Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, ομιλεί και γράφει για την μετάνοια και την εξομολόγηση (1)

24 Ιανουαρίου 2010

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, ομιλεί και γράφει για την μετάνοια και την εξομολόγηση (1)

VatopaidiFriend: Σήμερα Κυριακή 24 Ιανουαρίου, έχει αρχίσει το Τριώδιο, είναι η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου για αυτό και αναρτήσαμε την ομιλία αυτή του Γέροντα Ιωσήφ η οποία και σήμερα είναι και παραμένει επίκαιρη.

Μετάνοια, η μόνη σωτηρία από την πανανθρώπινη δυστυχία. Μετάνοια, η μόνη ελπίδα για τον απελπισμένον άνθρωπο τον οποίον η πτώση αχρείωσε και διέστρεψε τις λογικές του δυνάμεις και τη θεοειδή μορφή του. Μετάνοια, η παμμεγίστη δωρεά και χάρις της θείας αγαθότητας και φιλανθρωπίας. Μετάνοια, η πανάγαθος του Θεού οικονομία για τη θεραπεία και ισορροπία της διασαλευθείσης ανθρώπινης προσωπικότητας, το κυριότερο μέσον επαναφοράς των ψυχοσωματικών δυνάμεων του ανθρώπου στη φυσική τους λειτουργία, ο τρόπος για την επανεύρεση του πρώτου κάλλους της «κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν» του Θεού δημιουργίας.

Εάν δεν μας εδίδετο η μεγάλη αυτή δωρεά της μετανοίας, ελάχιστοι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την σωτήριον ανακαίνιση που έφερεν η ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Η διάνοια μας που «έγκειται έπι τα πονηρά εκ νεότητος ημών» (Γεν. η΄ 21), η διαστροφή που προκαλούν οι παρά φύσιν νόμοι της αμαρτίας, αλλά και η δαιμονική κακουργία δημιουργούν το γενικό κακό και παρασύρουν τον ταλαίπωρον άνθρωπο εις το να πράττει «ουχ ο θέλει, αλλ΄ ο μισεί» (Ρωμ. ζ’ 15). Αν και «το θέλειν παράκειται» στον άνθρωπο, εν τούτοις «το κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκει» (ζ’ 18). Σ΄ αυτή λοιπόν την αδιάκοπη πάλη παρασύρεται ο άνθρωπος από την αμαρτία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας από το… μεγάλο αυτό κακό, δεν υπήρχε άλλο είδος θεραπείας της θανάσιμης αυτής αρρώστειας από τη μετάνοια, την οποία η του Θεού οικονομία εχάρισε στον άνθρωπο, γι΄ αυτό δίκαια χαρακτηρίζεται σαν η δεύτερη μεγάλη δωρεά μετά την πρώτη, τη θεία συγκατάβαση που εκδηλώθηκε στην σάρκωση του Θεού Λόγου.

Μετάνοια σημαίνει ανάκληση του νου εκεί απ΄ όπου εξέφυγε, σημαίνει αλλαγή φρονήματος, μεταμέλεια για τα διαπραχθέντα αμαρτήματα. Η ιδιότης μας σαν δημιουργήματα εξυπακούει την κατ΄ ανάγκην εξάρτηση μας από τον δημιουργό και προνοητή Θεό, πράγμα που συνεπάγεται υπακοή στους νόμους Του και στις εντολές Του. Η εξάρτηση αυτή κάθε όντος από την πηγή της υπάρξεως του, από την αιτία που το έφερε στο είναι και που είναι η μόνη που μπορεί να το οδηγήσει στο ευ είναι, είναι η μόνη φυσιολογική κατάσταση.

Η υποτακτική αυτή θέση του ανθρώπου διασαλεύθηκε όπως γνωρίζουμε και προκάλεσε την πτώση. Η μοιραία αυτή καταστροφή δεν στέρησε τον άνθρωπο μόνο από τη θέση και αξία που κατείχε ανάμεσα στα δημιουργήματα, αλλά και τον διέστρεψε ψυχοσωματικά ώστε να ανθίσταται, να σκληρύνεται, να αντιδρά και να παρακούει στο θείο θέλημα. Αυτός είναι ο παρά φύσιν νόμος που εμφυτεύθηκε στα μέλη μας, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. ζ΄ 23). Όταν ο άνθρωπος ανανήψει με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού και θελήσει να επιστρέψει στο Θεό που είναι το κατά φύσιν, αυτό λέγεται μετάνοια. Μετάνοια λοιπόν στην καθολική της έννοια είναι η επιστροφή του πλανηθέντος ανθρώπου στο Θεό και η υποταγή στο θείο Του θέλημα. Την εντολή Του ήταν που αθέτησε ο άνθρωπος, γύρω από την εργασία των εντολών Του λοιπόν περιστρέφεται η μετάνοια.

Το δώρο αυτό της μετάνοιας το χάρισε η πανάπειρος του Θεού αγαθότης στη δική μας φύση και όχι στους αγγέλους. Τη φύση της μετάνοιας την αισθάνεται κάθε λογική ψυχή σαν ένα φυσικό επόμενο, αρκεί να μη διεφθάρη τελείως από την αμαρτία, κατά το «ψυχή ελθούσα βάθος κακών, καταφρονεί». Γι΄ αυτό συναντούμε τη μετάνοια και στους πρώτους ανθρώπους, τους προ του Νόμου, όπου δεν ήταν αποτέλεσμα θείας διδασκαλίας αλλά φυσικόν αίσθημα της λογικής ψυχής.

Παραδείγματα αληθινής μετάνοιας υπάρχουν αναρίθμητα σ όλη την ιστορία της Εκκλησίας, και στις τρεις περιόδους της. Στη μεν πρώτη περίοδο, την προ του Νόμου, εξαίρετο παράδειγμα αποτελεί ο Ιώβ, ο οποίος λέγει τα εξής αξιοσημείωτα: «(ει ήμαρτον) ου διετράπην πολυοχλίαν πλήθους του μη εξαγορεύσαι ενώπιον αυτών» (λα΄ 34). Στην περίοδο του Νόμου εξέχουσαν θέση κατέχει ο Δαυΐδ, της ειλικρινούς μετάνοιας του οποίου καρπόν αποτελεί ο περίφημος 50ος ψαλμός, όπου περιγράφεται ανεπανάληπτα το αληθινό φρόνημα του μετανοούντος. Όσον αφορά, τέλος, την εποχή της Καινής Διαθήκης, ας θυμηθούμε τον ληστή, την πόρνη, τον άσωτο, τον τελώνη…

Η μεγάλη χάρη και δωρεά της μετάνοιας δεν δόθηκε άπλά και τυπικά στον άνθρωπο, αλλά ενισχύετο και υπεκινείτο από τον Θεό, για την ενίσχυση του αμαρτωλού και τη σωτηρία στα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης που παρακινούν τον Ισραήλ σε μετάνοια, ώστε θαυμάζει κανείς την επιμονή της θείας αγάπης να προκαλεί συνεχώς σε επιστροφή και μετάνοια τον αμαρτωλό μέχρι που να βεβαιώνει με όρκο ότι ο Θεός δεν θέλει τον θάνατό του.

Την ολοκλήρωση και τελειοποίηση της μετάνοιας βρίσκομεν στην νέα περίοδο της χάριτος, την εποχή δηλαδή του Χριστού. Το κήρυγμα της μετάνοιας, αρχίζοντας από τον θείο Πρόδρομο ο οποίος εκήρυττε βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών, έφθασε στο ανώτατο όριο του όταν ο Χριστός υψώθηκε πάνω στον Σταυρό προσφέροντας την εξιλαστήρια θυσία Του για μας, «παραγγέλλων τοις άνθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν» (Πράξ. ιζ΄ 30). «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι (από το βάρος των αμαρτιών), καγώ αναπαύσω υμάς»· «ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» και «τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω», διεκήρυττε ο Χριστός (Ματθ. ια΄ 28. θ’ 13) (Ιω. στ΄ 37). Η μετάνοια στην εποχή της χάριτος δεν γνωρίζει περιορισμό: σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου μας προς τον πρωτοκορυφαίον απόστολό Του η άφεσις στους θέλοντας να μετανοήσουν δεν δίδεται μόνον «έως επτάκις», αλλά «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. ιη΄ 22), δηλαδή απεριόριστα, επ΄ άπειρον.

Λόγω αυτής της απεριόριστης αγάπης του Θεού προς τον πεσόντα άνθρωπο και λόγω της ευμετάβλητης και φιλαμαρτήμονος φύσεως και διαθέσεως του ανθρώπου, η αγία μας Εκκλησία καθιέρωσε την μετάνοιαν σαν ένα αναγκαίο για τη σωτηρία μυστήριο. Ο Κύριος μας ιδρύοντας την Εκλησία του έδωκε στους μαθητές Του και στους διαδόχους του το χάρισμα του «αφιέναι αμαρτίας». «Λάβετε Πνεύμα Άγιον αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» και «Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ», (Ιω. κ΄ 23 και Ματθ. Ιη΄ 18).

Στο επεισόδιο με την αμαρτωλή γυναίκα, που μετανοημένη του έπλυνε τα πόδια με το μύρο (Λουκ. ζ΄ 37-50), έδειξε ο πανάγαθος Κύριος μας όλους τους οικτιρμούς του και τη συμπάθειά του προς τον μετανοούντα. Η παναγάπη Του όμως εξεδηλώθη ακόμα πιο πολύ στην περίπτωση της γυναίκας που συνελήφθη να μοιχεύει, οπότε είπε τα γλυκύτατα εκείνα της συμπαθείας λόγια: «ουδέ εγώ σε κατακρίνω» (Ιω. η΄ 3-11). Αληθή όρον μετανοίας βρίσκομεν στην παραβολή του ασώτου, ο οποίος, αφού συνειδητοποίησε την ενοχή και ελεεινότητά του (Εγώ δε λιμώ απόλλυμαι), πήρε τη σταθερή απόφαση της επιστροφής και με πολλή ταπείνωση είπε τα θαυμάσια εκείνα λόγια της μετανοίας, «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υϊός σου». Παρόμοιαν εικόνα μετανοίας βρίσκουμε και στην παραβολή του τελώνου, όπου μέσα σε λίγες γραμμές περιγράφονται η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ταπείνωση της ειλικρινά μετανοούσης ψυχής. Έτυπτε ο τελώνης το στήθος, εκεί που είναι η πρώτη αφορμή της αμαρτίας, η καρδία, από την οποίαν εκπορεύονται όλα τα κακά και τα καλά που έχει ο άνθρωπος, και έλεγε συντετριμμένος «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Εκτός από τα αναρίθμητα παραδείγματα που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, βρίσκουμε στην Αγία Γραφή και παραδείγματα γενικής μετάνοιας που άφορα το σύνολο, το πλήθος, την κοινωνία, όπως π.χ. η περίπτωση των Νινευϊτών, στην οποία αξίζει να σταθούμε για λίγο, γιατί και η δική μας κοινωνία βρίσκεται σήμερα σε παρόμοια αν όχι και χειρότερη κατάσταση. «Ανάστηθι και πορεύθητι εις Νινευΐ την πόλιν την μεγάλην -λέγει ο Θεός στον Ιωνά- και κήρυξον εν αύτη ότι άνέβη η κραυγή της κακίας αυτής προς με» (Ίωνά α’ 2). Η κοινωνία των Νινευϊτών είχε κατρακυλίσει σε βάθη κακών, γι΄αυτό δεν μπορούσε να έλθει σε συναίσθηση, αφού κατά τον προφήτη, «ψυχή ελθούσα εις βάθη κακών, καταφρονεί». Γι’ αυτό αναλαμβάνει η πανάγαθος τού Θεού φιλανθρωπία την πρωτοβουλία για την άφύπνησή τους. «Έτι τρεις ημέραι και Νινευΐ καταστραφήσεται». Η ολιγόχρονη αυτή προθεσμία της μακροθυμίας τού Θεού τους έφερε σε συναίσθηση της καταστάσεως τους: «και επίστευσαν οι άνδρες Νινευΐ τω Θεώ και έκήρυξαν νηστείαν και ένεδύσαντο σάκκους από μεγάλου αυτών έως μικρού αυτών. Και άπέστρεψαν έκαστος από της όδού αυτών της πονηράς καν από της αδικίας της εν χερσίν αυτών». Νηστεία, κακοπάθεια, μεταμέλεια, συντριβή: μετάνοια σ’ δλη της την έκταση. Ό άνθρωπος άμαρτάνει ενώπιον τού Θεού σαν ενιαία ψυχοσωματική οντότης· γι’ αυτό και η μετάνοια είναι κατ’ ανάγκην διπλή: πένθος, λύπη, ταπείνωση, μεταμέλεια, συντριβή για την ψυχή, και νηστεία, κακοπάθεια, αγώνας, άσκηση η και ελεημοσύνη για το σώμα.

«Και είδεν ο Θεός τα έργα αυτών ότι (όχι τυπικά αλλά ουσιαστικά) άπέστρεψαν από των οδών των πονηρών, και μετενόησεν ο Θεός επί τη κακία, η ελάλησε τού ποιήσαι αυτοίς και ουκ εποίησε»· βρίσκει εδώ εφαρμογήν το προφητικό «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (δηλαδή το έλεος τού Θεού υπερνικά την καταδικαστικήν απόφαση του). Κι ένώ είναι «πιστός εν πάσι τοις λόγοις αυτού», εν τούτοις βλέπομεν ότι η μετάνοια και το έλεος τον αναγκάζουν συχνά να ανακαλεί τις αποφάσεις Του. Εδώ ακριβώς στηρίζεται και ο Ιωνάς για να δικαιολογήσει την άρνησή του να πάει στη Νινευΐ και τη φυγή του: «Τω Κύριε, ούχ ούτοι οι λόγοι μου έτι όντος μου εν τη γη μου; διά τούτο προέφθασα τού φυγείν εις Θαρσίς, διότι έγνων ότι συ ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοών έπί ταϊς κακίαις» (δ’ 1).

Ώράϊο είναι και το παράδειγμα τού Μανασσή, βασιλέως Ιούδα, ο όποιος έκαμε φοβερά κακά, «και γε αίμα αθώον εξέχεε πολύ σφόδρα…, και εξήμαρτε τον Ιούδαν (δηλαδή τους Ιουδαίους) του ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου» (Δ’ Βασιλ. ια’ 16). Τότε, κατά παραχώρηση Θεού, αιχμαλωτίσθηκε από τους Ασσυρίους και μεταφέρθηκε δέσμιος στη Βαβυλώνα. Μπροστά στα δεινά και τον κίνδυνο τού θανάτου (κατά την παράδοση τον έκλεισαν μέσα σε χάλκινο ξόανο για να τον κάψουν), συναισθάνθηκε το βάρος της ένοχής του και ήλθε σε μετάνοια. Εκεί, λέγει η παράδοση συνέταξε και απάγγειλε την περίφημη ευχή, «Κύριε παντοκράτορ, ο Θεός των πατέρων ημών», που αναφέρεται στο Μέγα Απόδειπνο. «Και ως εθλίβη, εζήτησε το πρόσωπον Θεού τού Κυρίου αύτού και έταπεινώθη σφόδρα από προσώπου Θεού των πατέρων αυτού. Και προσηύξατο προς αυτόν, και επήκουσε της βοής αυτού και επέστρεψεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ επί την βασιλείαν αυτού» (Β’ Παραλ. λγ’ 11-13).

Είναι απαραίτητο κάθε άνθρωπος να συνειδητοποιήσει ότι η αμαρτία δεν είναι άλλο παρά άρνηση τού θείου θελήματος και γι’ αυτό προκαλεί την απώλεια της ζωο-ποιού χάριτος τού Αγίου Πνεύματος την οποία δεχθήκαμε στο Βάπτισμα. Η αμαρτία κατασπιλώνει το «ένδυμα γάμου» μας και μας αποκλείει από τον ουράνιο Νυμφώνα, ματαιώνει την επιδιωκόμενη «καινότητα ζωής» και, σαν τον άσωτο, μας απομακρύνει από το Θεό και από όλα του τα χαρίσματα, μας παραδίνει σε πνευματικό λιμό, σε σκοτισμό του νου, ο όποιος, παραδινόμενος στην περιεκτική πλάνη της ματαιοφροσύνης, είτε κτηνώδης γίνεται είτε δαιμονιώδης καθίσταται. Η αμαρτία καταστρέφει κάθε τι το ευγενές, το ωραίο, το λογικό που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Η αμαρτία ήταν που προκάλεσε το θάνατο και τη φθορά στην οποίαν υπέταξε όχι μόνο τον άνθρωπο, μα και όλη την κτίση που είχε δημιουργηθεί από το Θεό «λίαν καλή»· «οίδαμεν ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι τού νύν» (Ρωμ. η’ 22). Η αμαρτία που έκλεισε τον Παράδεισο της τρυφής και αντ΄αυτού έφερε ακάνθας και τριβόλους, πόνο, κόπο και ιδρώτα, φόβο, τρόμον και αβεβαιότητα. Η αμαρτία ήταν που κατέρριψε τον Εωσφόρο και τα αγγελικά τάγματα του από την πάμφωτη δόξα τους και τους μετέβαλε σε σκοτεινούς και πονηρούς δαίμονες. Μιάν αμαρτία έκαμε ο Εωσφόρος μή φυλάξας την άρχή του, και επέφερε την καταστροφή σ’ όλο του το τάγμα. Μια παράβαση τού θείου θελήματος διέπραξε ο πρωτόπλαστος Αδάμ και συμπαρέσυρε όλη την κτίση στη φθορά.

Το πόσο μεγάλο κακό είναι η αμαρτία, το αποδεικνύει και ο τρόπος της σωτηρίας τού άνθρωπου. Ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος ήταν δυνατό να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της αμαρτίας, γι’ αυτό ευδόκησε ο Θεός Λόγος να «κενώση εαυτόν» γενόμενος άνθρωπος, για να αναπλάσει την διαφθαρεϊσαν εικόνα του Θεού στον άν-θρωπο, και να τον ελευθερώσει από την τυραννία τού θανάτου και τού Διαβόλου. «Αποτασσόμενος» τον σατανά και την αμαρτία κατά το Βάπτισμα ο άνθρωπος, λαμβάνει τη σώζουσα Χάρι τού Χριστού και εισέρχεται στην «καινή ζωή» της Εκκλησίας.

Συνεχίζεται…