσα από την προοπτική της Ορθοδόξου θεολογίας.
Δεύτερον. Ευρισκόμαστε στον πρώτο μήνα του χρόνου και όπως είναι γνωστό, συνηθίζουμε να ευχόμαστε ο ένας στον άλλο “χρόνια πολλά”. Και αυτό το κάνουμε, επειδή αγαπούμε την ζωή και επιθυμούμε να ζήσουμε όσο γίνεται περισσότερο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, επειδή δεν έχει δημιουργηθή για να πεθάνη, αλλά για να ζη αιώνια. Ο θάνατος είναι κάτι το ξένο και παρείσακτο στην ζωή μας. Είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας, της ανυπακοής μας στο θέλημα του Θεού. Η ανθρώπινη ζωή έχει ύψιστο σκοπό και ως εκ τούτου μεγάλη σπουδαιότητα και αξία. Αξίζει να μελετήσουμε την αξία και τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου μέσα από την θεολογία του αγίου Γρηγορίου. Θα μας πη ο Άγιος ότι ο άνθρωπος “είναι ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς τον Θεόν νεύση θεούμενον”. Δηλαδή, ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για το ενταύθα, αλλά για την αιωνιότητα. Στην παρούσα ζωή οικονομείται, ήτοι ζή, αναπνέει, τρώει, πίνει, εργάζεται, γίνεται μοναχός, παντρεύται, αλλά ο σκοπός της ζωής του είναι άλλος. Είναι η θέωση, ήτοι η κοινωνία με τον άγιο Τριαδικό Θεό, που επιτυγχάνεται με την σωστή χρήση της ελευθερίας του και την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η αληθινή μας πατρίδα δεν είναι ενταύθα, αλλά αλλαχού. Είναι η βασιλεία του αγίου Τριαδικού Θεού. Ζούμε ενταύθα, αλλά πρέπει να μεθιστάμεθα αλλαχού, ήτοι να πολιτευόμεθα στον ουρανό.
Αξίζει να εντρυφήσουμε στην Ορθόδοξη θεολογία, η οποία προσφέρει λύσεις στα καθημερινά μας προβλήματα, αλλά και βοηθά στην υπέρβαση του ενταύθα, δηλαδή του θανάτου και την απόλαυση της ζωής, όχι απλώς για πολλά χρόνια, αλλά αιώνια.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα