Ο Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος ως πνευματικός πατέρας (Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού) – Λίγα λόγια για την αξία του Mοναχισμού
24 Ιανουαρίου 2010
Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Κάθε φίλος του Θεού, και στις τρεις περιόδους της εκκλησίας, της παραδόσεως, του νόμου και της χάριτος, υπό την επίδραση και το πνεύμα των δύο κυρίως εντολών, της αγάπης στον Θεό και τον πλησίον, πίστευε και εκινείτο. Η ομολογία αυτή είναι αναντίρρητος και βεβαία, εφ’ όσον κάθε μορφή ευσέβειας στη πανανθρώπινη ιστορία στηρίζεται στις δύο αυτές εντολές. Ο τρόπος της εφαρμογής τους εξαρτάται από το χρόνο, τις περιστάσεις, τα πρόσωπα και τα πράγματα. Έτσι βλέπουμε την ποικιλία των βιωμάτων και των λόγων στην ιστορία της εκκλησίας μας. Στην πρακτική εκδήλωση της αγάπης τους προς τον Θεό, οι φιλόθεοι, δεν μεταχειρίζονταν τους ίδιους τρόπους, αν και ο σκοπός και η πρόθεση ήταν πάντοτε η ίδια…
Όσοι αγαπούσαν τον Θεό, είτε ατομικά είτε ομαδικά προσπαθούσαν να ζουν κατά Χριστόν θεωρώντας τον θάνατο ως κέρδος, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Παύλου, και έτσι δεν ανήκαν στον εαυτό τους. Σ’ αυτή τη πολύμορφη και πολύπλευρη αγωνιστικότητα, είτε μέσα στη κοινωνία, είτε έξω από αυτήν, «στις ερήμους και τα σπήλαια», ένα μόνο σκοπό είχαν να αρέσουν στον Θεό. Η ποικιλία των διαφόρων μορφών της ζωής τους δεν ήταν σκοπός. Ήταν η έκφραση του πόθου και του θείου έρωτα, για τον οποίον τα θυσίαζαν όλα ακόμη και τη ζωή τους…Η ολοκληρωτική αγάπη των δικαίων προς τον Θεό επιστρέφει πίσω και αγκαλιάζει τον άνθρωπο, «τον πλησίον». Ανταύγεια, συνέπεια και αποτέλεσμα της πρώτης εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου» είναι «και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα της αυτοθυσίας τους «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας»…
Ο προβαλλόμενος Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος (± 1134 – 12/04/1214), ουδέποτε βγήκε από το σπήλαιό του κατά τη διάρκεια της ζωής του· και όμως όσο κανένας άλλος, τουλάχιστον στις ήμερες του, αγκάλιασε τον πανανθρώπινο πόνο και την ανάγκη της πατρίδας του που υπέφερε. Τα όσα πρόσφερε ο όσιος στον καταρτισμό και το στηριγμό των συνανθρώπων του, σε σύγκριση με όσους ζούσαν και διακονούσαν μέσα στην κοινωνία ούτε μπορούμε, αλλ’ ούτε έχουμε πρόθεση να περιγράψουμε. Εκείνο που μόνο προβάλλομε, σε όσους θέλουν να μάθουν, είναι ο λόγος και η δύναμη μέσω των οποίων «οι του Χριστού» μπορούν να τα κατορθώσουν όλα, ώστε αν και είναι απόντες από τον κόσμο και δεν έχουν τα μέσα, εν τούτοις «αλλήλων τα βάρη» βαστάζουν, «αρέσκουν τω πλησίον προς το αγαθόν» και θυσιάζουν τις ψυχές τους για τους αδελφούς τους. Να λοιπόν τι μπορεί να νικήσει τον κόσμο της αδικίας, «η πίστις ημών». Αυτή διδάσκουσα την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον μεταφέρει την ανθρώπινη ατέλεια σε ανώτερη σφαίρα, ώστε «όλα να τα κατορθώνει με τη δύναμη της θείας χάριτος» και έτσι στη πράξη αποδεικνύεται ότι «το ασθενές του Θεού» είναι «ισχυρότερο των ανθρώπων».
Εκείνο που συγκινεί, στον οσιότατο μας πατέρα ,είναι ότι τη μέγιστη αυτή προσφορά την συμπλήρωσε όχι «σεσοφισμένοις μύθοις». Οι λόγοι και το κήρυγμά του «δεν ήταν λόγοι ανθρώπινης σοφίας», αλλ’ ενεργούσε ως «διδακτός Θεού», όπου «εξάγει εκ των θησαυρών αυτού καινά και παλαιά». Αυτό δεν είναι άξιο θαυμασμού διότι «οι του Χριστού», δεχόμενοι «το πνεύμα το εκ του Θεού», βλέπουν όσα τους χαρίζει ο Θεός, τα οποία και «λένε όχι με λόγια που διδάσκει η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το ίδιο το Άγιο Πνεύμα» (Α΄Κορ. 2, 13). Όπως προαναφέραμε στη βιογραφία, ο μεγάλος αυτός πατέρας δεν μορφώθηκε με την κοσμική παιδεία, γεγονός που είναι σημαντικός παράγοντας, αν μη τι άλλο, στην έκφραση του λόγου. Ούτε η απουσία όμως της παιδείας, ούτε το ταπεινό του κοινωνικό επίπεδο τον εμπόδισαν στο πλήρωμα της επιτυχίας, στον ύψιστο προορισμό της κατακτήσεως των θείων επαγγελιών. Η κατ’ άνθρωπον ακριβώς προς τον Θεόν υποταγή και υπακοή συμπλήρωσε το καθήκον των αγίων και η θεομίμηση, κατά τον θείον Παύλο, ερμηνεύεται ως ο θρίαμβος και ο κύριος σκοπός.
Δικαίως λοιπόν γράφηκε ότι «όσοι έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι». Ιδού λοιπόν το μυστήριο της υπερφυσικής επεκτάσεως των «του Χριστού». Ποιό είναι το παράδοξο τώρα στον όσιό μας, εάν και αυτός «οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;» Αυτός που υποσχέθηκε ότι «μέσα από εκείνον που πιστεύει σ’ εμένα ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν» (Ιω. 7, 38) έδωσε με τη θεία του χάρη, όσα έλειπαν από τη δική μας αδυναμία, και σύμφωνα με το λόγο «αυτό που μοιάζει με μωρία του Θεού έγινε σοφότερο από τη σοφία των ανθρώπων»(Α΄Κορ.1,25).
Να, λοιπόν, μια σημαντική προσφορά στους πιστούς, από εκείνους που μένουν απρόσιτοι και ζουν μακριά από τον κόσμο. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη προσφορά τους. Ασχολούμενοι «μόνοι προς μόνον τον Θεόν», και «βγάζοντας από πάνω τους τον παλαιόν άνθρωπον» «με τη χάρη του Θεού» και «φορώντας τον νέον που δημιούργησε ο Θεός», που είναι όμοιος με τον δημιουργό του αποκτούν «νουν Χριστού» και όχι μόνο τους ανθρώπους κρίνουν και συγκρίνουν, αλλά και τους πεσόντας αγγέλους, κατά το ρήμα του Παύλου. Γίνονται «το άλας της γης», «εισέρχονται στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από μας ο σωτήρας μας», και «ως οικονόμοι μυστηρίων Θεού» γνωρίζουν και μεταφέρουν στη στρατευόμενη εκκλησία μας, τις θείες βουλές και αποκαλύψεις. Ερμηνεύουν το βάθος και πλάτος και ύψος του πνευματικού νόμου, του θείου τούτου συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο διοικείται και οδηγείται από την Πρόνοια του Δημιουργού ολόκληρη η κτίση.
Γίνονται πόλοι κατευθύνσεων στο ζοφερό ορίζοντα της κοσμικής συγχύσεως και ερμηνεύουν λεπτομερώς τα είδη του αοράτου πολέμου. Ξεσκεπάζουν τις παγίδες και γενικά τα βάθη του σατανά. Γινόνται επίγειοι άγγελοι και φωστήρες της μαχόμενης ανθρωπότητας. Εκεί που δεν φθάνει η φωνή τους, πλησιάζει η γραφή τους, το παράδειγμα τους, μέσω των αδιάκοπων επισκεπτών και ακόμη πιο μακριά καταφθάνουν με την αδιάλειπτη προσευχή τους. Εύχονται συνεχώς και εμπόνως για τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου. Είναι σωσίβια πραγματικά στον απύθμενο αυτό ωκεανό, αιωρούμενα στηρίγματα μεταξύ ουρανού και γης, συνδέουν την απέραντη απόσταση ως ακούραστοι μεσίτες. Και τον μεν Θεό με τους οικτιρμούς τους κατεβάζουν στη γη, όσους δε θέλουν τα άνω τους μεταφέρουν στους ουρανούς.
Όπως στην κοινωνία τα απαραίτητα και βασικότερα για τη ασφάλεια και την πρόοδο και την ειρήνη, βρίσκονται στα χέρια ελαχίστων ανθρώπων, που διοικούν και κυβερνούν αθόρυβα, χωρίς στους πολλούς να είναι γνωστές ή αντιληπτές οι ενέργειες τους, έτσι και στον πνευματικό τομέα τη θέση αυτή την κατέχουν οι φίλοι του Θεού. Αυτοί με την ολοκληρωτική αφοσίωσή τους στην αγάπη Του και την πλήρη αυτοθυσία τους για την τήρηση του θείου θελήματός Του, απόκτησαν την φιλία Του και πέτυχαν τις θείες επαγγελίες. Οι θείες λοιπόν επαγγελίες, που είναι ο αγιασμός περιεκτικά, κατά την ανθρώπινη έκφραση, στους ίδιους τους φιλόθεους προκαλεί την ανακαίνιση και ολοκλήρωση στον καθολικό μας προορισμό, στους πιστούς δε, γίνονται δάσκαλοι, οδηγοί, στηρίγματα, ερμηνευτές και παρηγορητές, με τις πατρικές τους πρεσβείες και συμπαραστάσεις, αισθητά και νοητά, στην πολυκύμαντη του βίου θάλασσα. Άλλα και στο τέλος του βίου, ικετεύουν για τη σωτηρία τον φιλάνθρωπο Δεσπότη, ως φίλοι Αυτού και γνώριμοι.