Ο Θεοφιλέστατος κ. Θεόκτιστος και η πάλαι ποτέ διαλάμψασα Επισκοπή Ανδρούσης
24 Ιανουαρίου 2010
Διάγραμμα της ιστορικής της πορείας
Η απόφαση της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να προχωρήσει στην εκλογή και χειροτονία Βοηθού Επισκόπου της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, με τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ανδρούσης, προκάλεσε αισθήματα ιδιαίτερης χαράς στο πλήρωμα της Ιεράς Μητροπόλεως μας. Παράλληλα, όμως, προξένησε και ένα ερώτημα αναφορικά με την επιλογη του συγκεκριμένου τίτλου, δηλαδη του τίτλου μιας διαλυμένης μεσσηνιακής επισκοπής. Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει η παρούσα δημοσίευση, μέσα από τη συνοπτική παρουσίαση της ιστορικής πορείας της επισκοπικής αυτής έδρας.
Οι γνώσεις της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με τη μεσσηνιακή επισκοπή Ανδρούσης είναι περιορισμένες, εξαιτίας της έλλειψης πηγών. Το πρόβλημα αυτό είναι πιο έντονο για τη βυζαντινή περίοδο, παρά τις ερευνητικές προσπάθειες μιας σειράς αξιόλογων ερευνητών και ιστοριοδιφών, όπως του μακαριστού μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου Θέμελη και του Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου[1]. Αντιθέτως, η ερευνητική δραστηριότητα του τελευταίου έχει αποκαλύψει αρκετές πτυχές της ιστορικής πορείας της επισκοπικής αυτής έδρας κατά τη μεταβυζαντινή εποχή.
Η ονομασία της επισκοπής οφείλεται στον μεσαιωνικό οχυρό οικισμό της Ανδρούσης, πού βρίσκεται στο λεκανοπέδιο του μεσσηνιακού ποταμού Παμίσου. Ο οχυρός αυτός οικισμος ιδρύθηκε από το Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β’ Βιλλαρδουίνο, γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα. Η σημαντική θέση του οχυρού μέσα στη μεσσηνιακή πεδιάδα, καθώς και η απόφαση του πρίγκιπα να το ορίσει ως έδρα ενός από τα δύο δικαστήρια της φράγκο-κρατούμενης Πελοποννήσου συνέβαλαν στη σταδιακή ανάδειξη του σε αξιόλογο οικιστικό και διοικητικό κέντρο της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Η σημασία του δεν μειώνεται κατά τη σύντομη περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας (1428-1460), όπως και κατά το μεγαλύτερο τμήμα της μεταβυζαντινής εποχής. Μάλιστα, τα ιστορικά δεδομένα υποδεικνύουν οτι ο οικισμός ορίστηκε έδρα επαρχίας και αναδείχθηκε σε αξιόλογο κέντρο της τοπικής εμπορικής κίνησης, μολονοτι το κάστρο του είχε χάσει πλέον την αρχική στρατηγική του αξία[2].
Τα διαθέσιμα αρχειακά τεκμήρια υποδεικνύουν ότι ο οικισμός αυτός αναδείχθηκε σε έδρα εκκλησιαστικής επαρχίας στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα. Ο Ψευδο-Σφραντζής παραδίδει μια αμφιλεγόμενη πληροφορία, αναφορικά με την ίδρυση της επισκοπής Ανδρούσης. Η εκκλησιαστική αυτή επαρχία συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του πατριάρχη Αθανασίου Α΄(α΄θητεία 1289-1293 / β΄θητεία 1303-1309). Η ενέργεια αυτή απέρρεε από την επιθυμία του πατριάρχη να τιμήσει την ιδιαίτερη επαρχία του[3]. Ωστόσο, η πληροφορία αυτή ελέγχεται ως προς την αξιοπιστία της, καθώς μια σειρά αρχειακών τεκμηρίων της περιόδου των πρώτων Παλαιολόγων μνημονεύει την πόλη της Ανδριανούπολης ως ιδιαίτερη πατρίδα του πατριάρχη Αθανασίου[4].
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η περιοχή της Ανδρούσης, όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής Πελοποννήσου δεν είχε ανακτηθεί από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα. Αυτό συνεπάγεται ότι ο νεοχειροτονηθείς επίσκοπος αδυνατούσε να εγκατασταθεί στην έδρα του, εφόσον οι ρωμαιοκαθολικοί δυνάστες της περιοχής δεν επέτρεπαν τη λειτουργία ορθοδόξων επισκοπικών εδρών[5]. Η σκέψη αυτή υποδεικνύει ότι η απόφαση ίδρυσης της εκκλησιαστικής αυτής επαρχίας υπηρετούσε την αλυτρωτική πολιτική του βυζαντινού αυτοκράτορα στην Πελοπόννησο. Με αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, έχει ερμηνευτεί από την νεώτερη ιστορική έρευνα και η απόφαση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου να παραχωρήσει ορισμένες εκτάσεις από την περιοχή της Ανδρούσης στην κραταιά μονή της Οδηγήτριας του Μυστρά (Αφεντικό)[6].
Πάντως, η παλαιότερη γνωστή μνεία της επισκοπικής αυτης έδρας απαντά σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, αναφορικά με τον αριθμό των εξαρτώμενων επισκοπικών εδρών της μητροπόλεως Μονεμβασίας. Η μητροπολιτική αυτή έδρα ιδρύθηκε λίγο μετά την επανένταξη της νοτιοανατολικής Πελοποννησου στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (αρχές της δεκαετίας του 1260). Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄Παλαιολογος παραχώρησε στη μητροπολιτική αυτή έδρα σημαντικά προνόμια και την προικοδότησε με ένα μεγάλο αριθμό εξαρτώμενων επισκοπικών εδρών με μια σειρά από χρυσόβουλα. Ένα από τα χρυσόβουλα αυτά προβλέπει την υπαγωγή της επισκοπής Ανδρούσης στη μητρόπολη Μονεμβασίας, μολονότι η περιοχη δικαιοδοσίας της εκκλησιαστικής αυτής έδρας δεν έχει ανακτηθεί από τα στρατεύματα του βυζαντινού αυτοκράτορα[7].
Οι γνώσεις της επιστημονικης κοινόοτητας αναφορικά με την εκκλησιαστικη ιστορία της δυτικής Πελοποννήσου, κατά την πρώϊμη και μέση παλαιολόγεια περίοδο, υποδεικνύουν ότι οι εκκλησιαστικές έδρες της περιοχής αυτής, αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα λειτουργίας. Τα προβλήματα αυτά απέρρεαν από την άρνηση των Φράγκων κατακτητών να επιτρέ-ψουν την εγκατάσταση ορθοδόξου ιεράρχη στις κτήσεις τους. Αυτό είχε ως συνέπεια, οι εκκλησιαστικές αυτές επαρχίες να στερούνται συχνά αρχιερατικής επιστασίας, αλλά και να αντιμετωπίζουν διοικητικά, οικονομικά και εν γένει ποιμαντικά προβλήματα[8]. Παρά τη σιωπή των πηγών, η επισκοπή Ανδρούσης δεν αποκλείεται να αντιμετώπιζε ανάλογα προβλήματα. Οπωσδήποτε, η κατάκτηση του κάστρου της Ανδρούσας και της ευρύτερης περιοχης απο το μελλοντικό αυτοκράτορα Ιωάννη Ζ΄Παλαιολόγο στα 1428 συνέβαλε στην ομαλότερη λειτουργία της επισκοπικής αυτής έδρας[9].
Η επισκοπή συνεχίζει τη λειτουργία της κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής εποχής. Οι έρευνες του Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου έχουν αποκαλύψει τα ονόματα και τη δράση ορισμένων επισκοπών της μεταβυζαντινής περιόδου[10]. Οπωσδήποτε, ο περιορισμένος αριθμός οποιασδήποτε μορφής τεκμηρίων δεν επιτρέπει τη συστηματική αποκατάσταση του επισκοπικού καταλόγου της επισκοπής Ανδρούσης. Ωστόσο, έχουν συγκεντρωθεί αρκετές πληροφορίες για μια σειρά αξιόλογων ιεραρχών με ιδιαίτερα σημαντική δράση τόσο ως προς την επαρχία τους, όσο και ως προς τη Μονή της μετανοίας τους. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται σε δύο επισκόπους με ιδιαίτερα αξιόλογη δραστηριότητα, τον επίσκοπο Παρθένιο τον Αιμυαλίτη (17ος αι.)[11] και τον επίσκοπο Ιωσήφ Νικολάου (19ος αι.)[12].
Ο πρώτος ηταν μοναχός της Ιεράς Μονής Αιμυαλών Γορτυνίας, κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 17ου αιώνα. Η εις επίσκοπον εκλογή του δεν διέκοψε τη σχέση του με τη Μονή της μετανοίας του και μάλιστα σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τη συγκεκριμένη Μονή. Ο δεύτερος είναι ο τελευταίος επίσκοπος Ανδρούσης, ο οποίος ξεχωρίζει από τους άλλους ιεράρχες της επισκοπικής αυτής έδρας, εξαιτίας της ενεργής του συμμετοχης στις πολιτικές υποθέσεις της Επανάστασης του 1821. Είχε χρηματίσει υπουργός εκκλησιαστικών υποθέσεων (μινίστρος θρησκείας) των πρώτων επαναστατικών κυβερνήσεων. Από τη θέση αυτή διαχειρίστηκε με ιδιαίτερη προσοχή τις σχέσεις των εκκλησιαστικών αρχών των περιοχών όπου είχε επικρατήσει η Επανάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τέλος, η επιστημονική έρευνα έχει αποκαλύψει και μια ακόμη πτυχή της ιστορικής πορείας της επισκοπικής αυτής έδρας κατά τη μεταβυζαντινή εποχή. Πρόκειται για τη διαμάχη σχετικά με το καθεστώς εκκλησιαστικής εξάρτησης της επισκοπικής αυτής έδρας μεταξύ των μητροπόλεων Χριστιανουπόλεως και Μονεμβασίας κατά τη διάρκεια του ύστερου 16ου αιώνα. Φαίνεται ότι η επισκοπή Ανδρούσης αποσπάστηκε σε άδηλη εποχή από τη δικαιοδοσία της μητροπολεως Μονεμβασίας και εντάχθηκε στη δικαιοδοσία της όμορης μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως. Ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Μακάριος Μελισσηνός αντέδρασε έντονα στην εξέλιξη αυτή, κατέφυγε σε ειδική επιτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και παρέθεσε μια σειρά αρχειακών τεκμηρίων, πού υποστήριζαν το αίτημα της επιστροφής της επισκοπής Ανδρούσης στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Μονεμβασίας. Τελικά, η επισκοπη Ανδρούσης επανήλθε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Μονεμβασίας με πατριαρχικό γράμμα του 1570[13].
Το καθεστώς αυτο συνεχίστηκε μέχρι και τα πρώτα χρονια της Βαυαροκρατίας, οπότε η επισκοπή Ανδρούσης συνενώθηκε με τις άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες της Μεσσηνίας, για να αποτελέσουν τη σημερινή Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας[14]. Η συνένωση αυτή πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εκκλησιαστικής πολιτικής της Αντιβασιλείας, πού στρεφόταν εναντίον των μοναστηριών και προέβλεπε την κατάργηση ενός μεγάλου αριθμού επισκοπικών εδρών[15].
Η ανωτέρω διαγραμματική παρουσίαση της ιστορικής πορείας της επισκοπής Ανδρούσης αναδεικνύει ότι η επισκοπική αυτή έδρα συνδέεται με τη λακωνική εκκλησιαστική ζωή από τα χρόνια της ιδρύσεώς της, καθώς αποτελούσε μια από τις εξαρτώμενες επισκοπικές έδρες της μητροπόλεως Μονεμβασίας. Επομένως, η απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να παραχωρήσει τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ανδρούσης στο βοηθό επίσκοπο της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Σπάρτης, εγκρίνοντας την σχετική εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτη μας, δεν πρέπει να προκαλεί ερωτηματικά, εφόσον κάθε ιεράρχης με τον τίτλο αυτο αποτελούσε πραγματικά βοηθό επίσκοπο μιας από τις δυο μητροπολιτικές έδρες, από τις οποίες προέκυψε η επικράτεια της σημερινής Ιεράς Μητροπολης Μονεμβασίας και Σπάρτης.
Βιογραφικό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ανδρούσης κ. Θεοκτίστου
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ανδρούσης κ. Θεόκτιστος, (κατά κόσμο Θεόδωρος Κλουκίνας) γεννήθηκε στην Σπάρτη, όπου περάτωσε τις εγκυκλίους σπουδές του και έπειτα σπούδασε την επιστήμη της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Στεμνίτσης Γορτυνίας το 1973, χειροτονήθηκε διάκονος στην ίδια Μονή το ίδιο έτος και πρεσβύτερος το 1977, οπότε έλαβε και το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη, στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Μεγαλοπόλεως, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρό Θεόφιλο.
Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως από το 1981. Ταυτόχρονα άσκησε το λειτούργημα του Θεολόγου-Καθηγητή στο Γυμνάσιο-Λύκειο Μεγαλοπόλεως για 25 συναπτά έτη όπου χρημάτισε και Διευθυντής, κερδίζοντας τις ψυχές των παιδιών μας.
Η πολυσχιδής 35ετής διακονία του στην περιοχή της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, απαύγασμα της μειλίχιας, ενάρετης και ευρυμαθούς προσωπικότητάς του, τον ανέδειξε σε πρότυπο πνευματικού πατρός, σφραγίζοντας επωφελώς την ψυχή του λογικού ποιμνίου της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας.
Σημειώσεις:
1. Ιωαν. Βορβίλα, «Περί των εν Μεσσηνία διαλαμψασών επισκοπών Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσης». Διδαχή 21 (1967), 76 και εξής· Χρυσόστομος Θέμελης [μητροπολίτης Μεσσηνίας], «Ιστορικά σημειώματα περί της Ιεράς Μητροπόλεως της Μεσσηνίας», Πρακτικά του Γ΄Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα, 8-15 Σεπτεμβρίου 1985), τομος Α΄, 105-106 (στο εξής: Θέμελης, Ιστορικά)· Χρυσόστομος Θέμελης (μητροπολίτης Μεσσηνίας), Η Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας διά μέσου των αιώνων, Αθήναι 2003, σ. 37-40 (στο εξής: Θέμελης, Γριτσοπουλος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήναι 1992, σ. 405-407 και 421-425 (στο έξης Γριτσοπουλος, Εκκλησία).
2. Για ένα πρόχειρο διάγραμμα της ιστορίας της Ανδρούσας βλ. Α. Bon, La Moree Franque, Paris 1969, σ. 411-412 (στο εξής Bon, La Moree).
3. V. Grecu (εκδ.), Georgios Sphrantzes. Memorii 1401-1477 (In anexa Pseudo-Phrantzes: Makarie Melissenos, Cronica 1258-1481), Bucharest 1966, 170.9-170.11.
4. Για τον πατριάρχη Αθανάσιο βλ. PLP, τομ. 1, αρ. 415 (Αθανάσιος Α’), όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία. Άλλωστε, η σύγχρονη έρευνα αποδίδει το έργο του Ψευδο-Σφραντζή στη γραφίδα του μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριου Μελισσηνού, πού συνδέεται με τη διαμάχη των μητροπόλεων Μονεμβασίας και Χριστιανουπόλεως ως προς την υπαγωγή της επισκοπης Ανδρούσης. Σχετικά βλ. V. Grecu, “Georgios Sphrantzes, Leben und Werk. Makarios Melissenos und sein Werk. Die Ausgabe”, Bsl 26 (1965), 62-66.
5. Για το ζήτημα αυτό, για το οποίο υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία. Ενδεικτικά βλ. Ν. Ζαχαρόπουλος, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 109 και εξής.
6. Χάρις Καλλιγά, Η βυζαντινή Μονεμβασία και οι πηγές της ιστορίας της (μτφρ. στα ελληνικά Μάριος Μπλέτας), Αθήνα 2003, σ. 312-313 (στο εξής Καλλιγά, Μονεμβασία).
7. Το χρυσόβουλο αυτό εκδόθηκε το καλοκαίρι του 1314 (F. Miklosich – J. Muller, Acta et diplomata graeca medii aevi sacra eprofana, τομ. Ε΄, Vindobonae 1887, σ. 159). Να σημειωθεί ότι η παλαιότε¬ρη έρευνα θεωρούσε το αρχειακό αυτό τεκμήριο πλαστό και, πιο συγκεκριμένα, δημιούργημα του μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριου Μελισσηνού, κατά τον ύστερο 16° αιώνα. Η ερευνητική δραστηριότητα της Χ. Καλλιγά μπόρεσε να αναιρέσει την άποψη αυτή, να αποδείξει τη γνησιότητά του και να το αναχρονολογήσει στα 1314 (Καλλιγά, Μονεμβασία, σ. 305-314, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία).
8. Η εικόνα αυτή απορρέει από τις γνώσεις της επιστημονικής κοινότητας για τη μητρόπολη Χριστιανουπόλεως κατά το 14ο αιώνα. Σχετικά βλ. D. Α. Zakythinos, Le Despotat grec de Moree τομ. Β΄, Londres 19752 (edition revue et augmentee par Chryssa Maltezou), σ. 287-288.
9. Bon, La Moree, α 411.
10. Γριτσόπουλος, Εκκλησία, σ. 421-425.
11. Για τον επίσκοπο αυτό βλ. Τ. Αθ. Γριτσόπουλος, Μονή Αιμυαλών Δημητσάνας, Αθήναι 20002, σ. 63-68.
12. Για τον επίσκοπο αυτό υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία. Ενδεικτικά βλ. Αθ. Παπαγιάννης, Ιωσήφ Ανδρούσης, Αθήναι 1961, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
13. Για το ζήτημα αυτό βλ. Γριτσόπουλος, Εκκλησία, σ. 405-407, όπου και η παλαιότερη βιβλιο¬γραφία. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι ο Γριτσόπουλος υϊοθετεί την άποψη περί χάλκευσης των αρχειακών τεκμηρίων εκ μέρους του μητροπολίτη Μακαρίου Μελισσηνού. Ωστόσο, η Χ. Καλλιγά μπόρεσε να ακυρώσει τον ισχυρισμό αυτό για ένα τουλάχιστον από τα τεκμήρια αυτά, το χρυσόβουλο του 1314. Σχετικά βλ. Καλλιγά, Μονεμβασία, σ. 305-314.
14. Για τη δημιουργία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας βλ. Θέμελης, Ιστορικά, 107-109 και Θέμελης, Μεσσηνία, σ. 41-43.
15. Για την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας βλ. Ι. Α. Πετρόπουλος – Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Αθήνα 1982, σ. 103-113.
Πηγή: Η πάλαι ποτέ διαλάμψασα επισκοπή Ανδρούσης – Διάγραμμα της ιστορικής της πορείας, Δημητρίου Θ. Βαβιώλου, ιστορικού, Περιοδικό Δράσεως και Πνευματικής Οικοδομής Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε», τεύχος 168ον, Σπάρτη Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2009